“Σπάω το κεφάλι μου να εντοπίσω πότε, έστω και εν σπέρματι, ξεκίνησε η μούρλα που μας οδήγησε στο γενικό τρακάρισμα. Δεν εννοώ την γενική κατάσταση, που την κληρονομήσαμε από παλαιότερες δεκαετίες”. Κείμενο που δημοσιεύτηκε τον Απρίλιο του 2010 στο μπλογκ, και αναδημοσιεύεται για την 77η επέτειο των γενεθλίων του Πάνου Θεοδωρίδη.
Σπάω το κεφάλι μου να εντοπίσω πότε, έστω και εν σπέρματι, ξεκίνησε η μούρλα που μας οδήγησε στο γενικό τρακάρισμα. Δεν εννοώ την γενική κατάσταση, που την κληρονομήσαμε από παλαιότερες δεκαετίες. Διότι αυτά τα περί μεταπολίτευσης που ήταν σπάταλη και εθιστική στη λαμογιά, να πάτε να τα εξομολογηθείτε στους σκανδαλιάρηδες της “κινίνης” στο μεσοπόλεμο, στους χαμένους του σταφιδικού, στους πρόσφυγες που μερικοί ακόμη περιμένους αποζημιώσεις από το 1922 και άλλες, ευώδεις περιπτώσεις. Δεν κατεβαίνω στον 19ο αιώνα. Η Ελλάδα του 20ου αιώνα ήταν ένα πεδίο διακρίσεων και μονοκαλλιέργειας, παρά την ακατάσχετη ρητορική περί μοναδικού νεοελληνικού ήθους. Μια κοινωνία όπου κυριαρχούσε το μικροκουτσομπολιό, η τερατολογία, οι διακρίσεις, η αναίτια εχθρότητα απέναντι στο “διαφορετικό”, η ενδοοικογενειακή βία, η παιδεραστία, πλήθος καταπιεσμένων ατόμων που τραβούσαν τα πάνδεινα από τον δήθεν άμωμο περίγυρο.
Η αξία των χρημάτων
Έμαθα γι’ αυτά, ως μέσον να αποκτηθεί μια γκαζόζα, καραμέλες, μαστίχες μπαζούκα, αραπάκια και κοκοράκια, καθώς και καραμελωμένα μήλα, σε διάφορες διαδοχές συμβάντων στην δεκαετία του πενήντα, και σίγουρα πριν το 1954.
Το 1954 έζησα την εμφάνιση των νέων κερμάτων, μετά την υποτίμηση. Δεν ήταν ανταλλακτικές αξίες, αλλά τεκμήρια μιας εσωτερικής δόξας. Ήταν εκθέματα προς συλλογή. Όταν παίζαμε, ολόκληρη η γειτονιά, καραγκιόζη, και μαζεύαμε μερικές δραχμές που μας κατέθεταν γονείς φιλικών οικογενειών και παιδιά-θεατές, τρέχαμε στο περίπτερο της χήρας, πίσω και αριστερά λοξά από το αρτοποιείον Η Τρωάς του Αχτσόγλου, της δίναμε όλα τα κέρματα και ζητούσαμε να μας τα μετατρέψει σε πεντάρες, δεκάρες και εικοσάρες. Έτσι, καμιά δεκαριά συντελεστές του καραγκιόζη, είχαμε να μοιραστούμε μια ολόκληρη χούφτα ενηλίκου ατόμου, τίγκα στο κέρμα. Και τα μοιραζόμασταν. Ευτυχείς.
Ωστόσο, σήμερα είναι σαφές ότι αυτή η τεχνητή πλησμονή αξιών έκρυβε μια τάση για εσωτερική επίδειξη. Μπορεί να ακούγαμε απλώς για λίρες και λίρες και λίρες, αλλά αρκούσε πως ήμασταν στον σωστό δρόμο. Δηλαδή είχαμε γεμάτη παλάμη με δεκάρες, έστω. Δεν άκουσα κανένα παιδί, ποτέ και πουθενά, να συζητήσει ότι τα λεφτά δεν είναι για μας, ότι δεν υπήρχε αξία σε αυτά.
