Γιάννης Γούναρης*
Τι είναι το ευρωπαϊκό εξοπλιστικό πρόγραμμα ReArm Europe
Η συνεδρίαση του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου στις 20 Μαρτίου 2025 έδωσε το σύνθημα: η Ευρώπη είναι έτοιμη να αποσυνδέσει την άμυνά της από τη -μη εγγυημένη, πλέον- αμερικανική προστατευτική ομπρέλα, για πρώτη φορά από το 1949, έτος ίδρυσης του ΝΑΤΟ. Η Λευκή Βίβλος για την Ευρωπαϊκή Άμυνα, με τον τίτλο ReArm Europe (ή, Readiness 2030, για όσους θεωρούν το πρώτο υπερβολικά πολεμοχαρές), παρουσιάστηκε ως το μεγάλο σχέδιο που θα επαναφέρει την ήπειρο στο προσκήνιο της στρατιωτικής ισχύος.
Και πράγματι, το εύρος και η κλίμακα του προγράμματος δεν πρέπει να υποτιμηθούν, ούτε η θεμελιώδης στροφή που συνιστά για τα μεταπολεμικά ευρωπαϊκά πράγματα. Προβλέπει μια πολύ σημαντική αύξηση των αμυντικών δαπανών που μπορεί να φτάσει έως και 800 δισ. ευρώ την επόμενη δεκαετία, με διακηρυγμένο στόχο, αφενός, την αποτροπή της Ρωσίας, η οποία έχει αναχθεί στην κατεξοχήν «υπαρξιακή απειλή» και, αφετέρου, την ενίσχυση της ευρωπαϊκής βιομηχανίας.
Οι αριθμοί εντυπωσιάζουν: καταρχάς, σε μια απόρριψη των ιερών και των οσίων της δημοσιονομικής λιτότητας, προβλέπεται αύξηση έως και 1,5% επιπλέον του ΑΕΠ κάθε κράτους-μέλους σε αμυντικές δαπάνες, με τη συντονισμένη ενεργοποίηση της Γενικής Ρήτρας Διαφυγής του Συμφώνου Σταθερότητας. Φαίνεται ότι οι απαραβίαστοι κανόνες της δημοσιονομικής πειθαρχίας δεν είναι, τελικά, και τόσο απαραβίαστοι, αρκεί να υπάρχει το κατάλληλο κίνητρο. Το 2021, το κίνητρο αυτό ήταν η απειλή οικονομικής καταστροφής λόγω της πανδημίας Covid-19. Το 2025, έχει πάρει τη μορφή του προέδρου της Ρωσικής Ομοσπονδίας.
Εν τούτοις, η μόνη χειροπιαστή πρόβλεψη της Λευκής Βίβλου είναι η κοινή χρηματοδότηση μέσω του προγράμματος SAFE (Security Action for Europe). Ακολουθώντας το υπόδειγμα του Ταμείου Ανάκαμψης NextGenerationEU, η Επιτροπή θα αντλήσει κεφάλαια από τις διεθνείς χρηματαγορές σε ύψος έως και 150 δισ. ευρώ, τα οποία, στη συνέχεια, θα προσφέρει ως δάνεια με ευνοϊκούς όρους στα κράτη-μέλη για τη χρηματοδότηση κοινών προμηθειών αμυντικού υλικού και εξοπλιστικών προγραμμάτων.
Σε αυτό το σημείο, όμως, αρχίζουν τα ερωτηματικά και οι αστερίσκοι. Η αύξηση των αμυντικών δαπανών, που παρουσιάζεται ως κίνηση «στρατηγικής αυτονομίας και απεξάρτησης», στην πραγματικότητα ευθυγραμμίζεται πλήρως με το πάγιο αίτημα του Ντόναλντ Τραμπ 2.0 προς τους Ευρωπαίους συμμάχους στο ΝΑΤΟ. Ο Αμερικανός πρόεδρος -εκφράζοντας τον στρατηγικό αναπροσανατολισμό των ΗΠΑ- πιέζει τους Ευρωπαίους να αναλάβουν πολύ μεγαλύτερο μέρος του βάρους χρηματοδότησης και επιχειρησιακής στελέχωσης των μονάδων ταχείας αντίδρασης της Ατλαντικής Συμμαχίας, με αντίστοιχη απαγκίστρωση των ΗΠΑ. Δηλαδή, την ενίσχυση του ευρωπαϊκού πυλώνα, άλλως τη δημιουργία ενός «Ευρω-ΝΑΤΟ» που θα αναλάβει την αποστολή της ανάσχεσης της Ρωσίας, την ίδια ώρα που οι ΗΠΑ θα ολοκληρώνουν το pivot στον Ινδικό και τον Ειρηνικό, απέναντι στην Κίνα. Το ReArm Europe, λοιπόν, δεν είναι παρά η ευρωπαϊκή απάντηση σε αυτήν την αμερικανική πίεση, μια υπακοή ντυμένη με τον μανδύα της «κυριαρχίας».
