Ο όρος vetting (έλεγχος/αξιολόγηση) στον χώρο της πολιτικής αναφέρεται στη διαδικασία ενδελεχούς ελέγχου και αξιολόγησης ενός προσώπου υποψήφιου να αναλάβει μια κυβερνητική ή δημόσια θέση ή να συμμετάσχει σε εκλογική διαδικασία. Σκοπός του vetting είναι να διασφαλιστεί ότι ο υποψήφιος δεν έχει κρυφά προβλήματα, σκάνδαλα ή άλλα στοιχεία στο παρελθόν της επαγγελματικής ή προσωπικής του ζωής που θα μπορούσαν να έχουν πολιτικό κόστος ή να επηρεάσουν την αξιοπιστία του.
Το vetting αποτελεί αναπόσπαστο κομμάτι της πολιτικής διαδικασίας στις σύγχρονες δημοκρατίες. Ειδικά στις Ηνωμένες Πολιτείες, όπου οι κυβερνητικοί αξιωματούχοι υπόκεινται σε αυστηρούς ελέγχους πριν αναλάβουν καθήκοντα, η διαδικασία αυτή έχει παίξει καθοριστικό ρόλο σε πολλές πολιτικές εξελίξεις. Από τις προεδρικές εκλογές μέχρι την υποψηφιότητα για εισαγγελείς, κυβερνήτες, αστυνομικούς διευθυντές ή τους διορισμούς στο Ανώτατο Δικαστήριο, το vetting μπορεί να ανοίξει το δρόμο ή και να καταστρέψει μια πολιτική καριέρα.
Το vetting είναι η διαδικασία εξονυχιστικού ελέγχου του προσωπικούς, ακαδημαϊκού και επαγγελματικού παρελθόντος, των πεπραγμένων και της ηθικής ακεραιότητας ενός υποψήφιου για δημόσιο αξίωμα. Η έρευνα περιλαμβάνει:
- Ποινικό μητρώο και νομικές εμπλοκές
- Έλεγχο σπουδών και ακαδημαϊκών τίτλων
- Οικονομικές ατασθαλίες, πόθεν έσχες και κάθε είδους φορολογικά ζητήματα
- Δημόσιες και ιδιωτικές δηλώσεις
- Πολιτικές θέσεις και παρελθόν
- Συμπεριφορά στο σχολικό, εργασιακό και προσωπικό περιβάλλον
- Σχέσεις με χώρες ή προσωπικότητες του εξωτερικού
Σε χώρες με ισχυρή ανεξάρτητη δικαιοσύνη, οι έλεγχοι μπορεί να αποκαλύψουν σκάνδαλα και να οδηγήσουν σε αποσύρσεις υποψηφιοτήτων.
Στις ΗΠΑ, το vetting είναι ιδιαίτερα αυστηρό, καθώς τα Μέσα Ενημέρωσης, το FBI, η Γερουσία και τα πολιτικά κόμματα εξετάζουν εξονυχιστικά τους υποψήφιους, ειδικά για θέσεις υψηλής ευθύνης.
Η διαδικασία έχει φέρει στο φως πολλές περιπτώσεις πολιτικής διαφθοράς και ηθικών ατασθαλιών. Παρόλα αυτά, συνεχίζει να εγείρει ερωτήματα για το αν τελικά προστατεύει τη δημοκρατία ή λειτουργεί ως μέσο αποκλεισμού πολιτικών αντιπάλων.
Σάρα Πέιλιν: Ένα αποτυχημένο vetting που οδήγησε στην ήττα (2008)
Το 2008, ο Ρεπουμπλικανός υποψήφιος για την προεδρία Τζον ΜακΚέιν επέλεξε ως υποψήφια αντιπρόεδρό του την κυβερνήτη της Αλάσκας, Σάρα Πέιλιν. Όμως, όπως αποδείχθηκε, η αξιολόγησή της ήταν ελλιπής.
Μετά την ανακοίνωση της υποψηφιότητάς της, αποκαλύφθηκαν παραλείψεις στη φορολογική της δήλωση, αμφιλεγόμενες δηλώσεις και ένα σκάνδαλο κατάχρησης εξουσίας. Επιπλέον, έγινε εμφανής η έλλειψη πολιτικής εμπειρίας στις συνεντεύξεις της, κάτι που οδήγησε σε αρνητική δημοσιότητα.
Αυτό το αποτυχημένο vetting θεωρήθηκε ένας από τους βασικούς λόγους της ήττας του ΜακΚέιν στις εκλογές.
Ο διορισμός του Μπρετ Κάβανο στο Ανώτατο Δικαστήριο (2018)
Το vetting παίζει καθοριστικό ρόλο και στους διορισμούς στο Ανώτατο Δικαστήριο των ΗΠΑ. Το 2018, ο δικαστής Μπρετ Κάβανο, υποψήφιος του Ντόναλντ Τραμπ, βρέθηκε στο επίκεντρο σφοδρής πολιτικής αντιπαράθεσης.
Κατά τη διαδικασία επικύρωσης του διορισμού του στη Γερουσία, η καθηγήτρια Κριστίν Μπλάζι Φορντ τον κατηγόρησε για σεξουαλική επίθεση που φέρεται να είχε διαπράξει δεκαετίες νωρίτερα. Παρά τις αντιδράσεις, το FBI πραγματοποίησε περιορισμένης εμβέλειας έρευνα, και τελικά η επιλογή του Κάβανο επικυρώθηκε.
Το περιστατικό ανέδειξε τα όρια του vetting, καθώς οι επικριτές του Τραμπ υποστήριξαν ότι η έρευνα δεν ήταν επαρκής και είχε πολιτικά κίνητρα.
Η απόσυρση της υποψηφιότητας του Τομ Ντάσλε για το Υπουργείο Υγείας (2009)
Το 2009, ο τότε νεοεκλεγείς πρόεδρος Μπαράκ Ομπάμα πρότεινε τον πρώην γερουσιαστή Τομ Ντάσλε για τη θέση του Υπουργού Υγείας. Όμως, κατά τη διαδικασία vetting, αποκαλύφθηκε διότι δεν είχε πληρώσει φόρους ύψους 140.000 δολαρίων για υπηρεσίες οδηγού και αυτοκινήτου που του παρείχε ένας πρώην συνεργάτης.
Παρότι ο Ντάσλε κατέβαλε τα οφειλόμενα ποσά, η υπόθεση προκάλεσε σκάνδαλο και λόγω της αρνητικής δημοσιότητας, ο Ντάσλε απέσυρε την υποψηφιότητά του.

Το Vetting ως Πολιτικό Όπλο
Αν και το vetting έχει ως στόχο τη διαφάνεια και την προστασία των δημοκρατικών θεσμών, συχνά μετατρέπεται σε πολιτικό όπλο. Οι αντίπαλοι χρησιμοποιούν αποκαλύψεις για να υπονομεύσουν υποψηφιότητες. Τα ΜΜΕ και τα Sociall Media εστιάζουν σε σκάνδαλα και αμφιλεγόμενες δηλώσεις για να δημιουργήσουν εντυπώσεις ενώ πολλοί υποψήφιοι αξιωματούχοι αποσύρονται όχι επειδή είναι ακατάλληλοι, αλλά επειδή δεν θέλουν να περάσουν από αυτή την εξαντλητική διαδικασία.