Του Γιάννη Καραγιάννη*
Αποτελεί κοινό τόπο στη δημόσια συζήτηση και την επιστημονική βιβλιογραφία ότι τα πολιτικά και κομματικά συστήματα των δυτικών χωρών έχουν εισέλθει εδώ και καιρό σε φάση ρευστότητας και σημαντικών αλλαγών. Αν και σε διαφορετικό βαθμό και ένταση ανάλογα με την περίπτωση, οι τάσεις που καταγράφονται είναι αδιαμφισβήτητες: η εκλογική απήχηση των «κομμάτων εξουσίας» μειώνεται και πολιτικές δυνάμεις οι οποίες ταξινομούνται ως «λαϊκιστικές», «ακραίες» ή «αντι-συστημικές», αυξάνουν την πολιτική επιρροή τους.
Οι πολίτες επίσης αποστασιοποιούνται από τις πολιτικές διαδικασίες και χάνουν την εμπιστοσύνη τους στους πολιτικούς θεσμούς στον βαθμό που κρίνεται πως αυτοί αδυνατούν να παρέχουν αποτελεσματικές λύσεις σε κρίσιμα οικονομικά και κοινωνικά προβλήματα. Αυτό που, εν τέλει, διακυβεύεται δεν είναι παρά η ίδια η νομιμοποίηση των πολιτικών συστημάτων και η δημοκρατική λειτουργία τους.
Οι εξελίξεις αυτές είναι ιδιαίτερα ορατές και στην Ελλάδα. Η εκδήλωση της οικονομικής κρίσης από το 2009 και εντεύθεν έχει μεταβάλλει το εγχώριο κομματικό σύστημα και τους συσχετισμούς δύναμης ανάμεσα στα πολιτικά κόμματα. Αν και πρόσκαιρα (2015-2019) διαφάνηκε ότι η δικομματική συνθήκη επανακάμπτει, έστω και διαφοροποιημένη σε σχέση με το παρελθόν, οι μετέπειτα εξελίξεις δείχνουν ότι έχουμε πλέον εισέλθει σε συνθήκες αυξημένης πολιτικής ρευστότητας.
Με τα τρέχοντα δεδομένα μάλιστα το εγχώριο πολιτικό σκηνικό προσομοιάζει με αυτό των εκλογών του 2012: α) δραστική μείωση των εκλογικών ποσοστών των «κομμάτων εξουσίας», β) εκλογική άνοδος πολιτικών δυνάμεων που ταξινομούνται ως «αντι-συστημικές», «ακραίες» και «λαϊκιστικές», γ) κερματισμός των εκλογικών προτιμήσεων και των πολιτικών τους αντιπροσωπεύσεων, δ) αύξηση της εκλογικής αποχής και ε) αδυναμία σχηματισμού κυβέρνησης μονοκομματικής υποστήριξης.
Η (ανόμοια) εκλογική υποχώρηση των «κομμάτων εξουσίας» στην Ελλάδα δεν υπήρξε αιφνίδια. Χωρίς να συντρέχουν αδήριτοι ιστορικοί αυτοματισμοί, εντούτοις η εξέλιξη αυτή εγγράφεται σε μεγάλο βαθμό στην αδυναμία ή και απροθυμία τους να αναδιαρθρώσουν το εγχώριο μοντέλο παραγωγής και να προωθήσουν με συνέπεια ένα μακρόπνοο σχέδιο οικονομικής και κοινωνικής ανάπτυξης. Η οικονομική κρίση του 2009 έφερε στην επιφάνεια τα όρια του μέχρι εκείνη τη στιγμή μοντέλου ανάπτυξης της χώρας και οδήγησε στη μείωση της πολιτικής και εκλογικής επιρροής των «κομμάτων εξουσίας».
Η κρίση αυτή δεν έχει τερματιστεί ούτε και το πολιτικό σύστημα έχει καταφέρει μέχρι σήμερα να διατυπώσει ένα βιώσιμο μοντέλο οικονομικής ανάπτυξης. Εκτός από τις διαρθρωτικές αδυναμίες στο πεδίο της οικονομίας, η χώρα είναι εκτεθειμένη στις αλλαγές που σημειώνονται στο διεθνές περιβάλλον και οι οποίες επηρεάζουν καταλυτικά τις εγχώριες εξελίξεις.
