Καθώς ο Ντόναλντ Τραμπ δοκιμάζει τους δημοκρατικούς θεσμούς των ΗΠΑ και αποδυναμώνει τη δέσμευση της Ουάσινγκτον προς τους μακροχρόνιους συμμάχους της, ενθαρρύνει ταυτόχρονα τους αυταρχικούς ηγέτες ανά τον κόσμο.
Είτε πρόκειται για την πιο επιθετική στρατιωτική επιχείρηση του Ισραηλινού πρωθυπουργού Μπενιαμίν Νετανιάχου στη Γάζα, είτε για την προσπάθεια του Τούρκου προέδρου Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν να εξουδετερώσει δικαστικά τον κύριο αντίπαλό του, είτε για την αμφισβητούμενη διάκριση μεταξύ πολιτικής και στρατιωτικής εξουσίας από τον πρόεδρο της Ινδονησίας και απόστρατο στρατηγό Πραμπόβο Σουμπιάντο, οι ισχυροί ηγέτες φαίνεται πως νιώθουν πιο ελεύθεροι να δρουν χωρίς περιορισμούς, σύμφωνα με πολλούς ακαδημαϊκούς και ειδικούς της εξωτερικής πολιτικής, εξηγούν οι Financial Times.
«Η μετατόπιση των ΗΠΑ προς το αυταρχικό στρατόπεδο αποτελεί ένα καταστροφικό πλήγμα για τη διεθνή διακυβέρνηση», δήλωσε ο Νίκολας Μπεκελέν, ανώτερος ερευνητής στο Paul Tsai China Center της Νομικής Σχολής του Πανεπιστημίου Yale, προσθέτοντας ότι ο Τραμπ έχει μια «σαφή προτίμηση» προς τον αυταρχισμό έναντι του δημοκρατικού ελέγχου.
«Οι ηγέτες σκέφτονται: Μάλλον μπορώ να ξεφύγω με όσα δεν θα μπορούσα να κάνω πριν»», σημείωσε ο Μπεκελέν. «Αυτό ενθαρρύνει τις χώρες να προβούν σε περισσότερες ριψοκίνδυνες κινήσεις, είτε μεγάλες είτε μικρές».
Η Αϊσέ Ζαρακόλ, καθηγήτρια διεθνών σχέσεων στο Πανεπιστήμιο του Κέιμπριτζ, δήλωσε ότι η εξασθένιση των «διεθνών αναχωμάτων» απέναντι στις αυταρχικές πρακτικές ήταν ένας από τους παράγοντες που οδήγησαν στη σύλληψη του Εκρέμ Ιμάμογλου, δημάρχου της Κωνσταντινούπολης και σοβαρού αντιπάλου του Ερντογάν στην 20ετή κυριαρχία του στην Τουρκία.
Αυτόν τον μήνα, ο Ιμάμογλου συνελήφθη με κατηγορίες για διαφθορά, τις οποίες ο ίδιος και οι υποστηρικτές του, που βγήκαν στους δρόμους κατά δεκάδες χιλιάδες, χαρακτηρίζουν πολιτικά υποκινούμενες.
«Ο Ερντογάν έχει επιλέξει αυτή την πορεία εδώ και πολύ καιρό», δήλωσε η Ζαρακόλ. «Αλλά με τον Τραμπ στην εξουσία, κατέληξε στο συμπέρασμα ότι δεν χρειάζεται πλέον να προσποιείται», πρόσθεσε. «Δεν αντιγράφει τον Τραμπ. Ήθελε να το κάνει έτσι κι αλλιώς. Απλώς θεώρησε ότι τώρα ήταν η κατάλληλη στιγμή».
Οι προηγούμενες αμερικανικές κυβερνήσεις συχνά καταδίκαζαν πρακτικές κατάχρησης εξουσίας άλλων χωρών, όμως η αντίδραση των ΗΠΑ στη σύλληψη του Εκρέμ Ιμάμογλου υπήρξε υποτονική.