Προφανώς, η ενίσχυση της ευρωπαϊκής αμυντικής βιομηχανίας (κατά κύριο λόγο της γαλλικής και της γερμανικής) είναι το δεύτερο μεγάλο στοίχημα. Η Λευκή Βίβλος, προβλέπει κοινές προμήθειες με επιδοτήσεις από τον μηχανισμό SAFE. Στόχος είναι η δημιουργία μιας ανταγωνιστικής βάσης που θα μειώσει την εξάρτηση από ξένα συστήματα και θα εξάγει τεχνολογία, αντί να την εισάγει. Τα δάνεια θα είναι διαθέσιμα μόνο στα κράτη-μέλη, αλλά στα κοινά προγράμματα προμηθειών θα μπορούν να συμμετέχουν και τα λεγόμενα «ομονοούντα» κράτη. Δηλαδή, υποψήφιες προς ένταξη χώρες (άρα, και η Τουρκία), καθώς και τρίτα κράτη που έχουν συνάψει συμφωνίες αμυντικής συνεργασίας με την ΕΕ -ένα πιθανό παράθυρο για τη συμμετοχή της Βρετανίας στο μέλλον, καθώς είναι μάλλον απίθανο να αποκλειστεί το Λονδίνο. Τα κονδύλια του SAFE πρέπει να διοχετεύονται κατά προτεραιότητα σε αμυντικό υλικό που παράγεται εντός της ΕΕ (και του ΕΟΧ – Ευρωπαϊκού Οικονομικού Χώρου) σε μείζον ποσοστό (κάτι που, πάντως, ανοίγει ένα δεύτερο παράθυρο στη βρετανική και την τουρκική αμυντική βιομηχανία για συμμετοχή σε μειοψηφικό ποσοστό μέσω συμπαραγωγής). Τονίζεται ότι τέτοιοι περιορισμοί δεν ισχύουν για το κομμάτι του πακέτου που αφορά στις αμυντικές δαπάνες των κρατών-μελών βάσει της Γενικής Ρήτρας Διαφυγής. Εκεί, τα κράτη μπορούν να ξοδέψουν, θεωρητικά τουλάχιστον, όπως και όπου θέλουν -δηλαδή, και σε αμερικανικά όπλα.
Η Γερμανία έσπευσε να περάσει από την Ομοσπονδιακή Βουλή -με λίαν αμφιλεγόμενο συνταγματικά τρόπο, αφού πρόκειται για την προηγούμενη Βουλή και όχι αυτή που προέκυψε από τις πρόσφατες εκλογές- τη συνταγματική αναθεώρηση για την κατάργηση του φρένου χρέους. Το Βερολίνο είναι, ίσως, η μόνη ευρωπαϊκή πρωτεύουσα που διαθέτει άφθονο δημοσιονομικό χώρο για να εφαρμόσει τη Γενική Ρήτρα Διαφυγής και να αναλάβει νέο δημόσιο χρέος. Οι ήδη καταχρεωμένες οικονομίες της Γαλλίας και της Ιταλίας (πόσο μάλλον της Ελλάδας) είναι εξαιρετικά αμφίβολο εάν και σε ποιο βαθμό θα μπορούν να ακολουθήσουν, γεγονός που ήδη δημιουργεί νέες εντάσεις και ρωγμές εντός του ευρωπαϊκού -συμπαγούς, υποτίθεται- στρατοπέδου.
