Αλλαγή ατζέντας και ανάσχεση του αρνητικού κλίματος λόγω Τεμπών και ανασχηματισμού επιχειρεί η κυβέρνηση με τις μεθαυριανές ανακοινώσεις, στο υπουργικό συμβούλιο, για τον κατώτατο μισθό που αφορά άμεσα περισσότερους από 575.000 εργαζόμενους στον ιδιωτικό τομέα, που αντιστοιχεί σε περίπου έναν στους 4 εργαζόμενους.
Η αύξηση των 50 ευρώ που καθορίζει τον νέο κατώτατο μισθό στα 880 ευρώ από την 1η Απριλίου 2025, παρά την αναμενόμενη θετική επίδραση στην καθημερινότητα των εργαζομένων, φαίνεται να είναι μικρή σε σχέση με τις ανάγκες και τις προκλήσεις που αντιμετωπίζει η ελληνική οικονομία.
Οι κοινωνικοί εταίροι είχαν καταθέσει προτάσεις για αυξήσεις μεταξύ 3% και 5%, με κάποιες από τις πιο συντηρητικές προτάσεις να περιορίζονται σε 859 ή 863 ευρώ. Η τελική απόφαση, δηλαδή η αύξηση κατά 50 ευρώ, αποτελεί ένα συμβιβασμό μεταξύ αυτών των προτάσεων και της κυβερνητικής στρατηγικής, δίνοντας μια ελαφριά ώθηση στην αγοραστική δύναμη των εργαζομένων. Ωστόσο, η αύξηση αυτή μοιάζει περιορισμένη αν λάβουμε υπόψη την αύξηση του πληθωρισμού τα τελευταία χρόνια και τις ανάγκες των νοικοκυριών που βιώνουν συνεχείς πιέσεις από το κόστος ζωής.
Στόχος της κυβέρνησης είναι ως το 2027 ο κατώτατος μισθός να διαμορφωθεί στα 950 ευρώ. Αυτό σημαίνει ότι στα έτη 2025, 2026 και 2027 θα πρέπει να δοθούν μεσοσταθμικές αυξήσεις της τάξης των 40 με 50 ευρώ ετησίως, από τα 830 ευρώ που είναι σήμερα.
Αν και η αύξηση του κατώτατου μισθού έχει αναμφισβήτητα θετικές συνέπειες για τους χαμηλόμισθους εργαζομένους, οι κοινωνικοί εταίροι και οι φορείς του οικονομικού χώρου συχνά αναφέρονται στην ανάγκη για συνολική ενίσχυση της αγοράς εργασίας και των μισθών σε όλο το φάσμα της οικονομίας. Ειδικά το γεγονός ότι μόλις το 26% των εργαζομένων καλύπτεται από συλλογικές συμβάσεις, σε σχέση με τον ευρωπαϊκό στόχο του 80%, δείχνει το πόσο καθοριστικό είναι το πλαίσιο των κλαδικών συμβάσεων για την πραγματική αύξηση των μισθών.
Η πρόθεση της κυβέρνησης να προχωρήσει σε περαιτέρω αυξήσεις του κατώτατου μισθού έως το 2027, με στόχο τα 950 ευρώ, και το ενδεχόμενο καθιέρωσης ενιαίου εισαγωγικού και κατώτατου μισθού για όλους τους εργαζόμενους από το 2026, αποτελεί έναν θετικό στόχο, αλλά είναι αμφίβολο αν θα είναι αρκετός για να καλύψει τις πραγματικές ανάγκες των εργαζομένων. Η οικονομία της Ελλάδας είναι σε μετάβαση, με σημαντική ανάγκη για στήριξη των μικρών επιχειρήσεων, οι οποίες διατρέχουν κίνδυνο να μην αντέξουν την πίεση αυτών των αυξήσεων χωρίς επιπλέον ενίσχυση και μέτρα προστασίας.
Αυτό που κρίνεται πιο ουσιαστικό είναι ο τρόπος με τον οποίο η κυβέρνηση προγραμματίζει να προχωρήσει στη συνολική ενίσχυση των αμοιβών και στην ενσωμάτωση της αύξησης του κατώτατου μισθού σε μια πιο ευρύτερη στρατηγική ανάπτυξης του εργατικού δυναμικού. Η κατάθεση των προτάσεων από την Τράπεζα της Ελλάδος για πιο συγκρατημένες αυξήσεις, καθώς και η επιφυλακτικότητα των εργοδοτικών φορέων για τη βιωσιμότητα των μικρών επιχειρήσεων, δείχνουν ότι υπάρχει ακόμη πολλή αβεβαιότητα για την εφαρμογή αυτών των αυξήσεων.
Η προώθηση ενός μαθηματικού τύπου για την αναμόρφωση του κατώτατου μισθού από το 2028, που θα λαμβάνει υπόψη τον πληθωρισμό και την παραγωγικότητα, είναι μια ενδιαφέρουσα προσέγγιση για τον περιορισμό της πολιτικής αβεβαιότητας και τη διαμόρφωση ενός πιο προβλέψιμου συστήματος. Ωστόσο, αυτό θα εξαρτηθεί από την εφαρμογή του, την αποτελεσματικότητα των κοινωνικών εταίρων στη διαχείριση της διαδικασίας και τη συνεχιζόμενη ανάπτυξη της οικονομίας.
Αν και η κυβέρνηση δείχνει να κάνει τα πρώτα βήματα προς την ενίσχυση του εισοδήματος των εργαζομένων, η πραγματική πρόκληση παραμένει η αύξηση της παραγωγικότητας, η ενίσχυση των μισθών σε όλους τους τομείς της οικονομίας και η βιωσιμότητα των μικρών επιχειρήσεων που αποτελούν τη ραχοκοκαλιά της αγοράς εργασίας. Μέχρι το 2027, ο στόχος είναι να φτάσουμε σε έναν μέσο μισθό των 1.500 ευρώ, αλλά αν αυτό θα γίνει πραγματικότητα εξαρτάται από τις πολιτικές που θα ακολουθηθούν για την ενίσχυση των κλαδικών συμβάσεων και την αναμόρφωση του εργασιακού τοπίου.