Το βαρόμετρο για τα ελληνικά ΜΜΕ είναι ο τίτλος ανάλυσης που βασίζεται σε ένα εργαλείο αυτοαξιολόγησης που έχει αναπτύξει το γερμανικό πολιτικό Ίδρυμα Φρίντριχ Έμπερτ. Τα αποτελέσματα δεν είναι καλά. Αλλά γιατί;
Στη σκιά ενός ακόμα συλλαλητηρίου για το σιδηροδρομικό δυστύχημα στα Τέμπη με πάνδημη την απαίτηση για την απόδοση δικαιοσύνης, διοργανώθηκε στην Τεχνόπολη στο Γκάζι στην Αθήνα πριν από μερικές ημέρες εκδήλωση με θέμα την παρουσίαση των αποτελεσμάτων μιας εγχώριας ανάλυσης του τοπίου των ΜΜΕ. Την εκδήλωση διοργάνωσε το γερμανικό Ίδρυμα Friedrich-Ebert, το οποίο ιδρύθηκε το 1925 και πρόσκειται στο Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα. Είναι το παλαιότερο πολιτικό ίδρυμα και πήρε το όνομά του από τον πρώτο Πρόεδρο της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης, Φρίντριχ Έμπερτ.
Γιατί όμως ένα γερμανικό πολιτικό ίδρυμα θέλησε να κάνει μια τέτοια έρευνα στην Ελλάδα ρωτήσαμε την επικεφαλής Ρεγκίνε Σούμπερτ, η οποία ανέλαβε τα νέα καθήκοντά της στην Αθήνα τον Αύγουστο του 2024, και μιλώντας στην Deutsche Welle απάντησε: «Αυτό είναι κάτι που κάνουμε σε πολλές χώρες. Παγκοσμίως. Και έχουμε δει ότι η Ελλάδα συνήθως έχει πολύ χαμηλές επιδόσεις στις συνήθεις έρευνες για την κατάσταση της ελευθερίας του Τύπου. Έχουμε αναπτύξει μια ειδική μεθοδολογία, το βαρόμετρό μας για τα μέσα ενημέρωσης, που μας δίνει τη δυνατότητα να παίρνουμε πιο ακριβείς απαντήσεις. Και αυτό είναι πολύ σημαντικό για εμάς, διότι θέλουμε να βοηθήσουμε στον εντοπισμό των προβλημάτων στον τομέα της ελευθερίας του Τύπου και να αναπτύξουμε μεθόδους ή ευκαιρίες για την αντιμετώπιση αυτών των προβλημάτων στην Ελλάδα μαζί με τους εταίρους μας από τις αντίστοιχες χώρες».
Μια μέθοδος αυτοαξιολόγησης
Στην ουσία πρόκειται για μια μέθοδο αυτοαξιολόγησης, που προκύπτει μέσα από ενδελεχείς συζητήσεις και απαντήσεις σε ένα συγκεκριμένο ερωτηματολόγιο. Οκτώ καταξιωμένοι δημοσιογράφοι και εκπρόσωποι της κοινωνίας των πολιτών, που εκπροσωπούν ένα ευρύ φάσμα απόψεων, προσεκλήθησαν να συμμετάσχουν σε μια ολοήμερη συζήτηση αξιολογώντας ανώνυμα σχετικούς δείκτες για την ελευθερία του Τύπου, τα αποτελέσματα της οποίας δημοσιεύθηκαν τον Μάρτιο.
Αναγνωρίστηκε από τους ειδικούς ότι το νομοθετικό πλαίσιο και το Σύνταγμα στην Ελλάδα εγγυώνται την ελευθερία του Τύπου, ωστόσο χωλαίνει στην καθημερινή πρακτική. Η Φωτεινή Κοκκινάκη, δημοσιογράφος, συντονίστρια και επιμελήτρια της έκθεσης, μιλώντας στην Deutsche Welle επεσήμανε ότι: «Ως εργαζόμενοι στα μέσα ενημέρωσης βλέπουμε ότι είμαστε σε πάρα πολύ προβληματικό σημείο. Υπάρχει ένα ασφυκτικό τοπίο στα μίντια στην Ελλάδα, όμως ταυτόχρονα μένει και η διάσταση ότι έχουμε αρχίσει να αντιλαμβανόμαστε τα προβλήματα και ως εργαζόμενοι, αλλά και η κοινωνία τα αντιλαμβάνεται και ζητά επιτακτικά να αλλάξουμε. Είμαστε στο σημείο καμπής που θέλουμε να αλλάξουμε».
