Της Δανάης Κολτσίδα*
Ένα τόσο μαζικό -σχεδόν καθολικό- γεγονός, όπως οι κινητοποιήσεις των τελευταίων εβδομάδων για την υπόθεση των Τεμπών αφήνει σε κάθε περίπτωση το ιστορικό του αποτύπωμα. Άμεσα, οι κινητοποιήσεις υπήρξαν μια από τις σπάνιες στιγμές «agenda setting» από τα κάτω: η μαζική κοινωνική παρέμβαση επέδρασε καταλυτικά στην επικαιρότητα και έθεσε με αποφασιστικό τρόπο το κεντρικό θέμα στη δημόσια συζήτηση και παρήγαγε σημαντικά (έστω σε συμβολικό επίπεδο) αποτελέσματα σε κεντρικό πολιτικό επίπεδο, με την κατάθεση ψήφου δυσπιστίας προς την κυβέρνηση, τη σύσταση μιας προανακριτικής επιτροπής κατά υπουργού και τον κυβερνητικό ανασχηματισμό.
Ωστόσο, ο κύκλος δεν κλείνει εδώ. Τα Τέμπη, πέρα από τη μαζικότητα, απελευθέρωσαν μια κοινωνική δυναμική, φαντασία, δημιουργικότητα που είχαμε πολλά χρόνια να δούμε: ας θυμηθούμε τις άπειρες πρωτοβουλίες για μικρές και μεγάλες εκδηλώσεις, πέραν των τρόπον τινά «κεντρικών», τα αυτοσχέδια πλακάτ σε χαρτόνια, τα μπαλόνια, τα τραγούδια που γράφτηκαν για τα Τέμπη, τους δρομείς του πρόσφατου Μαραθωνίου που έτρεχαν με πλακάτ ή καρφίτσωσαν στις φανέλες τους δηλώσεις διαμαρτυρίας και αλληλεγγύης και τόσα άλλα… Όλη αυτή η δυναμική δεν μπορεί να μείνει αδικαίωτη. Και δεν πρέπει να μείνει αδικαίωτη, γιατί θα αποτελεί ένα μόνιμο τραύμα στο πλευρό της ελληνικής δημοκρατίας, με τον κίνδυνο να κακοφορμίσει.
Τι θα μπορούσε όμως να είναι νίκη σήμερα για το κίνημα των Τεμπών;
Το αίτημα για δικαιοσύνη είναι καταρχήν και καταρχάς αρκετά κυριολεκτικό στην προκειμένη περίπτωση. Ο πρώτιστος σκοπός των κινητοποιήσεων είναι η πλήρης διερεύνηση των συνθηκών που οδήγησαν στον θάνατο των εργαζομένων και των επιβατών των αμαξοστοιχιών που συγκρούστηκαν το βράδυ της 28ης Φεβρουαρίου 2023 και, συνακόλουθα, η -σύμφωνη με τους κανόνες του ποινικού δικαίου- δίωξη όσων ευθύνονται γι’ αυτό.[1] Κι αυτό, ας μην το ξεχνάμε, δεν είναι κάτι παρεμπίπτον. Οι οικογένειες των θυμάτων ζητούν πριν και πάνω από όλα αλήθεια και δικαίωση για το θάνατο των αγαπημένων τους.
Η δικαστική έκβαση της υπόθεσης, όπως και όλων των αντίστοιχης σοβαρότητας και δημοσιότητας υποθέσεων, αφορά όμως και το σύνολο της κοινωνίας. Πολύ περισσότερο εν προκειμένω, λόγω της στάσης της κυβέρνησης αυτά τα δύο χρόνια, που έχει καταστήσει περίπου κοινή πεποίθηση ότι επιδιώκεται η συγκάλυψη της υπόθεσης. Έτσι, η πλήρης διερεύνηση των συνθηκών που οδήγησαν στο δυστύχημα και ο εντοπισμός και ο καταλογισμός όλων των ευθυνών, σε όποιον και αν ανήκουν και όσο ψηλά κι αν βρίσκεται αφορά εν τέλει τη σχέση κάθε πολίτη αυτής της χώρας με τους θεσμούς της. Στην υπόθεση των Τεμπών, και κυρίως στην εκ των υστέρων διαχείρισή της από την κυβέρνηση, η κοινωνία βλέπει να αντανακλάται ο κυνισμός, η διαπλοκή και η διαφθορά μιας εξουσίας που αρνείται να λογοδοτήσει, γι’ αυτό και το αίτημα για δικαιοσύνη αποκτά αντικειμενικά και μια πολιτική διάσταση.