Σημειωτέον ότι όταν κάποιος μεγάλος μας έδειξε πώς είναι μια λίρα, η τσακαλοπαρέα απογοητεύτηκε, επειδή είχε δομή και μέγεθος φραγκοδίφραγκου, κάτι ανάμεσα. Η χλομάδα της δεν μας ενδιέφερε. Την περιμέναμε τουλάχιστον μεγάλη, επιβλητική.
Με τις δεκάρες, είχαμε τις εξής καταναλωτικές δυνατότητες:
1. Αγορά μπίλιας, γκάζας δηλαδή. Μισή δραχμή το λεγόμενο γυαλάκι άνκαι τα ωραιότερα ήταν κάτι ψιλά του εικοσάλεπτου. Τα κουρσούμια και να ήθελες, δεν μπορούσες να τα αγοράσεις. Έπρεπε να τα βρείς από παιδιά που είχαν σχέση με συνεργεία. Τους έδινες κάτι άλλο. Σκαλιστά, ή πολλά γυαλάκια, ή ―αν ήταν κουτός― πήλινες γκάζες, που ήταν φτηνές, και λειτουργούσαν ως υποτυπώδες νόμισμα. Αν έπαιζες με τέτοιες μπίλιες, έσπαγαν.
2. Σκαλιστά. Ήταν σπουδαία ανταλλακτική αξία. Κοριτσίστικα, αλλά μαζί με το κουτσό, ήταν επιτρεπτή λειτουργία για τα αγόρια, άγνωστο γιατί. Τα σκαλιστά τα “παίζαμε”. Τα φυλάγαμε και, όταν υπήρχε πρόκληση, τα κοπανούσαμε στον τοίχο, οι αντίπαλοι, την ίδια στιγμή, και τα αφήναμε να πέσουν, αφού επιλέγαμε πώς ήταν “δική μας” είτε η καλή, είτε η ανάποδη του σκαλιστού. Κάτι σαν κορόνα-γράμματα. Αν έπεφταν αμφότερα από την ανάποδη, τα έπαιρνε αυτός που διάλεξε την ανάποδη πλευρά. Ας σημειωθεί πως υπήρχε έτσι και εσωτερική ανακατανομή των σκαλιστών, επειδή αν έπεφταν ένα από την καλή και ένα από την ανάποδη, έπρεπε να πάρεις το πεσμένο στην θέση που προανήγγειλες, άρα ο άλλος μπορούσε να πάρει το δικό σου, φρέσκο αγορασμένο σκαλιστό και εσύ να πάρεις ένα κουρελιασμένο. Γι’ αυτό και “παίζαμε” μόνον τα ξεφτιλισμένα σκαλιστά. Υπήρχαν και άλλοι τρόποι.
Τα σκαλιστά τα αποκτούσαμε, κάναμε συλλογές, αλλά δεν τα παίζαμε, ως παιχνίδια εννοώ, επί τραπέζης. Τα αλλάζαμε με τα κορίτσια που είχαν αδέρφια και έκλεβαν γκάζες, χαρτονάκια ποδοσφαιριστών, μαστίχες μπαζούκα, λεμοντουζού αναβράζοντα και άλλες αξίες που είχαν νόημα όσο και τα τσουτσούνια μας τα οποία υπερηφάνως μεταφέραμε, εκείνα τα χρόνια μη γνωρίζοντας πολλές τους χρήσεις.
Η βόλτα
Τόσο τα σκαλιστά, όσο και οι γκάζες, ήταν μέρος της ζωής και όχι των ανταλλαγμάτων της. Ήταν αδύνατο να αγοράσεις ζωή αν ζούσες στα Γιαννιτσά της δεκαετίας του πενήντα. Υπήρχε μια άσφαλτος, που έκλεινε για τα οχήματα το απόγευμα της Κυριακής, οπότε και γινόταν η βόλτα.