Εκτός από την κυρία Φωτεινή Κοκκινάκη, στο πάνελ της παρουσίασης συμμετείχε η δημοσιογράφος Δανάη Μαραγκουδάκη από το ερευνητικό δίκτυο Solomon και ο Βασίλης Θανόπουλος, αρχισυντάκτης του περιοδικού Antivirus. H κυρία Μαραγκουδάκη επικεντρώθηκε κυρίως στην προβληματική γύρω από το ιδιοκτησιακό καθεστώς των ΜΜΕ. Υπάρχει έντονη σχέση μεταξύ ολιγαρχών, αθλητισμού, ΜΜΕ και άλλων επιχειρηματικών δραστηριοτήτων με συγκεκριμένα οικονομικά συμφέροντα που δυσχεραίνουν την απρόσκοπτη και αντικειμενική πληροφόρηση.
Επισημάνθηκε επίσης από το κοινό -που σε μεγάλο βαθμό ήταν επίσης δημοσιογράφοι- ο σημαντικός ρόλος της αυτολογοκρισίας των δημοσιογράφων. Δηλαδή ο δημοσιογράφος ενός μέσου δεν θα θίξει τα συμφέροντα του εργοδότη του, υπό τον φόβο της απόλυσης. Ακόμα, επισημάνθηκαν αντιδεοντολογικές συνήθεις πρακτικές. Για παράδειγμα, πώς γίνεται ένας δημοσιογράφος να εργάζεται στο γραφείου Τύπου ενός υπουργείου και παράλληλα να γράφει για συναφή θέματα του υπουργείου; Πώς θα ελέγξει την εξουσία; Μάλλον δεν θα την ελέγξει … Ακόμα, οι χαμηλοί μισθοί, η εργασιακή επισφάλεια – πολλοί δημοσιογράφοι πρέπει να κάνουν δυο και τρεις δουλειές για να ζήσουν – συχνά πολύ κακοποιητικά περιβάλλοντα με έλλειψη ανοχής στη διαφορετικότητα είναι επίσης ποιοτικά χαρακτηριστικά που συμβάλλουν στη δημιουργία ενός πολύ προβληματικού εργασιακού πλαισίου.
Τα ΜΜΕ βαρόμετρο Δημοκρατίας
Ο Βασίλης Θανόπουλος, αρχισυντάκτης του περιοδικού Antivirus που ασχολείται με θέματα που απασχολούν την ΛΟΑΤΚΙ κοινότητα, μιλώντας στην Deutsche Welle εξηγεί τι είναι αυτό που θέλει να κρατήσει από τη συγκεκριμένη έρευνα: «Νομίζω ότι το πιο σημαντικό είναι οι προσπάθειες που καταγράφουν τα βιώματα των ανθρώπων που εργάζονται στα μέσα μαζικής ενημέρωσης. Γιατί μόνο έτσι μπορούμε να καταλάβουμε, να έχουμε μια σαφή εικόνα του τι πραγματικά συμβαίνει και ποια είναι τα προβλήματα. Δυστυχώς, αυτά που καταγράφει το βαρόμετρο δεν είναι πάρα πολύ αισιόδοξα. Κι εγώ, ως ένας άνθρωπος που ανήκω στην κοινωνία των πολιτών, θα ήθελα πάρα πολύ να τονίσω το τεράστιο ζήτημα της έλλειψης συμπερίληψης σε αυτό που ονομάζουμε δημοσιογραφία και μέσα μαζικής ενημέρωσης στην Ελλάδα».
Είναι πολλά ακόμα τα θέματα και τα προβλήματα που ταλανίζουν τον χώρο της δημοσιογραφίας, όπως για παράδειγμα η κρατική διαφήμιση, πού και σε ποιους δίνεται. Ωστόσο, μπορούν να γίνουν βήματα ώστε η κατάσταση να βελτιωθεί. Για παράδειγμα, ο ρόλος του Εθνικού Συμβουλίου Ραδιοτηλεόρασης θα πρέπει να γίνει πιο ανεξάρτητος και να μην ορίζεται από την εκάστοτε κυβέρνηση, ώστε να είναι σε θέση να ελέγχει ουσιαστικά τα ΜΜΕ. Οι εμπειρογνώμονες προτείνουν ακόμα τη δυνατότητα μετεκπαιδεύσεων των δημοσιογράφων, την προστασία τους στο εργασιακό περιβάλλον από πολιτικές διακρίσεων και κακοποιητικές συμπεριφορές. Τέλος, καθοριστικό ρόλο παίζει η διαφάνεια στη λειτουργία των ΜΜΕ και το ιδιοκτησιακό καθεστώς τους.
Το βαρόμετρο προσφέρει ένα σημαντικό εργαλείο για τη διαπίστωση των προβλημάτων και των αιτιών που τα προκαλούν. Απομένει τώρα η αντιμετώπισή τους. Η αυτοαξιολόγηση είναι ένα πρώτο ουσιαστικό βήμα, αλλά δεν αρκεί. Η σωστή λειτουργία των ΜΜΕ είναι ένας βασικός δείκτης λειτουργίας της Δημοκρατίας.
Πηγή: DW – Μαρία Ρηγούτσου