Και τι, οπωσδήποτε, δεν είναι το ReArm Europe
Πρώτον, προφανέστατα δεν είναι Ευρωστρατός. Η ιδέα ενός ενιαίου στρατιωτικού σώματος παραμένει ταμπού. Τα κράτη-μέλη διατηρούν σφιχτά τα ηνία των ενόπλων δυνάμεών τους ως προς τη δομή, τη διοίκηση και την επιχειρησιακή ανάπτυξη και η Λευκή Βίβλος σπεύδει να το ξεκαθαρίσει: η άμυνα παραμένει εθνική αρμοδιότητα και στον σκληρό πυρήνα της κρατικής κυριαρχίας. Ασφαλώς, οι ευρωπαϊκές ηγεσίες είναι χαμηλού επιπέδου, όχι όμως (ακόμα) τόσο, ώστε να αφήσουν την τύχη της άμυνας τους στα χέρια κάποιας φον ντερ Λάιεν και κάποιας Κάλας.
Άλλωστε, αναρωτιέται κανείς εάν η Γαλλία και η Πολωνία, φερ’ ειπείν, θα έβλεπαν θετικά έναν αληθινό επανεξοπλισμό της (εταίρου ή αντιζήλου) Γερμανίας. Ή, εάν οι Βαλτικές και οι Σκανδιναβικές χώρες θα ένιωθαν ιδιαίτερα ασφαλείς υπό τη σκέπη μόνο των Γαλλογερμανών με τους Αμερικανούς απόντες ή ακόμα και δυνητικά ανταγωνιστές. Ή, για πόσο οι Ούγγροι (και δευτερευόντως οι Σλοβάκοι) θα μείνουν ικανοποιημένοι με το άτυπο opt–out στα Ευρωπαϊκά Συμβούλια που μέχρι στιγμής επιτρέπει την συμπόρευση των υπολοίπων χωρίς να υπάρχει, τυπικά, ομοφωνία, ούτε όμως και βέτο. Θα μπορούσαν να συμπεριληφθούν και οι ελληνικές ενστάσεις για την τουρκική άμεση ή έμμεση συμμετοχή, πλην όμως αυτό θα προϋπέθετε την ύπαρξη μιας αυτόνομης ελληνικής διπλωματίας και στρατηγικής, κάτι που δυστυχώς δεν προκύπτει. Με άλλα λόγια: ο ευρωπαϊκός επανεξοπλισμός είναι υπόθεση ενός συνασπισμού των (περισσότερο ή λιγότερο) προθύμων, αποτελούμενου από κράτη εντός και εκτός της ΕΕ, με την Επιτροπή να έχει τον ρόλο του εκτελεστικού γραφείου και το Ευρωκοινοβούλιο παντελώς απόν. Όχι ακριβώς η εικόνα μιας αναδυόμενης Ευρωπαϊκής Υπερδύναμης.
Δεύτερον, δεν είναι, όπως αναφέρθηκε και ανωτέρω, κίνηση αυτονόμησης από το ΝΑΤΟ. Αντιθέτως, τονίζεται με κάθε ευκαιρία ότι η Συμμαχία -και, μαζί με αυτήν, η αμερικανική ηγεμονία, έστω και εξ αποστάσεως- παραμένει «ο ακρογωνιαίος λίθος της ευρωπαϊκής συλλογικής άμυνας». Εάν κάποιοι θεωρούν ότι η Ουάσιγκτον (που δεν είναι, μόνο, το Οβάλ Γραφείο του Τραμπ σε τελική ανάλυση) θα επιτρέψει την ανάδυση μιας αληθινά αυτόνομης Ευρώπης, την οποία θεωρεί πάντα μέρος της Συλλογικής Δύσης, δηλαδή, της αμερικανικής σφαίρας επιρροής, ή ότι οι ίδιοι οι Ευρωπαίοι επιθυμούν όντως την πλήρη απεμπλοκή των Αμερικανών από την ήπειρο, μάλλον δεν διαβάζει σωστά τους οιωνούς. Στο γεωστρατηγικό κομμάτι, πρόκειται απλά για μια ανακατανομή εργασίας μεταξύ των δύο πυλώνων.
Και δεν θα μπορούσε να είναι διαφορετικά. Σύμφωνα με όλα τα μοντέλα, ακόμα και στο (αμφίβολο) σενάριο όπου το σύνολο του πακέτου των 800 δισ. αξιοποιείται ακριβώς όπως προβλέπεται, και πάλι έως το 2030 οι Ευρωπαίοι θα είναι σε θέση να αναπληρώσουν μόνο μέρος του κενού που θα άφηνε πίσω της μια πλήρης αμερικανική απόσυρση -την οποία κανείς δεν επιθυμεί.