Βόλτα ήταν αυτό που εξηγεί η λέξη. Ένας διαμήκης, σπαστός περίπατος, μήκους μερικών εκατοντάδων μέτρων, από τον Χαζνέ κι έως το φουρνάρικο του Πλατή, προς την νότια έξοδο της πόλης. Πηγαίναμε κι ερχόμασταν, σε πυκνές τάξεις, σε παρέες ή μοναχικά. Συνήθως από ένα έως και πέντε άτομα. Ενίοτε πέφταμε σε γνωστούς, οπότε και έπεφτε συζήτηση. Τα τσιτσιλιαριά αποκαλούσαν την βόλτα και νυφοπάζαρο. Βόλτα, είδα για τελευταία φορά, στην δεκαετία του 70, πριν τους σεισμούς, σε χωριά της μεσόγειας Χαλκιδικής, στην Κυριακάτικη επιστροφή προς την πόλη, από τις παραλίες. Δυσκολευόσουνα να περάσεις από τον κόσμο. Δεν ξέρω αν γίνεται κάπου αλλού.
Στην βόλτα ήσουν παρέα άνκαι κατάμονος. Και δεν υπήρχε περίπτωση να γίνεις δημοφιλής επειδή ήσουν καλοντυμένος ή κακομαθημένος. Ήταν διασκέδαση για όλους. Και για τον Καστούτς που ήταν τρελός αλλά και για τον Ραμαντανίδη που είχε πετρελαιοειδή. Η βόλτα επίσης ψιλοανάγκαζε τον κόσμο να είναι καθαρός. Η πλειοψηφία του κόσμου έκανε μπάνιο σε σκάφη Σάββατο βράδυ. Οικογενειακώς. Αλλά υπήρχαν πολλοί που δεν είχαν τουαλέτα, κι άλλοι τόσοι που δεν είχαν ζεστό νερό, εννοώ γκαζιέρα, και πλένονταν αραιότερα. Ίσαμε μια φορά τον μήνα. Κάτι ταλαίπωροι με λευκά στιβάλια και με μαντίλια στο κεφάλι ήταν Κρητικοί ζωοκλέφτες που τους είχαν επιβάλει εξορία στα μέρη μας, κι αυτοί ζούσαν χωρίς καμία υγιεινή. Μερικές φυλές (έτσι τους λέγαμε τότε τους διαπολιτισμένους) έκαναν μπάνιο τελετουργικώς Πάσχα και Χριστούγεννα. Πλήθος παιδιών στην βόλτα ήταν από χωριά που δεν πήγαιναν με τα πόδια στο σπιτικό τους την Κυριακή (ΚΤΕΛ υπήρχε, αλλά η συγκοινωνία ήταν από μία έως τρεις φορές την εβδομάδα, κυρίως Πέμπτη που είχε παζάρι). Αυτά ζούσαν σε δωμάτια ανά τρία ή τέσσερα, πάλι χωρίς τουαλέτα, παρεκτός και έμεναν σε θείους. Ήταν σύνηθες στις αυλές να υπάρχει μία τουαλέτα έξω, αντί πόρτα μια κουβέρτα, και απαγόρευαν στα παιδιά τους να αφοδεύουν εκεί, οπότε οποιαδήποτε ώρα κάθονταν στις αυλές των σπιτιών τους και μετά χάζευαν την πράσινη μύγα, που γράφει και ο ποιητής.
Η βρωμιά, δημιουργούσε κινήσεις του σώματος. Καθώς δεν υπήρχαν σλιπάκια αλλά βρακοζώνια (το σλιπ Ατθίς εμφανίστηκε κοντά στο 1958, μαζί με το τσιγάρο φίλτρο, το νεσκαφέ και τα απορρυπάντικά Ρεφλέξ και Κλινέξ) οι εφηβικές παρέες περπατώντας, ενοχλούνταν από τον ιδρώτα τους ανάμεσα στα σκέλια και έκαναν μια εντυπωσιακή κίνηση απομάκρυνσης των μηρών μεταξύ τους, απλώνοντας σαν τα χασαπόσκυλα το πόδι ολόκληρο στον αέρα λοξώς, για να ξεκολλήσει το άνω μέρος του μηρού από τα αιδοία. Κι επειδή ήταν πολύς ο κόσμος, και φοβόντουσαν οι πάντες τον ήχο και την κραυγή α, ο κλανιάρης, οι πορδές ξαμολιούνταν στα δύο πέρατα της βόλτας, στο Χαζνέ και στη διασταύρωση προς παλιά αγορά, όπου στην άλλη πλευρά δεν υπήρχε κόσμος, άρα και μάρτυρας. Σε αυτά τα δύο μέρη, μύριζε ο αέρας χαρακτηριστικά.
