Η ομιλία του πρώην υπουργού Γιάννη Δραγασάκη κατά την παρουσίαση του βιβλίου του Γιάννη Μπαλάφα, «Η άνοδος, η πτώση, το αύριο… ΣΥΡΙΖΑ – ΠΣ, το χρονικό 2021 – 2024» (Eκδόσεις Θεμέλιο, 2025).
Το βιβλίο του Γιάννη Μπαλάφα αποτελεί ένα χρονικό για τη δράση του ΣΥΡΙΖΑ που καλύπτει την περίοδο 2012-2024. Πρόκειται για τη μόνη συστηματική καταγραφή, γεγονός που καθιστά το βιβλίο πολύτιμη πηγή γνώσης. Με επίκεντρο τις αποφάσεις των κομματικών οργάνων επεκτείνεται σε ένα ευρύ φάσμα πολιτικών και κοινωνικών γεγονότων που σηματοδοτούν τις εξελίξεις. Με τον τρόπο αυτό δίνει στο αναγνώστη μια πανοραμική εικόνα, όχι μόνο της κυβερνητικής περιόδου, αλλά και του ευρύτερου ιστορικού κύκλου που σφραγίστηκε από την πρωταγωνιστική παρουσία του ΣΥΡΙΖΑ. Ταυτόχρονα, το βιβλίο αποτελεί και έναν χρηστικό οδηγό για περαιτέρω έρευνα. Ο Γιάννης Μπαλάφας χαρακτηρίζει το βιβλίο του ως ένα «οδοιπορικό μνήμης». Πράγματι, είναι ένα βιβλίο που μας καλεί να σκεφτούμε και να αναστοχαστούμε τους μεγάλους σταθμούς του εγχειρήματος του ΣΥΡΙΖΑ, αλλά και τη σχέση του ΣΥΡΙΖΑ με την ιστορία του.
Η στάση του ΣΥΡΙΖΑ σε σχέση με την ιστορία του
Η στάση του ΣΥΡΙΖΑ απέναντι στην ιστορία του χαρακτηρίζεται από μια κραυγαλέα αντίφαση. Από τη μια πλευρά, είναι το μόνο πολιτικό κόμμα που αμέσως μετά τέλος της κυβέρνησης του, έκανε ένα αναλυτικό δημόσιο απολογισμό της δράσης του, από το 2012 ως το 2019. Από την άλλη, όμως, όχι μόνο δεν αξιοποίησε τον εν λόγω απολογισμό ως ένα πλαίσιο συζήτησης, αλλά έδωσε την εντύπωση ενός κόμματος που προτιμά τη λήθη αντί της μνήμης. Όχι μόνο δεν συζήτησε συγκεκριμένα για αδυναμίες και λάθη του, αλλά δεν υπερασπίστηκε καν συλλογικά τις επιλογές του, ούτε πρόβαλε οργανωμένα το θετικό έργο του.
Όμως η απουσία μνήμης καθιστά την Αριστερά ευάλωτη. Πρώτον, διότι δεν αξιοποιεί την πείρα που η ίδια με τη δράση της δημιουργεί και δεύτερον, δεν θωρακίζεται απέναντι στο κίνδυνο να επαναλάβει τα ίδια λάθη. Το γεγονός ότι ο ΣΥΡΙΖΑ αγνόησε αυτό το μάθημα της ιστορίας είχε βαριές συνέπειες στην εξέλιξή του μετά το 2019. Και αν συνεχίζει να το αγνοεί οι συνέπειες θα είναι ακόμη βαρύτερες, διότι δεν υπάρχει μέλλον χωρίς παρελθόν, χωρίς επεξεργασία και αξιοποίησή του. Και επεξεργασία του παρελθόντος σημαίνει καταγραφή και κριτική αξιολόγηση του έργου που έχει συντελεστεί, αποκατάσταση των πραγματικών γεγονότων από τον «βιασμό» που έχουν υποστεί από φίλους και αντιπάλους, τεκμηριωμένη απάντηση σε μύθους και ανταγωνιστικές αφηγήσεις, εξαγωγή μαθημάτων για το μέλλον.