Απτές εκδηλώσεις της αδυναμίας/απροθυμίας των «κομμάτων εξουσίας» να μεταβάλλουν το εγχώριο παραγωγικό μοντέλο αποτελούν α) η οργανωτική τους απίσχναση, ο αρχηγισμός και η έλλειψη εσωκομματικής δημοκρατίας, β) η αποκοπή από ευδιάκριτους κοινωνικούς δεσμούς, γ) η διαμόρφωση και προώθηση πολιτικών ερήμην των πολιτών και ο κυβερνητισμός, δ) η εκχώρηση πρωτείων στις δυνάμεις της αγοράς, με έλλειψη κανόνων και διαφάνειας, πολιτική η οποία συντηρεί στοιχεία μίας ασταθούς όσο και ισχνής ανταγωνιστικότητας με υψηλό κοινωνικό και περιβαλλοντικό κόστος, ε) η παν-συλλεκτική πολιτική και ιδεολογική φυσιογνωμία που «θολώνει» τον πολιτικό τους λόγο και στ) η συρρίκνωση του ρόλου τους ως φορέων πολιτικής κοινωνικοποίησης και ιδεολογικού προσανατολισμού.
Στις συνθήκες αυτές, όπου τα ΜΜΕ αναδεικνύονται σε βασικούς μηχανισμούς πολιτικής κοινωνικοποίησης, ιδίως οι τεχνολογίες διαδικτύου (social media), τα άτομα εκτίθενται ολοένα και περισσότερο σε απλουστευτικές, δραματοποιημένες και συναισθηματικά φορτισμένες προσλήψεις της πολιτικής και των διαδικασιών της. Οι στάσεις και οι συμπεριφορές οι οποίες διαμορφώνονται βάσει αυτών των προσλήψεων της πολιτικής διαπιστώνεται πως αποτελούν προνομιακή εκλογική δεξαμενή των κομμάτων που ταξινομούνται ως «λαϊκιστικά», «ακραία» και «αντι-συστημικά».
Η ακατάσχετη και πολεμική χρήση αυτών των όρων όμως στον δημόσιο διάλογο, για τους οποίους δεν υπάρχει ούτως ή άλλως συμφωνία ως προς το νοηματικό τους περιεχόμενο, περισσότερο αποπροσανατολίζει παρά συνεισφέρει στην κατανόηση των εξελίξεων.
Οι πολιτικές δυνάμεις μπορούν αρτιότερα να διαχωριστούν περιγραφικά και αναλυτικά βάσει δύο διαφορετικών λογικών που ως επί το πλείστον καθορίζουν τη στάση και την πρακτική τους, χωρίς αυτό να συνεπάγεται πως δεν σημειώνονται διασταυρώσεις μεταξύ τους. Από τη μια, αυτές που εστιάζουν αποκλειστικά σε ορισμένα «αγαθά», «κεκτημένα» ή «ιδανικά», τα οποία θεωρείται πως επιβουλεύεται και επαπειλεί ένα συγκεκριμένο όσο και κυρίαρχο σύστημα εξουσίας, συμφερόντων και ιδεών, το οποίο και καταγγέλλουν. Από την άλλη, αυτές οι οποίες προωθούν πολιτικές συμβατές με το κυρίαρχο σύστημα εξουσίας, συμφερόντων και ιδεών, το οποίο αξιολογούν ότι έχει αδυναμίες, αλλά κρίνουν ωστόσο πως είναι το μόνο και καλύτερο που προσφέρεται για την προώθηση των «εθνικών συμφερόντων».
Η παγίδευση της χώρας στις πολιτικές που προωθούνται από τις εν λόγω πολιτικές δυνάμεις δεν αφήνει πολλά περιθώρια ώστε να δρομολογηθούν διαδικασίες υπέρβασης της κοινωνικής, οικονομικής και πολιτικής, κρίσης που σοβεί εδώ και καιρό.