Είχε λοιπόν ελάχιστη σημασία η κατοχή και η διαχείριση χρημάτων. Τα πολυτελή είδη που μπορεί να μας ενδιέφεραν ήταν ελάχιστα, το εξής ένα: τα κουρδιστά παιχνίδια, ειδικά το αυτοκινητάκι του Τέλη.
Το αυτοκινητάκι
Διαστάσεις: μήκος πέντε ίντσες, πλάτος τρεις, ύψος μιάμιση. Ένα αυτοκίνητο κονβέρτιμπλ κόκκινο, με κρεμ καθίσματα. Βαρύ. Το κλειδί του κουρδίσματος πίσω, στον γκώλο. Είχε τιμόνι που έστριβε, μαζί και οι μπροστινές ρόδες και οι τέσσερις ρόδες είχαν λάστιχα. Που έβγαιναν. Άνοιγαν επίσης και οι πόρτες αλλά και το φορτμπαγκάζ, όπως το λέγαμε. Το είχε χαρίσει στον Τέλη η θεία του από την Αμερική, άνκαι ήταν μάρκας Όστιν, που έμοιαζε με το πραγματικό του γιατρού του Γιάννου, που ήταν και σχολίατρος. Και έμενε στον δρόμο από το φωτογραφείο του Τσαβδάρογλου προς το μέσον της Κηφισιάς, εκεί όπου ο δρόμος χώριζε και κατέβαινε προς τους Καρυώτες. Και ένας άλλος, στην πλατεία Μάγκου, ανεβαίνοντας προς τους Λιάγκραβους, είχε ένα Σκόντα καινούργιο που το ταχύμετρό του έδειχνε 80 ολόκληρα χιλιόμετρα.
Αυτό το αυτοκινητάκι είχε ενσωματωμένη υπεραξία: ήταν αδύνατο να αποκτηθεί. Δεν υπάρχε σε κανένα μαγαζί των Γιαννιτσών, αλλά μήτε και στην “Χιονάτη” ή στην “Προσφυγοπούλα” της Σαλονίκης, στην Ερμού και στα υφασματάδικα στην Αγορά. Δεν υπήρχε. Ήταν πάνω από μοναδικό. Γρήγορα η κυρία Ευλαμπία, η μάνα του Τέλη, του το πήρε από τα χέρια και το έβαλε στον μπουφέ. Εκεί, στον μπουφέ έμπαιναν τα άπαιχτα παιχνίδια. Δηλαδή όλα, μα όλα που άξιζαν κάτι και η γειτονιά μπορούσε να τα ζηλέψει. Κούκλες, τενεκεδένια, επιτραπέζια. Όλοι παίζαμε με κάτι αποδέλοιπα. Αλλά δεν πιστέψαμε ποτέ ότι αν είχαμε χρήματα ή κύρος, θα ελπίζαμε να αποκτήσουμε το αυτοκινητάκι του Τέλη. Ήταν απλώς αδύνατο. Έπρεπε να διαθέτουμε θεία από την Αμερική, με αρκετή ευρύτητα πνεύματος ώστε να μη φέρνει μόνο ρούχα σαν της Ούνρα για τις ανάγκες μας. Πράγμα δύσκολο.
