Του Μιχάλη Σπουρδαλάκη*
Οι κινητοποιήσεις των τελευταίων βδομάδων, με αφορμή την «τραγωδία των Τεμπών», εντυπωσίασαν αλλά δεν αποτέλεσαν έκπληξη. Και τούτο γιατί τα φαινόμενα κρίσης εκπροσώπησης όχι μόνο δεν απουσίαζαν αλλά συχνά εμφανίζονταν με δραματικό τρόπο ήδη από τα μέσα της πρώτης δεκαετίας του αιώνα μας (κινητοποιήσεις προάσπισης του Άρθρου 16- 2006, η εξέγερση με αφορμή την δολοφονία του Γρηγορόπουλου- 2008, και οι βίαιες κινητοποιήσεις στην Κερατέα- 2011, οι μαζικές κινητοποιήσεις κατά των μνημονίων που ακολούθησαν), οδήγησαν στoν «εκλογικό σεισμό» του 2012, που άλλαξε τον κομματικό χάρτη της χώρας και δημιούργησε αναμονές για μια δημοκρατικότερη και κοινωνιοκεντρικότερη σχέση πολιτικής εξουσίας – πολιτών. Η εν πολλοίς διάψευση αυτής της προσδοκίας, η απογοήτευση, η αποστράτευση και η αποχή ρεκόρ στις εκλογικές διαδικασίες έδειχναν το βάθεμα των χρόνιων χαρακτηριστικών της κρίσης. Μιας κρίσης που η ακρίβεια, ο πόλεμος, η απορρύθμιση της περιβαλλοντικής ισορροπίας, η δραματική αύξηση των ανισοτήτων και η παράλληλη έκπτωση όλων των διαστάσεων του κράτους δικαίου μετέτρεψαν σε «πολυκρίση».
Κατά συνέπεια το δράμα των Τεμπών ουσιαστικά ήταν η αφορμή. Δημιούργησε την απαραίτητη συναισθηματική συνθήκη ώστε να αποκαλυφθεί με εμφατικό τρόπο το απόλυτο αδιέξοδο της πολιτικής, κοινωνικής και θεσμικής διευθέτησης της 3ης Ελληνικής Δημοκρατίας. Αδιέξοδο που αντικειμενικά σηματοδοτεί σημαντική καμπή του πολιτικοθεσμικού πλαισίου του κοινωνικού μας σχηματισμού και ταυτόχρονα συγκροτεί την ημερήσια διάταξη των σεναρίων της όποιας προοπτικής.
Με άλλα λόγια, η πρωτόγνωρη μαζικότητα των κινητοποιήσεων, η γεωγραφική τους διασπορά, που πέρασε τα σύνορα, ήταν φυσικά χωρίς αμφιβολία και το αποτέλεσμα της συναισθηματικής και ηθικής αντίδρασης στη τραγωδία των Τεμπών και την αντιδημοκρατική και προσβλητική κυβερνητική διαχείρισή της. Υπ’ αυτή την έννοια οι πρωτόγνωρες κινητοποιήσεις όχι μόνο δεν μπορεί να θεωρηθούν συγκυριακά πυροτεχνήματα αλλά και θα πρέπει με σοβαρότητα να αντιμετωπιστούν ως σαφείς και καθολικές αντιδράσεις των συσσωρευμένων πολιτικών, κοινωνικών και θεσμικών προβλημάτων της κρίσης εκπροσώπησης. Μιας κρίσης που έχει μετατραπεί σε κρίση νομιμοποίησης του συνόλου των θεσμών και η οποία απειλεί την δημοκρατία ακόμη και στην πλέον περιορισμένη, διαδικαστική της μορφή. Χωρίς να σημαίνει ότι η διεθνής κατάσταση των πολεμικών συρράξεων και γεωπολιτικών ανακατατάξεων στην «γειτονιά» μας και η αλλαγή στην διοίκηση των ΗΠΑ σε συνδυασμό με τον ανοικτά πλέον φιλοπόλεμο προσανατολισμό της ΕΕ και τέλος οι κυβερνητικές αστοχίες δεν συνέβαλαν στην ένταση των κινητοποιήσεων.