Αρχικά, το Στέιτ Ντιπάρτμεντ χαρακτήρισε το θέμα «εσωτερική υπόθεση» της Τουρκίας, αν και αργότερα ανέφερε ότι ο υπουργός Εξωτερικών, Μάρκο Ρούμπιο, είχε «εκφράσει ανησυχίες σχετικά με τις πρόσφατες συλλήψεις και διαδηλώσεις». Ωστόσο, μετά την καταστολή, ο ειδικός απεσταλμένος των ΗΠΑ στη Μέση Ανατολή, Στιβ Γουίτκοφ, περιέγραψε με θετικά λόγια μια πρόσφατη συνομιλία μεταξύ του Ντόναλντ Τραμπ και του Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν. «Υπάρχουν μόνο θετικά νέα που έρχονται από την Τουρκία αυτή τη στιγμή», δήλωσε.
Τέτοιες δηλώσεις προσφέρουν στήριξη στους αυταρχικούς ηγέτες, σύμφωνα με τον Μαρκ Μάλοχ-Μπράουν, πρώην αναπληρωτή γενικό γραμματέα του ΟΗΕ. «Οι ηγέτες πλέον αισθάνονται ότι δεν χρειάζεται να κοιτούν διαρκώς πίσω τους φοβούμενοι τις ΗΠΑ, ότι έχει υπάρξει μια πλήρης αλλαγή στο ηθικό πλαίσιο», ανέφερε. Πρόσθεσε ότι η καταστολή από τον Μπενιαμίν Νετανιάχου εναντίον ανεξάρτητων θεσμών, συμπεριλαμβανομένης της απόλυσης του επικεφαλής των μυστικών υπηρεσιών που τον ερευνούσε, αντικατοπτρίζει τη ρητορική του Τραμπ περί «μάχης κατά του αριστερού βαθέος κράτους».
Πολλοί στον αναπτυσσόμενο κόσμο κατηγορούν εδώ και καιρό τις ΗΠΑ για υποκρισία, επισημαίνοντας τη διαχρονική στήριξη προς συμμάχους όπως το Ισραήλ και τη Σαουδική Αραβία, ενώ αδιαφορούν στις επικρίσεις για την πρακτική.
Ο Τραμπ, ωστόσο, δεν είχε κρύψει την εκτίμησή του προς αυταρχικούς ηγέτες, καθώς είχε εκφραστεί με θερμά λόγια για τον Ρώσο πρόεδρο Βλαντιμίρ Πούτιν και αστειευόμενος κατά την πρώτη του θητεία είπε για τον Κινέζο πρόεδρο Σι Τζινπίνγκ: «Είναι πλέον πρόεδρος εφ’ όρου ζωής… Νομίζω ότι είναι υπέροχο. Ίσως πρέπει να το δοκιμάσουμε κι εμείς κάποια στιγμή».
Στην Αφρική, όπου οι θεσμικοί περιορισμοί είναι σχεδόν ανύπαρκτοι, πολλοί πολιτικοί έχουν εκφράσει τον θαυμασμό τους για τον τύπο ηγεσίας του Ντόναλντ Τραμπ, καθώς θεωρούν πιο ειλικρινή την ξεκάθαρα συναλλακτική πολιτική του. Ο πρόεδρος της Ρουάντας, Πολ Καγκάμε, που κυριαρχεί στην πολιτική της χώρας εδώ και τρεις δεκαετίες, δήλωσε τον περασμένο μήνα ότι εκτιμά τους «εντελώς αντισυμβατικούς τρόπους» του Τραμπ και ότι συμφωνεί μαζί του «σε πολλά πράγματα».
Ο Καγκάμε εκμεταλλεύτηκε τις ημέρες μετά την ορκωμοσία του Τραμπ τον Ιανουάριο – όταν ο Αμερικανός πρόεδρος καυχιόταν για την πιθανότητα προσάρτησης της Γροιλανδίας και ακόμη και του Καναδά – για να εντείνει τη μυστική εισβολή της Ρουάντας στην ανατολική Λαϊκή Δημοκρατία του Κονγκό. Τον Ιανουάριο και τον Φεβρουάριο, οι αντάρτες του M23, που υποστηρίζονται από τη Ρουάντα, κατέλαβαν την Γκόμα και στη συνέχεια την Μπουκάβου, τις πρωτεύουσες δύο σημαντικών επαρχιών του Κονγκό.