Στροφές στροφάλων ή ταξικά τρόφιμα
Καθώς τα μετρητά ήταν πρόβλημα σε κάθε οικογένεια, σπανίως κατέβαιναν στον κόσμο των παιδιών. Εκεί, η ταξικότητα δεν δούλευε με την πλησμονή, αλλά με την έλλειψη. Υπήρχαν διαβαθμίσεις στην φτώχεια. Αμφιβάλλω αν υπήρχε μια οικογένεια στις χίλιες που πράγματι είχε την δυνατότητα να ταΐζει τα μέλη της με κρέας καθημερινώς. Δεν υπήρχαν χοιροτροφεία, μήτε καν πτηνοτροφεία. Κυκλοφορούσαν σπάνια σφάγια μοσχαριών, πολλά ζυγούρια, αλλά η κοσσάρα, η ώριμης ηλικίας κότα, ήταν πιο ακριβή ανά οκά ακόμη και από το μοσχαράκι. Η κοσσάρα (η κότα στα ποντιακά) ήταν και το κύριο κανίσκι, η μέσης οντότητας δωροδοκία προς επιθεωρητές δημόσιας εκπαίδευσης, στρατιωτικούς γιατρούς και υποψήφια πεθερικά. Λουκάνικα, υπήρχαν μόνον τα καραμανλίδικα. Τα τύπου Φραγκφούρτης ήταν σε κονσέρβες, σπάνια και άνοστα. Η κονσέρβα έπεφτε σύννεφο ― ιδίως κορν μπιφ, άνκαι πολλές οικογένειες έτρωγαν καλιφορνέζικα καλαμαράκια που ήταν πολύ φτηνά. Το κυρίως πιάτο το μεσημέρι, ανέτως μπορεί να ήταν και ένα τοματόρυζο. Κάθε άτομο έτρωγε από τρεις έως και δέκα φέτες ψωμί πάχους 3/4 της ίντσας τουλάχιστον. Ημίλευκο δεν υπήρχε (ήταν μια κατάκτηση της δεκαετίας του 60) ενώ το μαύρο ήταν όντως πιτυρούχο, ήταν αδύνατο να φας πολύ, όσο και να πεινούσες. Σε στούμπωνε, ως κόλλα εσωτερικής χρήσης. Το παιδικό προσφάι είχε βάση μια φέτα ψωμί. Τα παιδιά των ευπόρων έτρωγαν φέτες αλειμμένες με μαργαρίνη και μαρμελάδα, αλλά ακόμη και τότε, η μαρμελάδα ήταν σε δίκιλα κουτιά. Οι πιο στενεμένοι, ψωμί με ζάχαρη και καφέ, ελαφρά βρεμμένο. Μερικοί έβαζαν λάδι ή σπορέλαιο, ενώ άλλοι βούτυρο με ζάχαρη ― σπάνιο. Τα αβγά ήταν ακριβά, κόστιζαν όσο μια τουλούμπα, ενώ το σάμαλι ήταν τρεις φορές φτηνότερο, και το φοινίκι δύο. Ένα φράγκο το αβγό, ήταν η τιμή βάσης. Όλοι ξέραμε να χτυπήσουμε ένα αβγό με το κουτάλι μέσα στη φλυτζάνα, και μερικοί αρέσκονταν ως πρωινό στο έδεσμα “του πουλιού το γάλα”, ένα εμετικό σκεύασμα με βάση το χτυπητό αυγό, άσπρο από το χτύπημα με ζάχαρη και λίγο ζεστό γάλα μέσα. Όποιος έτρωγε αβγκά, ήταν εύπορος. Τα άλλα προϊόντα, κασέρι, σαλάμι, κεφαλοτύρι και κυιμάδες, τα βλέπαμε σε ονομαστικές εορτές, απογευματινές επισκέψεις επισήμων ατόμων, όπως τραπεζικοί, διευθυντές κατασκηνώσεων, διευθυντές σχολείων, κατανεμημένα αστεροειδώς σε μικρές μερίδες σε μικρά πιάτα, ως μεζεκλίκια. Αργότερα ήρθαν οι κονσέρβες με τα ντολαμαδάκια γιαλαντζί και άλλες, προσόμοιες.