Στον ΣΥΡΙΖΑ επικράτησε σιωπηλά η λογική ότι οι συζητήσεις για το παρελθόν διχάζουν και γι’ αυτό «ας αφήσουμε το παρελθόν και ας στραφούμε στο μέλλον». Ασφαλώς η Αριστερά κρίνεται ανάλογα με το πώς θα ανταποκριθεί στις ανάγκες και τα επίδικα του σήμερα, όμως τα ερωτήματα και οι διαμάχες για το παρελθόν είναι καθοριστικές για τη διαμόρφωση του μέλλοντος. Όταν οι πολίτες, οι ψηφοφόροι, τα κομματικά μέλη, έχουν απορίες και ερωτήματα αυτά πρέπει να συζητηθούν και να απαντηθούν, διαφορετικά αν τους αγνοήσεις, θα σε αγνοήσουν. Βάζοντας ο ΣΥΡΙΖΑ στο συρτάρι τον απολογισμό που σχεδόν ομόφωνα τα συλλογικά του όργανα είχαν ψηφίσει, δεν απέφυγε τις διαμάχες, αντίθετα έδωσε χώρο σε υποκειμενικές ερμηνείες και προσωπικές εκδοχές του απολογισμού του κυβερνητικού έργου που συχνά υπηρετούν εσωκομματικούς ανταγωνισμούς χωρίς αρχές.
Ή ιστορία της Αριστεράς δείχνει ότι η αυτοκριτική και ο αναστοχασμός του παρελθόντος, η άντληση κοινά αποδεκτών μαθημάτων, αποτελούν θεμελιώδη στοιχεία για την εξέλιξη και την επιβίωση μιας αριστερής πολιτικής δύναμης. Η ικανότητα να αναγνωρίζει κανείς τα λάθη του και να μαθαίνει από αυτά είναι καθοριστική για την προσαρμογή σε νέες συνθήκες.
Η άνοδος
Ο ΣΥΡΙΖΑ σε μια εξαιρετικά δύσκολη για τη χώρα και τον λαό συγκυρία, κλήθηκε και ανέλαβε την ευθύνη να βγάλει την κοινωνία από τα μνημόνια και τη χρεοκοπία. Η επιτυχία του ΣΥΡΙΖΑ ήταν ότι ενέπνευσε την ελπίδα και συνέβαλε να μετασχηματιστεί η κοινωνική οργή σε πολιτικό σχέδιο, χάρη στους πολύχρονους αγώνες, την προγραμματική του προετοιμασία, και βεβαίως, χάρη στην κυβερνητική πρόταση την οποία διατύπωσαν ο Αλέξης Τσίπρας και ο ΣΥΡΙΖΑ την κατάλληλη στιγμή. Με τον τρόπο αυτό αποτέλεσε τη δημοκρατική επιλογή του λαού σε μια εποχή που η Άκρα Δεξιά, με το πιο απεχθές της πρόσωπο, καραδοκούσε. Επιτυχία του ΣΥΡΙΖΑ ήταν ότι από ένα μικρό κόμμα κοινωνικής διαμαρτυρίας έγινε πρωταγωνιστική δύναμη στην κοινωνία. Γι’ αυτό έγινε και κυβέρνηση. Και ως κυβέρνηση άφησε θετικό αποτύπωμα. Η αποτυχία του ΣΥΡΙΖΑ είναι ακριβώς ότι δεν μπόρεσε να κάνει διατηρήσιμο αυτόν τον πρωταγωνιστικό του ρόλο μετά την απώλεια της κυβερνητικής εξουσίας.
Η Ακροδεξιά και η Δεξιά έχουν κάθε λόγο να καλλιεργούν την άποψη ότι ο ΣΥΡΙΖΑ, ως κυβερνώσα Αριστερά, απέτυχε. Παραδόξως και δυνάμεις της Αριστεράς καλλιεργούν μια μηδενιστική άποψη, υποστηρίζοντας ότι το πολιτικό σχέδιο του ΣΥΡΙΖΑ απέτυχε επειδή, κατά την άποψη τους, ήταν «κυβερνητικοκεντρικό».