«Ο Καγκάμε ένιωθε ότι ήταν ανεξέλεγκτος και μπορούσε να κάνει ό,τι ήθελε, αν και ανέκαθεν αμφισβητούσε τα δυτικά διπλά μέτρα και σταθμά», δήλωσε ο Μαρκ Μάλοχ-Μπράουν.
Ένα χαρακτηριστικό των συναλλακτικών διεθνών σχέσεων, σύμφωνα με ειδικούς, είναι η απρόβλεπτη φύση τους. Στην περίπτωση της Ρουάντας, η Ουάσινγκτον αντέδρασε, επιβάλλοντας κυρώσεις στον Τζέιμς Καμπαρέμπε, υφυπουργό Περιφερειακής Ολοκλήρωσης, τον οποίο κατηγόρησε ότι ενορχήστρωσε την υποστήριξη της Ρουάντας προς το M23. Την ίδια στιγμή, αξιωματούχοι της κυβέρνησης Τραμπ ξεκίνησαν διερευνητικές συνομιλίες με τη Λαϊκή Δημοκρατία του Κονγκό – τον αντίπαλο της Ρουάντας – για μια συμφωνία για ορυκτά με αντάλλαγμα την ασφάλεια.
Ηγέτες όπως ο Ναρέντρα Μόντι της Ινδίας και ο Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν της Τουρκίας είχαν αναδειχθεί πολύ πριν από τις εξελίξεις στις ΗΠΑ, προσθέτει η Comfort Ero, πρόεδρος και διευθύνουσα σύμβουλος της Crisis Group, μιας μη κερδοσκοπικής οργάνωσης.
«Αυτό που είναι πιο ενδιαφέρον είναι ότι οι ΗΠΑ τα τελευταία 15 χρόνια μοιάζουν όλο και περισσότερο με κάποιες από αυτές τις χώρες και όχι το αντίστροφο.» σημειώνει.
Ο Alastair Fraser, λέκτορας αφρικανικής πολιτικής στο Soas του Λονδίνου, συμφώνησε ότι ο Τραμπ ήταν περισσότερο σύμπτωμα της παγκόσμιας υποχώρησης της Δημοκρατίας παρά η κινητήρια δύναμή της. Στην έκθεσή του για το 2024, το Freedom House – ένας μη κερδοσκοπικός οργανισμός με έδρα την Ουάσινγκτον – διαπίστωσε ότι η δημοκρατία διαβρώνεται εδώ και 18 συνεχόμενα χρόνια, με τα τέσσερα πέμπτα του παγκόσμιου πληθυσμού να ζουν πλέον σε χώρες που χαρακτηρίζονται είτε «μη ελεύθερες» είτε «μερικώς ελεύθερες».
Η δυσαρέσκεια προς την παγκοσμιοποίηση, που βοήθησε στην εκλογή του Τραμπ το 2016, είχε ήδη ριζώσει στην Αφρική πριν από αυτό, εξήγησε ο Fraser. Ηγέτες όπως ο Τζέικομπ Ζούμα της Νότιας Αφρικής εκμεταλλεύτηκαν τη δυσαρέσκεια για την οικονομική περιθωριοποίηση, οικοδομώντας μια πολιτική βασισμένη προς το πρόσωπό του, γεγονός που του επέτρεψε να επιτεθεί σε θεσμούς του κράτους, όπως η εισαγγελία και οι φορολογικές αρχές.
Ο Dele Olojede, ιδρυτής του φεστιβάλ Africa in the World και βραβευμένος με Πούλιτζερ, δήλωσε ότι οι ΗΠΑ εξακολουθούν να δίνουν το παγκόσμιο παράδειγμα. Ακόμη κι αν στο παρελθόν η Ουάσινγκτον δεν ανταποκρινόταν πάντα στα ιδανικά που διακήρυττε, η υπεράσπιση της δημοκρατίας και των ανθρωπίνων δικαιωμάτων από τις ΗΠΑ συνέβαλε στη συγκράτηση αυταρχικών συμπεριφορών και ενθάρρυνε όσους μάχονται για τις ατομικές ελευθερίες, πρόσθεσε.
«Αυτές οι αρχές τώρα καταστρέφονται απερίσκεπτα από ανθρώπους που δεν κατανοούν το μεγαλείο αυτής της πολιτικής – όχι μόνο για την Αμερική, αλλά για όλους τους ανθρώπους», είπε.