Η εξάρτηση από την Ουάσιγκτον παραμένει βαθιά, όχι μόνο σε οπλικά συστήματα, αλλά κυρίως σε τεχνολογία, συλλογή πληροφοριών, δορυφορικά συστήματα, στρατηγικές μεταφορές, επιμελητεία, με άλλα λόγια σε όλα αυτά τα στοιχεία που μετατρέπουν ένα στράτευμα από χάρτινο σε πραγματικά επιχειρησιακό. Θα έλεγε κανείς ότι η μεγάλη αγωνία των Ευρωπαίων δεν είναι ότι «έρχονται οι Ρώσοι» αλλά μην τυχόν όντως «φύγουν οι Αμερικανοί».
Τρίτον, και σε συνέχεια των αμέσως παραπάνω, δεν είναι το πρόπλασμα ενός ευρωπαϊκού εκστρατευτικού σώματος για την Ουκρανία. Τα δύο συνδέονται μεθοδικά σε επικοινωνιακό επίπεδο, για την καλλιέργεια της αίσθησης του «ρωσικού κινδύνου», αλλά στην πραγματικότητα δεν συμπίπτουν ούτε καν χρονολογικά. Ο ορίζοντας του 2030 είναι πολύ μακρινός για την Ουκρανία και, εν τω μεταξύ, οι Ευρωπαίοι απέρριψαν την πρόταση της Κάλας για αποστολή πολεμικού υλικού αξίας 40 δισ. ευρώ, περιορίζοντας το κονδύλιο σε «μόλις» 5 δισ. Η κατάληξη του πολέμου της Ουκρανίας θα κριθεί από δύο παράγοντες: την εξέλιξη στα πεδία των μαχών και τις απευθείας συνομιλίες μεταξύ ΗΠΑ και Ρωσικής Ομοσπονδίας. Όχι από τον ευρωπαϊκό επανεξοπλισμό, εντός ή εκτός εισαγωγικών, πράγμα που από μόνο του αποκαλύπτει πολλά.
Τι μένει; Ένα υβρίδιο στρατιωτικού κεϊνσιανισμού, μια συνέχιση του Ταμείου Ανάκαμψης και της (ατυχούς) Πράσινης Συμφωνίας με άλλα μέσα, παραφράζοντας τον Κλάουζεβιτς, το οποίο, παρεμπιπτόντως, έχει ήδη δημιουργήσει ευμεγέθη χρηματιστηριακή φούσκα των μετοχών των ευρωπαϊκών πολεμικών βιομηχανιών. Δεν είναι η πρώτη φορά στην Ιστορία, άλλωστε, που επιχειρείται η έμμεση επιδότηση ασθμαινουσών οικονομιών με γενναίες ενέσεις πολεμικών δαπανών, εις βάρος, φυσικά, των κοινωνικών δαπανών και των δαπανών συνοχής, των επενδύσεων στις υποδομές και ούτω καθεξής. Το κύριο πρόβλημα, όμως, με τη μετατροπή της ευρωπαϊκής βιομηχανικής βάσης σε πολεμική -εκτός του ότι οι υποτιθέμενοι «εχθροί της Ευρώπης» το έχουν ήδη κάνει και με μεγαλύτερη επιτυχία μάλιστα, είναι ότι ως επένδυση δεν αποφέρει τίποτε μακροπρόθεσμα. Ο μόνος τρόπος να αναπαραγάγει τον εαυτό της είναι η κατανάλωση των παραγόμενου αμυντικού υλικού, ούτως ώστε να απαιτηθεί η αναπλήρωσή του. Και μόνο ένας τρόπος υπάρχει για να γίνει αυτό σε σύντομο χρονικό διάστημα: ο πόλεμος.
[Η ανάλυση περιλαμβάνεται στο 25ο Δελτίο Διεθνών & Ευρωπαϊκών Εξελίξεων του ΕΝΑ]
*Δικηγόρος, LLM London School of Economics, διδάκτωρ Νομικής Πανεπιστημίου Αθηνών