Όμως ο ΣΥΡΙΖΑ ενέπνευσε την ελπίδα και έκανε το εκλογικό άλμα, εκτός των άλλων, και χάρη στην κυβερνητική του πρόταση. Ο ΣΥΡΙΖΑ, από το 4,6% του εκλογικού σώματος που εκπροσωπούσε το 2009, έφτασε να εκπροσωπεί το 36% το 2015. Θα συνέβαινε αυτό το άλμα αν ο ΣΥΡΙΖΑ δεν συνδύαζε τη δύναμη των κινημάτων με τη δύναμη της κυβερνητικής πρότασης; Ο ΣΥΡΙΖΑ δεν έγινε κυβέρνηση επειδή αγνόησε τα κινήματα, αλλά διότι τα ίδια τα κοινωνικά κινήματα είχαν συνειδητοποιήσει τα όρια της δράσης τους και την ανάγκη εκπροσώπησής τους στα κέντρα λήψης των αποφάσεων. Ο ΣΥΡΙΖΑ ήταν το παράδειγμα μιας Αριστεράς που θέλει να δρα ταυτόχρονα και στους θεσμούς και στην κοινωνία. Από την άλλη πλευρά, όπως αποδείχτηκε, η πρόσβαση στους κρατικούς θεσμούς δεν ακυρώνει την ανάγκη των άλλων μοχλών, όπως είναι η δράση στη κοινωνία, η πάλη των ιδεών, η διαρκής προγραμματική εμβάθυνση, η αλλαγή νοοτροπιών, ο αγώνας για την ευρύτερη ηγεμονία.
Το εγχείρημα του ΣΥΡΙΖΑ αποτελεί μια μοναδική παρακαταθήκη κοινωνικών αγώνων και κυβερνητικών εμπειριών, ένα εγχείρημα διεθνώς σημαντικό, τομή στην πολιτική ιστορία της χώρας μας, καθώς έσπασε ταμπού και προκαταλήψεις που ήθελαν την Αριστερά μακριά από την άσκηση κυβερνητικής εξουσίας, και κατέδειξε ότι η Αριστερά μπορεί να είναι ταυτόχρονα δύναμη αγώνων και διακυβέρνησης.
Η πτώση
Αυτό που ηττήθηκε δεν ήταν η τολμηρή επιλογή του ΣΥΡΙΖΑ να αναλάβει την ευθύνη για τη διακυβέρνηση της χώρας σε μια εξαιρετικά δύσκολη συνθήκη. Δεν ηττήθηκε το αριστερό πολιτικό σχέδιο, αλλά έδειξε τα όριά του, αφενός σε σχέση με τις συγκεκριμένες αντικειμενικές συνθήκες και τους διαμορφωμένους συσχετισμούς αφετέρου σε σχέση με τις υποκειμενικές δυνατότητες του συγκεκριμένου πολιτικού φορέα του ΣΥΡΙΖΑ, όπως αυτός είχε προκύψει και συγκροτηθεί.
Το παράδειγμα του ΣΥΡΙΖΑ δείχνει ότι χωρίς ισχυρή πολιτική βούληση, χωρίς τόλμη, δεν μπορείς να πας πουθενά. Δεν μπορείς να ξεκολλήσεις από ένα τέλμα στο οποίο έχεις βρεθεί για διάφορους λόγους. Από την άλλη μεριά όμως, χωρίς ένα συνεκτικό πολιτικό σχέδιο δεν μπορείς να πετύχεις τους στόχους σου. Χωρίς ένα ισχυρό αριστερό κόμμα, δεμένο με την κοινωνία, χωρίς σαφή στρατηγική μακράς διάρκειας, χωρίς θεωρητικό και ιδεολογικό υπόβαθρο, δεν μπορείς να δώσεις προοπτική και να εξασφαλίσεις τη διατηρησιμότητα του πρωταγωνιστικού ρόλου σου. Και αυτό ακριβώς συνέβη στην περίπτωση του ΣΥΡΙΖΑ.