Αμφότερες οι εν λόγω πολιτικές δυνάμεις αποτυγχάνουν ή αδυνατούν να προωθήσουν αποτελεσματικές πολιτικές. Αυτές οι οποίες διακρίνουν ενορχηστρωμένες δράσεις υπονόμευσης των θεμάτων που κρίνουν ως ζωτικής σημασίας διατυπώνουν άκαμπτες και αδιάλλακτες πολιτικές που περιορίζουν την εκλογική και πολιτική τους απήχηση. Με ισχνή κατά κανόνα οργάνωση και κοινωνική διείσδυση και στερούμενες ενός ολοκληρωμένου προγράμματος για το σύνολο των ζητημάτων, έχουν λιγοστές δυνατότητες ανάληψης της κυβερνητικής εξουσίας. Στην περίπτωση δε που καταφέρουν να αναρριχηθούν σε αυτή, είτε ως βασικοί φορείς της είτε ως «μικροί εταίροι» της, διαπιστώνουν πως οι επιδιώξεις τους προσκρούουν στον, εξ ορισμού σύνθετο, εγχώριο και διεθνή, συσχετισμό πολιτικής δύναμης και επιρροής.
Από την άλλη, οι πολιτικές δυνάμεις οι οποίες προωθούν ως μονόδρομο πολιτικές συμβατές με το κυρίαρχο υπόδειγμα καθηλώνουν τη χώρα σε μόνιμη υστέρηση: συρρίκνωση των δημόσιων υπηρεσιών, με ότι αυτό συνεπάγεται για την ασφάλεια, την εύρυθμη λειτουργία και ανάπτυξη, επιλεκτική προνομιακή μεταχείριση συγκεκριμένων ομάδων και συμφερόντων, προσέλκυση επενδύσεων με αμφίβολη ανταποδοτικότητα και εκχώρηση σημαντικών εγχώριων πόρων, καθώς και ανεξέλεγκτη επέκταση των τουριστικών και οικοδομικών δραστηριοτήτων, στο πλαίσιο απουσίας πολιτικών αντιμετώπισης των διαρθρωτικών προβλημάτων της παραγωγής, επικοινωνούνται ως «άριστες» δυνατές πολιτικές «εθνικά υπεύθυνων» φορέων.
Η παγίδευση της χώρας στις πολιτικές που προωθούνται από τις εν λόγω πολιτικές δυνάμεις δεν αφήνει πολλά περιθώρια ώστε να δρομολογηθούν διαδικασίες υπέρβασης της κοινωνικής, οικονομικής και πολιτικής, κρίσης που σοβεί εδώ και καιρό. Στη Χάρυβδη των ανέφικτων εξαγγελιών των «αδιάλλακτων» πολιτικών τοποθετήσεων αντιπαρατίθεται η Σκύλλα των «άριστων» πολιτικών που υπονομεύουν την κοινωνική συνοχή και οικονομική ευημερία.
Αυτό δεν σημαίνει ασφαλώς ότι μπορεί κατηγορηματικά να αποκλειστεί ένας «τρίτος δρόμος» ή η ιστορική δυνατότητα μιας διεξόδου από το σημερινό πολιτικό σκηνικό. Παρά τους εξωτερικούς καταναγκασμούς συντρέχουν δυνατότητες για τη διαμόρφωση μιας πολιτικής η οποία να συνεισφέρει γόνιμα στην εγχώρια κοινωνική και οικονομική ανάπτυξη. Οι κοινωνικές διαθεσιμότητες μάλιστα προς αυτήν την κατεύθυνση είναι το τελευταίο διάστημα ενεργότερες παρά ποτέ, ενώ και στο διεθνές περιβάλλον συντελούνται αλλαγές οι οποίες μπορούν να αξιοποιηθούν. Ποιες δυνάμεις θα αναλάβουν να δρομολογήσουν στο πολιτικό επίπεδο αυτές τις διαδικασίες παραμένει ωστόσο ζητούμενο και εν πολλοίς αδιόρατο στην παρούσα φάση.
Σε κάθε περίπτωση, ένα σχέδιο κοινωνικής και οικονομικής ανάταξης προϋποθέτει τη ριζική αναδιοργάνωση και λειτουργία των πολιτικών φορέων. Πρωτίστως, την επιστροφή της δημοκρατίας σε όλες τις εκφάνσεις της συλλογικής οργάνωσης και δράσης και την ουσιαστική συμπερίληψη και συμμετοχή των πολιτών στις πολιτικές διαδικασίες.
*Καθηγητής Πολιτικής Επιστήμης