Από την άλλη πλευρά, ο εξαιρετικά μαζικός χαρακτήρας των κινητοποιήσεων για την υπόθεση αυτή είναι αναπόδραστα συνυφασμένος με το στοιχείο της πολλαπλότητας του πλήθους που συμμετείχε σε αυτές και, κατά συνέπεια, καθιστά εξαιρετικά περίπλοκη την όποια προσπάθεια κατανόησής του. Στις συγκεντρώσεις για την υπόθεση των Τεμπών, και κυρίως σε αυτή της 28ης Φεβρουαρίου, αναδείχθηκε κάτι που είναι περίπου αυταπόδεικτο, αλλά έχει τεράστια πολιτική σημασία η διαρκής επισήμανσή του: ότι ο «λαός», ως καθολική έννοια, ένα σώμα δηλαδή που μας περιλαμβάνει όλες και όλους, ακόμα και στις στιγμές που ομονοεί και ενώνεται γύρω από ένα αίτημα -όπως περίπου συνέβη στην προκειμένη περίπτωση- δεν είναι ποτέ ενιαίος και αδιαφοροποίητος. Στις πλατείες της χώρας βρέθηκαν διαφορετικές γενιές, κοινωνικές τάξεις και κατηγορίες και άνθρωποι με πολύ διαφορετικές ιδεολογίες, αξίες, απόψεις, όπως έδειξαν και οι έρευνες κοινής γνώμης που επακολούθησαν[2]: πολιτικοποιημένοι και αδιάφοροι για την πολιτική, ψηφοφόροι και μη, δεξιοί, κεντρώοι και αριστεροί, φεμινίστριες και πατριάρχες, αλληλέγγυοι στους 600 πνιγμένους μετανάστες της Πύλου και άλλοι που τους θεωρούν απειλή την «αγία ελληνική οικογένεια», και ούτω καθεξής.
Όταν λοιπόν το αίτημα για δικαιοσύνη αποκτά ευρύτερο και πιο πολιτικό χαρακτήρα εμφανίζονται διαφορετικές αποχρώσεις, οι περισσότερες τουλάχιστον από τις οποίες κινούνται μέσα στο πλαίσιο της δημοκρατικής πολιτείας, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι δεν υπάρχουν και εκείνες οι φωνές που, είτε συνειδητά είτε όχι, τείνουν προς αντιδημοκρατικές επιλογές. Δεν είναι η πρώτη και μάλλον ούτε η τελευταία φορά που συμβαίνει αυτό.
Είναι σχεδόν αδύνατον ένα αίτημα να καταστεί τόσο πλειοψηφικό, χωρίς να εσωκλείει όλες τις αντιφάσεις που χαρακτηρίζουν έναν λαό. Το αίτημα για δικαιοσύνη μπορεί να συνενώνει τόσο πολλούς και τόσο διαφορετικούς ανθρώπους, ακριβώς γιατί είναι μία έννοια-ομπρέλα ή, καλύτερα, ένα αίτημα-καμβάς πάνω στο οποίο ο καθένας και η καθεμία από εμάς μπορεί να προβάλει τη δική του αντίληψη.
Επειδή όμως, όπως προαναφέρθηκε, είναι σημαντικό από κάθε άποψη, συναισθηματική, ηθική, πολιτική, να δικαιωθεί αυτή η τόσο συγκινητική κοινωνική κινητοποίηση των τελευταίων εβδομάδων, προκύπτει το ερώτημα: τι θα συνιστούσε -πέραν της έκβασης της ποινικής υπόθεσης- (πολιτική) δικαίωση για τα Τέμπη; Εδώ οι απαντήσεις είναι τόσες όσες και οι επιμέρους «φυλές» του «λαού των Τεμπών». Στις πλατείες αυτές τις μέρες συναντώνται ψηφοφόροι κομμάτων της αντιπολίτευσης τόσο στα αριστερά όσο και στα δεξιά της Νέας Δημοκρατίας, αλλά και του ίδιου του κυβερνώντος κόμματος και άνθρωποι που απέχουν συστηματικά από εκλογές. Συνυπάρχουν άνθρωποι που προσβλέπουν σε λύση μέσα από την ίδια τη ΝΔ με αλλαγή ηγεσίας, θεωρώντας ως βασικό πρόβλημα τον ίδιο τον Κ. Μητσοτάκη και το περιβάλλον του, άνθρωποι που αναζητούν διέξοδο σε κάποια από τα υπάρχοντα κόμματα, άνθρωποι που πιστεύουν ότι μόνο η ανατροπή του καπιταλισμού θα αποτελέσει πραγματική λύση, άνθρωποι που επιζητούν ανασυνθέσεις εντός του υφιστάμενου κομματικού συστήματος ή μία αναδιάταξη της ισορροπίας δυνάμεων εντός του, άνθρωποι που ελπίζουν στη δημιουργία νέων κομμάτων, αλλά και άνθρωποι που φλερτάρουν με λύσεις εκτός της δημοκρατίας και προσβλέπουν σε έναν εξωγενή «από μηχανής θεό» που θα επιφέρει κάθαρση.