Ωστόσο, πρέπει να υπογραμμίσω ότι το σημαντικότερο χαρακτηριστικό των κινητοποιήσεων είναι το γεγονός ότι μέσα από τον τρόπο και την τεχνολογία της οργάνωσής τους, το περιεχόμενο των αιτημάτων τους παράκαμψε τις συνήθεις θεσμικές αναφορές και πρακτικές (κόμματα, συνδικάτα, κά) και δημιούργησε ουσιαστικά νέες συνθήκες για ριζικές αλλαγές. Αλλαγές που δεν θα περιορίζονται στην αντιμετώπιση της φθοράς των δεδομένων θεσμικών πρακτικών αλλά τουλάχιστον θα ψηλαφούν τρόπους διεξόδου στο πλαίσιο μιας αλλαγής πολιτικοκοινωνικού υποδείγματος. Η χωρίς προηγούμενο συμμετοχή στις κινητοποιήσεις δείχνει ότι ο κοινωνικός, λαϊκός παράγοντας ουσιαστικά εδραιώνεται ως ο κύριος αντιπολιτευτικός παράγοντας. Είναι προφανές ότι τελικά η δυναμική του λαϊκού παράγοντα, πέρα από συγκυριακές αφορμές, προέρχεται και από την καθημερινή επιβεβαίωση ότι είχαν «εκτροχιαστεί» όλες σχεδόν όλες οι διαστάσεις του δημοκρατικού, του πλουραλιστικού και του κοινωνικού κεκτημένου της Μεταπολίτευσης.
Το αίτημα για «δικαιοσύνη» και η κραυγή για «οξυγόνο» ουσιαστικά αποτελούν τον τίτλο της μεγάλης λίστας των απωλειών και των επιδιώξεων της κοινωνικής πλειοψηφίας, που έχει αναλάβει πλέον την ουσιαστική την αντιπολίτευση. Ο συνδυασμός των δύο αυτών βασικών συνθημάτων αποκαλύπτει ότι το εύρος και το περιεχόμενο αυτών των αιτημάτων δεν περιορίζεται στην επιφανειακή και πρόχειρη αντιμετώπισή τους. Οι θεσμοί που προφανώς θα μπορούσαν να ανταποκριθούν σε αυτά είτε έχουν απωλέσει την απαραίτητη νομιμοποίησή τους (δικαστικό σύστημα) είτε αδυνατούν να ακούσουν και να ανταποκριθούν στις προφανείς λαϊκές προσδοκίες για καταστατικά εναλλακτικές πολιτικές. Το δικαστικό σύστημα απέναντι στο αίτημα για «δικαιοσύνη» στην καλύτερη περίπτωση, και κάτω από την λαϊκή πίεση, μπορεί να υποσχεθεί την τυπική εφαρμογή του νόμου αλλά απέχει πολύ από το να δώσει απάντηση στα σοβαρά κενά «δικαιοσύνης», που κατά γενική ομολογία σημειώνονται στο πεδίο της κοινωνικής αναπαραγωγής (υγεία, παιδεία, στέγαση, αξιοπρεπή διαβίωση κλπ). Η «Δικαιοσύνη» και οι κοινωνικές κρατικές πολιτικές που οργανώνονται με δημοκρατικό, συμμετοχικό και διαφανή τρόπο δεν μπορεί να θεωρούνται δύο παράλληλα σύμπαντα.