Γράφοντας ο Γιάννης Μπαλάφας για τις αιτίες της «πτώσης» στον επίλογο του βιβλίου του, ανάμεσα σε άλλες αιτίες, επισημαίνει και το γεγονός ότι «ένα τμήμα της ηγεσίας του κόμματος δεν ενστερνίζονταν στην ουσία τους τις κατευθύνσεις για διεύρυνση, άνοιγμα, μετασχηματισμό του κόμματος μπροστά στις μεγάλες αλλαγές που συντελούνται στην κοινωνία». Το θέμα αυτό θέλει συζήτηση διότι έχει πολλές διαστάσεις. Το κύριο πρόβλημα κατά τη γνώμη μου είναι ότι ο αποϊδεολογικοποιημένος τρόπος με τον οποίο κατανοήθηκε και προωθήθηκε στη πράξη η λεγόμενη «διεύρυνση» ήταν αυτός που στην απόληξη του, προετοίμασε τον «κασσελακισμό» και άνοιξε το δρόμο στον Κασσελάκη, στον οποίο μάλιστα ανετέθη ρόλος «εκκαθαριστή» και απο-αριστεροποίησης του ΣΥΡΙΖΑ. Δεν ισχυρίζομαι ότι όσοι στήριξαν αυτήν την επιλογή ή ψήφισαν Κασσελάκη είχαν αυτή την πρόθεση. Όμως εξ αντικειμένου ήταν αυτό που μετέτρεψε τελικά την εκλογική ήττα σε ιδεολογικό και ηθικό-πολιτικό εκφυλισμό, ένα τραύμα που παραμένει ανοιχτό. Ο περί τον Κασσελάκη ηγετικός πυρήνας είναι αυτός που πυροδότησε προσβολές και εντάσεις που πέρα από τη διάσπαση, εξώθησαν χιλιάδες στελέχη και μέλη εκτός του κόμματος. Στην κατηγορία αυτή βρέθηκα και εγώ. Όχι μόνο δεν πήρα ποτέ απάντηση στις ενωτικές προτάσεις που έκανα πριν από τη διάσπαση, αλλά έγινα απρόκλητα από νωρίς στόχος, με το προνόμιο ότι είχα τη συμπαράσταση πολλών βουλευτών και ηγετικών στελεχών που καταδίκασαν τους υβριστές και συκοφάντες μου. Όμως και αυτό το τραύμα παραμένει ανοιχτό και φυσικά δεν αφορά μόνο εμένα.
Ο μετασχηματισμός ήταν και είναι αναγκαίος. Αλλά ο ΣΥΡΙΖΑ δημιουργήθηκε και μεγαλούργησε ως ένα κόμμα πέραν της κομμουνιστικής και σοσιαλδημοκρατικής παράδοσης για έναν σοσιαλισμό του 21ου και όχι του 20ου αιώνα, ως έκφραση όλων των αριστερών δυνάμεων από την αριστερή Σοσιαλδημοκρατία ως την εξωκοινοβουλευτική Αριστερά. Ζητούμενο ήταν η σύγχρονη έκφραση του ΣΥΡΙΖΑ με αυτήν την απεύθυνση και ταυτότητα και όχι η μετάλλαξή του σε ένα ασπόνδυλο ιδεολογικά μόρφωμα.
Το αύριο…
Ακούω συχνά να επαναλαμβάνεται ότι «η ιστορία της Αριστεράς είναι μια ιστορία διασπάσεων». Είναι όμως και μια ιστορία ενωτικών εγχειρημάτων. Προσωπικά έζησα τρία τέτοια ενωτικά εγχειρήματα. Το πρώτο ήταν το 1974 αμέσως μετά την πτώση της χούντας όταν το ΚΚΕ, το ΚΚΕ Εσωτερικού και η ΕΔΑ, υπό τον Ηλία Ηλιού, σχημάτισαν την Ενωμένη Αριστερά που ήταν μια βραχύβια εκλογική συμμαχία. Το δεύτερο ήταν το 1989 με τη δημιουργία του Συνασπισμού της Αριστεράς και της Προόδου, ένα πιο σημαντικό και φιλόδοξο εγχείρημα, και τέλος, το πιο ενδιαφέρον και πρωτότυπο ήταν ο ΣΥΡΙΖΑ ως εκλογική συμμαχία το 2004 και ως ενιαίο κόμμα το 2013.