Αντίστοιχα, όταν η συζήτηση αφορά τα θεσμικά κακώς κείμενα, στις πλατείες συνυπάρχουν άνθρωποι που θέλουν μια συνταγματική αναθεώρηση που θα χαλαρώσει τον σφιχτό εναγκαλισμό της ηγεσίας της δικαιοσύνης με την εκτελεστική εξουσία, που θα καταργήσει ή, έστω, θα μετριάσει την προστασία που παρέχεται στα πολιτικά πρόσωπα μέσω του άρθρου 86 του Συντάγματος και του νόμου περί ευθύνης υπουργών, αλλά και άνθρωποι που αδιαφορούν για τις εγγυήσεις του ποινικού δικαίου -όχι τις κατ’ εξαίρεση που ισχύουν για τους υπουργούς, αλλά και τις γενικότερες που ισχύουν για κάθε κατηγορούμενο- και ονειρεύονται συνοπτικές διαδικασίες και «κρεμάλες». Άνθρωποι που θεωρούν ότι τα Τέμπη είναι αποτέλεσμα των «διαχρονικών παθογενειών του δημοσίου» και θα ήθελαν να ιδιωτικοποιηθεί και το τελευταίο τμήμα του σιδηροδρόμου και όχι μόνο και θεωρούν ως «κακούς» της υπόθεσης του δημοσίους υπαλλήλους και άλλοι που θεωρούν ότι, σε τελική ανάλυση, για τη σύγκρουση στα Τέμπη φταίει η ιδιωτικοποίηση του σιδηροδρόμου και ζητούν την επανακρατικοποίησή του.
Αυτή η πολλαπλή και σύνθετη πραγματικότητα προφανώς θέτει τεράστιες προκλήσεις σε όσους είτε ονειρεύονται είτε εκ της θέσης τους οφείλουν να εκπροσωπήσουν τον «λαό των Τεμπών». Στην πραγματικότητα, κανείς δεν μπορεί «να καβαλήσει το κύμα» των Τεμπών, κανείς δεν μπορεί βάσιμα να ισχυριστεί ότι μιλάει εξ ονόματος όλων ημών, των εκατοντάδων χιλιάδων, που βρεθήκαμε στους δρόμους τις προηγούμενες μέρες.
Από την άλλη πλευρά, η δικαίωση του αγώνα αυτού απαιτεί αργά ή γρήγορα ένα «δια ταύτα», την εξειδίκευση του αιτήματος για δικαιοσύνη. Τις επόμενες μέρες και βδομάδες θα διατυπωθούν διάφορα τέτοια «δια ταύτα»: από τους οργανωμένους φορείς συλλογικής εκπροσώπησης, όπως τα κόμματα, τα συνδικάτα, οι φοιτητικοί σύλλογοι, από πολιτικούς και άλλους δημοσιολογούντες, από συγγενείς των θυμάτων, από όσες και όσους «επώνυμους» στηρίζουν τον αγώνα αυτό και δυνάμει από πολλές και πολλούς από εμάς που βγαίνουμε ξανά και ξανά στον δρόμο.
Κάποια από τα «δια ταύτα» μας θα συγκλίνουν, άλλα θα αποκλίνουν μεταξύ τους, κάποια θα είναι συμβατά και θα μπορούν να αθροιστούν και άλλα θα είναι αμοιβαία αποκλειόμενα και θα πρέπει να διαλέξουμε. Και με μερικά – εκείνα που βγαίνουν έξω από τη δημοκρατία και τα δικαιώματα ως το κοινό μας πλαίσιο – θα αντιπαρατεθούμε μέχρι τελικής πτώσης.