Κατά συνέπεια δεν θα ήταν υπερβολικό αν ισχυριζόμαστε ότι οι πρωτοβουλίες που πάρθηκαν εντός του Κοινοβουλίου την επαύριον των κινητοποιήσεων εκατομμυρίων πολιτών, σε κάθε γωνία της χώρας, ήταν μάλλον άστοχη. Ακόμα πιο άστοχη ήταν η πρόταση των τεσσάρων καθηγητών για ίδρυση «Ανεξάρτητη Επιτροπή Αλήθειας» από διεθνείς προσωπικότητες μεγάλου κύρους, που μας θύμισε και τις παθογένειες του ελληνικού ποδοσφαίρου. Την ίδια στιγμή δυστυχώς μεγάλη μερίδα των μέσων ενημέρωσης περιορίζει το λαϊκό αυτό κίνημα στην αφορμή του, τα Τέμπη, και είτε θεωρεί ότι το ζήτημα βαίνει προς επίλυση μέσω των δικαστηρίων είτε ότι σιγά – σιγά θα ξεχαστεί. Η εντός του κοινοβουλίου αντιπολίτευση, και με μικρή υπερβολή κι εκείνη εκτός αυτού, αναλώνονται στο να κάνουν γενικόλογες εκκλήσεις για ενότητα με αιχμή τον Πρωθυπουργό και με πυξίδα την αναφορά στην παραλυτική ασάφεια στο «δημοκρατικό τόξο» και τις «προοδευτικές δυνάμεις». Όσο για την κυβέρνηση που «πήρε το μήνυμα» χωρίς προσχήματα διατηρεί ή και αναβαθμίζει όσους, με ζηλευτό στυλ, ακόμη και στους φανατικούς οπαδούς του Τραμπισμού, λοιδορήσαν τις λαϊκές κινητοποιήσεις και αιτήματα.
Συμπερασματικά, οι κινητοποιήσεις με αφορμή τα Τέμπη φαίνεται ότι έχουν συμβάλει στη συγκρότηση μιας κοινωνικής λαϊκής αντιπολίτευσης, η οποία έχει ξεπεράσει εκείνη που φαίνεται να κατέχει τους τυπικούς θεσμικούς ρόλους. Και τούτο γιατί η τελευταία είτε έχει στριμωχτεί στους διαδικαστικούς περιορισμούς του κοινοβουλίου είτε στις ξεπερασμένες οργανωτικές πρακτικές που χαρακτήρισαν την κρίση εκπροσώπησης. Την ίδια στιγμή το Κίνημα αυτό όρισε με συμβολικούς, πρακτικούς, οργανωτικούς, άμεσους και έμμεσους τρόπους την εναλλακτική κατεύθυνση της κοινωνίας μακριά από τη φθορά και την κρίση του σήμερα. Η οργανωτική του πρακτική, το αίτημα για «Δικαιοσύνη» και η κραυγή για περισσότερο «οξυγόνο» συγκροτούν την ημερήσια διάταξη στων διαδικασιών για ένα μετασχηματισμό της σημερινής κατάστασης. Διαδικασίες δύσκολες καθώς θα τεθούν αντιμέτωπες με σοβαρές αντιστάσεις και αδράνειες, που ωστόσο η δημιουργική, τεκμηριωμένη, και με σεβασμό στην εντυπωσιακή ενέργεια και συμμετοχή του λαϊκού παράγοντα μπορεί να βάλει φρένο στην φθορά και ακύρωση των κεκτημένων της Μεταπολίτευσης. Με αυτό τον τρόπο δεν θα επανακαθοριστεί μόνο ο ηθικός προσανατολισμός της κοινωνίας αλλά και θα αποτραπεί η επικράτηση αντιδημοκρατικών, αυταρχικών λύσεων της πολύμορφης νέας ακροδεξιάς που καραδοκεί να προσφέρει απλουστευτικές λύσεις σε σύνθετα προβλήματα. Υπό αυτές τις προϋποθέσεις η κοινωνική αυτή αντιπολίτευση θα εγκαινιάσει μια ελπιδοφόρα προοπτική με «δικαιοσύνη» σε κάθε πτυχή της κοινωνίας και με φρέσκο αέρα και «οξυγόνο» μετατροπής της αδιέξοδης διαδικαστικής σε δύναμη ουσιαστικής και κοινωνικά γειωμένης δημοκρατίας.
*Ομ. Καθηγητής Πολιτικής Κοινωνιολογίας, ΕΚΠΑΟμ. Καθηγητή Πολιτικής Κοινωνιολογίας, ΕΚΠΑ