Θα έλεγε κανείς ότι υπάρχουν περίοδοι στις οποίες για διάφορους λόγους κυριαρχούν φυγόκεντρες τάσεις και κατακερματισμοί και άλλες στις οποίες κυριαρχούν κεντρομόλες και συσπειρωτικές τάσεις. Σήμερα κυριαρχούν ο κατακερματισμός και οι φυγόκεντρες τάσεις, αλλά η κοινωνία νιώθει την ανάγκη για ενότητα με στόχο να φύγει ο Μητσοτάκης, αλλά και να απαντηθεί σε βάθος το αίτημα για δικαιοσύνη σε όλες του τις εκδοχές και περιεχόμενα που, αρχίζοντας από τα Τέμπη, απλώνεται σε όλη την Ελλάδα, σε όλα τα επίπεδα και τις σφαίρες της κοινωνικής οικονομικής και πολιτισμικής ζωής. Προς την ίδια κατεύθυνση ωθούν και οι τεκτονικές αλλαγές που συντελούνται στον κόσμο, οι κίνδυνοι που απειλούν τη δημοκρατία, το κοινωνικό κράτος, μέχρι τους όρους ζωής στον πλανήτη. Οι αριστερές και οι ευρύτερες οικολογικές και προοδευτικές δυνάμεις βρίσκονται απέναντι σε μια ευθύνη που δεν μπορούν να αγνοήσουν χωρίς κόστος για τις ίδιες και για την κοινωνία. Αν δεν ανταποκριθούν, δεν αποκλείεται η κοινωνία και ειδικά τα λαϊκά στρώματα που πιέζονται περισσότερο, να αναζητήσουν διεξόδους σε άλλες κατευθύνσεις και υπάρχουν πολλές χώρες στις οποίες αυτό έχει ήδη συμβεί.
Παρόλο που η φάση των φυγόκεντρων τάσεων και των κατακερματισμών μπορεί να μην έχει ολοκληρωθεί, σημασία έχει να αρχίσουμε να συζητάμε και να εργαζόμαστε για το αναγκαίο νέο ενωτικό εγχείρημα στις ποικίλες διαστάσεις με τις οποίες αυτό τίθεται.
Η κατάσταση του κατακερματισμού που ζούμε είναι αναστρέψιμη. Ή Αριστερά μπορεί να γίνει ξανά πρωταγωνιστική δύναμη αν βρει ενιαία πολιτική έκφραση, εμπνεύσει ελπίδα και εμπιστοσύνη, και προχωρήσει μαζί με τη κοινωνική Αριστερά, τη στηρίξει και στηριχτεί σε αυτήν. Όμως η μετάβαση σε μια κατάσταση που θα δίνουν τον τόνο οι ενωτικές κεντρομόλες τάσεις δεν θα γίνει από μόνη της. Όπως δείχνουν και τα παραδείγματα του παρελθόντος χρειάζεται πολιτική βούληση για να ξεπεραστούν προκαταλήψεις, αλλά και να επιλυθούν υπαρκτά προβλήματα. Ο αγώνας για την ενότητα δεν υπήρξε ποτέ μονόπρακτο έργο ούτε υπήρξε ποτέ εύκολος, καθώς ο δρόμος για τη συνεργασία και την ενότητα περνάει πάντα μέσα από διλήμματα, υπαρκτές αντιθέσεις και δύσκολες επιλογές. Το βέβαιο είναι ότι ο λαός επιβραβεύει αυτούς που προσπαθούν και πρωταγωνιστούν και όχι όσους δίνουν μάχες οπισθοφυλακών.