Για παράδειγμα, εγώ μπορώ να πω από τώρα πως, όχι, δεν δίνω τον ίδιο αγώνα με όποιον θεωρεί ότι η λύση είναι να ιδιωτικοποιήσουμε και όποιο κομμάτι του σιδηροδρόμου έχει απομείνει, όποια δημόσια υποδομή υπάρχει. Όχι, δεν στέκομαι δίπλα σε κάποιον που δεν αναγνωρίζει στο πρόσωπο ακόμα και του πιο απεχθούς εγκληματία, αυτής ή οποιασδήποτε άλλης υπόθεσης, τα δικαιώματα που προβλέπει το ποινικό μας δίκαιο, για τα οποία η ανθρωπότητα έκανε επαναστάσεις και έχυσε αληθινά ποτάμια αίμα. Όχι, δεν αγωνίζομαι για περισσότερη φυλακή και για αυστηρότερες ποινές. Όχι, δεν κατεβαίνω στο δρόμο με όποιον πιστεύει πως θα αποτελούσε λύση να εξαφανιστεί το πολιτικό σύστημα ή και αυτή η ίδια η κοινοβουλευτική δημοκρατία ή με όποιον ελπίζει να πάρει την υπόθεση στα χέρια του ο στρατός, ένας αδιάφθορος δικαστής ή δεν ξέρω κι εγώ πια άλλη εκδοχή επιχείρησης «καθαρά χέρια». Όχι, δεν μιλούν εξ ονόματός μου όσοι δεχτούν να μπουν σε ένα συνταγματικό παζάρι με την κυβέρνηση, «δίνοντας» στον Κυριάκο Μητσοτάκη την ιδιωτικοποίηση της ανώτατης εκπαίδευσης για να «πάρουν» την αναθεώρηση του άρθρου για την ποινική ευθύνη των υπουργών.
Κατέβηκα, κατεβαίνω και θα συνεχίσω να κατεβαίνω στο δρόμο για τους 57 των Τεμπών και για τους 600 της Πύλου. Βγαίνω στο δρόμο μαζί με τους φοιτητικούς συλλόγους τώρα που διεκδικούν δικαιοσύνη και οξυγόνο για τα Τέμπη, όπως βγήκα πάλι μαζί τους όταν διεκδικούσαν δημόσια παιδεία και υπερασπίζονταν το άρθρο 16 του Συντάγματος. Κλαίω με τα τραγούδια των καλλιτεχνών για τα Τέμπη, όπως στεκόμουν δίπλα τους όταν έδιναν τη μάχη για να επιβιώσουν μέσα στην πανδημία ή για να τους αναγνωριστούν αυτονόητα επαγγελματικά δικαιώματα. Στέκομαι δίπλα στις μανάδες των Τεμπών, όπως στάθηκα δίπλα στη Μάγδα Φύσσα, που σκότωσαν το παιδί της οι φασίστες, και στην Ελένη Κωστοπούλου, που το δικό της το σκότωσαν οι «νοικοκυραίοι» με τη συνεργασία της αστυνομίας, δίπλα στη μάνα της Κυριακής Γρίβα, που η κόρη της έπεσε θύμα της πατριαρχικής βίας και της αστυνομικής αδιαφορίας, δίπλα στη μάνα του Αλέξανδρου Γρηγορόπουλου και σε εκείνη του Νίκου Σαμπάνη, θύματα και τα δύο παιδιά της αστυνομικής αυθαιρεσίας. Θεωρώ αναγκαία όχι απλά την κυβερνητική, αλλά την πολιτική αλλαγή και έχω αδιαπραγμάτευτο πλαίσιο τη δημοκρατία και τα δικαιώματα.
Μειώνει τίποτα από τα παραπάνω τη διάθεσή μου να συμμετέχω στις κινητοποιήσεις για την υπόθεση των Τεμπών «μέχρι τέλους», όπως έλεγε ο τίτλος της πρόσφατης συναυλίας, τη στράτευση μου στον κοινό σκοπό; Το αντίθετο. Καθιστά τη συμμετοχή μου περισσότερο συνειδητή και περισσότερο αποφασιστική. Η δημοκρατία, η μαζική πολιτική συμμετοχή έτσι ήταν πάντα κι έτσι θα συνεχίσει να προχωρά: με τη σύγκρουση, με τις αντιφάσεις της και, τελικά, με την ενδεχομενικότητα να βρίσκεται στην καρδιά της. Εκεί είναι όλη η δυσκολία κι εκεί είναι και όλη η ομορφιά της.
*Δανάη Κολτσίδα
Νομικός, πολιτική επιστήμονας
[1] Και στο αμιγώς δικαστικό σκέλος βέβαια, όπως μπορεί να επιβεβαιώσει όποιος έχει την παραμικρή εμπειρία από δικαστικές υποθέσεις, πολύ περισσότερο τέτοιου μεγέθους, τα πράγματα δεν είναι ούτε απλά ούτε ενιαία: κάθε διάδικος έχει και δικαιούται να έχει διαφορετική στρατηγική εντός της δικαστικής διαδικασίας, κάθε οικογένεια έχει δική της εκπροσώπηση και ακολουθεί τον δικό της δρόμο σε σχέση με τα αιτήματα που υποβάλει κ.λπ.
[2] Για παράδειγμα, τα ευρήματα της qed social and market research και της έρευνας People of Greece (διαθέσιμα εδώ) ή της Prorata (διαθέσιμα εδώ).