Ο Ενβέρ Χότζα υπήρξε μία από τις πλέον αμφιλεγόμενες και σκληρές προσωπικότητες της ευρωπαϊκής ιστορίας του 20ού αιώνα. Για σχεδόν τέσσερις δεκαετίες, από το 1944 έως τον θάνατό του στις 11 Απριλίου του 1985, κυβέρνησε την Αλβανία με σιδερένια πυγμή, επιβάλλοντας ένα σταλινικό, αυταρχικό και πλήρως απομονωμένο καθεστώς.
Η βιογραφία του, όπως παρουσιάζεται στο βιβλίο “Enver Hoxha: The Iron Fist of Albania” του Blendi Fevziu, ρίχνει φως σε μια σκοτεινή εποχή που καθόρισε τη μοίρα του αλβανικού λαού.
Η Άνοδος στην Εξουσία
Γεννημένος το 1908 στην πόλη Γυροκάστρα, ο Χότζα σπούδασε στη Γαλλία και ήρθε σε επαφή με τις κομμουνιστικές ιδέες που θα τον καθόριζαν για το υπόλοιπο της ζωής του. Κατά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, ανέλαβε ηγετικό ρόλο στην κομμουνιστική αντίσταση της Αλβανίας κατά των Ιταλών και Γερμανών κατακτητών. Μετά τον πόλεμο, κατέλαβε την εξουσία και εγκαθίδρυσε ένα μονοκομματικό καθεστώς υπό την κυριαρχία του Κόμματος Εργασίας της Αλβανίας.
Καθεστώς Τρόμου και Καταστολής
Το καθεστώς του Χότζα χαρακτηρίστηκε από ακραία καταπίεση, μαζικές εκτελέσεις πολιτικών αντιπάλων, στρατόπεδα συγκέντρωσης και πλήρη έλεγχο της κοινωνικής και πολιτικής ζωής. Χρησιμοποίησε την προπαγάνδα, τη μυστική αστυνομία (Sigurimi) και τον φόβο ως βασικά εργαλεία διακυβέρνησης. Κάθε μορφή διαφωνίας ή αμφισβήτησης θεωρούνταν εθνικός κίνδυνος και τιμωρούνταν σκληρά.
Απομόνωση από τον Κόσμο
Η ιδεολογική προσήλωση του Χότζα στον “καθαρό” μαρξισμό-λενινισμό τον οδήγησε σε ρήξεις με όλους τους πρώην συμμάχους του: πρώτα με τη Γιουγκοσλαβία του Τίτο, στη συνέχεια με τη Σοβιετική Ένωση του Χρουστσόφ, και τέλος με την Κίνα του Μάο. Η Αλβανία έμεινε έτσι απομονωμένη, πολιτικά, διπλωματικά και οικονομικά. Ο Χότζα έκλεισε τη χώρα στα σύνορά της και εφάρμοσε μία ιδιόμορφη αυτάρκεια, με κατασκευές όπως τα χιλιάδες καταφύγια-μπουνκέρ σε όλη την επικράτεια, ως μέτρο απέναντι σε κάθε πιθανή “ιμπεριαλιστική” απειλή.
Μία από τις πιο χαρακτηριστικές και αποκαλυπτικές φράσεις του Ενβέρ Χότζα, που συνοψίζει τη φιλοσοφία και την ψυχολογία του καθεστώτος του, είναι η εξής:
«Ο εχθρός δεν κοιμάται ποτέ. Ούτε κι εμείς πρέπει να κοιμόμαστε.»
Αυτή η φράση αντικατοπτρίζει τον βαθύ φόβο και την καχυποψία που χαρακτήριζαν τη διακυβέρνησή του. Ο Χότζα έβλεπε παντού προδότες, εχθρούς του σοσιαλισμού και συνωμοσίες, γεγονός που τον οδήγησε σε μια πολιτική διαρκούς επαγρύπνησης και καταστολής.
Άλλο χαρακτηριστικό απόσπασμα που αποτυπώνει την ιδεολογική του εμμονή είναι:
«Προτιμώ να μείνουμε μόνοι μας παρά να προδώσουμε τον μαρξισμό-λενινισμό.»
Αυτή η δήλωση εξηγεί την απόφασή του να απομονώσει την Αλβανία από τους πρώην συμμάχους της — τη Σοβιετική Ένωση και την Κίνα — όταν εκείνοι έκαναν βήματα “αποσταλινοποίησης”, κάτι που για τον Χότζα θεωρήθηκε προδοσία του “καθαρού” κομμουνισμού.
Η Προσωπικότητα του Χότζα
Ο Fevziu, μέσα από αρχεία, ντοκουμέντα και μαρτυρίες, σκιαγραφεί τον Χότζα ως έναν βαθιά καχύποπτο, εσωστρεφή και ιδεολογικά εμμονικό άνθρωπο. Ήταν αμείλικτος απέναντι σε παλιούς συμμάχους, τους οποίους δεν δίσταζε να “εξαφανίσει” αν ένιωθε ότι απειλούσαν την εξουσία του. Παράλληλα, επιθυμούσε να παρουσιάζεται ως διανοούμενος και φιλόσοφος, γράφοντας χιλιάδες σελίδες ιδεολογικών κειμένων και απομνημονευμάτων.
Κληρονομιά και Ιστορική Κρίση
Ο θάνατός του το 1985 σήμανε την αρχή του τέλους για το καθεστώς του. Η πτώση του κομμουνισμού στην Αλβανία στις αρχές της δεκαετίας του ’90 αποκάλυψε το βάθος της καταστολής, της φτώχειας και της απομόνωσης που είχε υποστεί ο αλβανικός λαός. Ωστόσο, η φιγούρα του Χότζα παραμένει ακόμη σημείο αναφοράς σε πολλές πολιτικές και κοινωνικές συζητήσεις στην Αλβανία, είτε ως σύμβολο αντίστασης είτε ως υπενθύμιση ενός σκοτεινού παρελθόντος.