Από το 1956 προστέθηκαν στην σύβραση μερικά μοναδικά εικονίδια. Στην Μικρή Λουλού ο Τάμπι και ο Άλβιν και όλοι τους, είχαν ένα τσαντάκι, προφανώς σκληρό, όπου έβαζαν το προσφάι τους με ένα μήλο υποχρεωτικά μέσα. Εμείς δεν είχαμε τσαντάκι, μήτε γυλιό της πλάτης και κρατούσαμε τσάντα από χοιρόδερμα, όπου μέσα μάς έβαζαν μια ή δύο φέτες ψωμί με τυρί συνήθως, τυλιγμένο σε ένα πετσετάκι, αλλά πολύ συχνά το χώναμε γυμνό στην τσάντα, δίπλα στην κασετίνα. Μοσχοβολούσε το πετσί. Συχνά τα πτωχά παιδιά μας έβλεπαν να τρώμε στα διαλείμματα, και ενίοτε μας έλεγαν παρακαλεστά δώσε ρε λίγο, δώσε. Αν έδινες, δεν θεωρούνταν φιλανθρωπία, αλλά ότι δεν πεινούσες πολύ, πράγμα που όλοι το θεωρούσαν ένδειξη οικογενειακού πλούτου. Φυσικά, δεν ήταν ειδυλλιακά εκεί μέσα όλα. Εννοώ στην σχολική αυλή. Κάθε τόσο γινόταν έλεγχος καθαριότητας, για μαύρα νύχια και ασβολωμένα, μυξωμένα πρόσωπα, και οι ένοχοι στέλνονταν στις βρύσες για ξεκάρφωμα. Όποιος έπλενε δόντια, ήταν γυναίκα. Όποιος μύριζε κολώνια, ήταν γυναίκα. Όποιος δεν έκλανε μπροστά στην στενή παρέα του, ήταν φλώρος. Τον λέγαμε και “Σάββα”, που ήταν μίγμα κουταμάρας και φλωριάς, ό,τι χειρότερο.
Πάντως δεν ήταν ασυνήθιστο, κυρίως από κάτι κορίτσια, να ακούσεις με θράσος το αυτοί είναι φτωχοί, δεν τους κάνω παρέα. Οι πλούσιοι, στην περίπτωση, ήταν υπάλληλοι με μισθό μυθώδη για τα δεδομένα της εποχής, δηλαδή τρία χιλιάρικα τον μήνα. Οι περισσότεροι πάλευαν γύρω στο χιλιάρικο, και οι αγρότες συχνά έβλεπαν ένα χιλιάρικο μια φορά τον χρόνο. Όταν το λάδι, η κότα και το αρνάκι είχαν κοντά δεκαπέντε φράγκα η οκά, η εντράδα στο εστιατόριο επτά, ενώ το πιο φτηνό είδος, ολίγος ζωμός κρέατος και δυο φέτες ψωμί συν το κουβέρ, δραχμή μία. Η φασολάδα στα μαγέρικα της Σαλονίκης είχε ένα δίφραγκο. Η εφημερίδα ένα φράγκο, τα τσιγάρα ξεκινούσαν από τρία φράγκα, αλλά είχε και χύμα, στουκάκια. Όποιο παιδί λοιπόν είχε τάλιρο, έμοιαζε να του το είχε δώσει ο Κύριος Σαβαώθ αυτοπροσώπως, πλήρης ο ουρανός και η γη της δόξης του.
Παιδιά εύπορα γνώρισα, εκείνα τα βαθιά χρόνια, έως το 1958, μόνον δύο. Ένας Νερούτσος, γιος αξιωματικού, που έμεινε κοντά μας λίγο και φορούσε σακάκι σουετίνα και του μαυρίσαμε την ζωή, και οι έκγονοι μιας οικογένειας Παλαιολόγου, που το ένα τέκνο της ονομάζονταν Κωνσταντίνος Παλαιολόγος, πράγμα υπερφυσικά τιτανοτεράστιο. Είχαμε κι εμείς επιχώριο βυζαντινάκι, τον μικρούλη της οικογένειας Φωκά (Γιώργος, Γιάννης, Έλσα, Δήμος και ο μικρός), ένα χαριέστατο βρέφος της πολύτεκνης οικογένειας, που το έλεγαν Νικηφόρο Φωκά, ήτοι Φόρη. Και διέθετε ματοτσίνορα μακρύτερα κι από τους φίλου μου του Μπίλη, ασφαλής ένδειξη ανδρώας καλλονής, αποδεκτής από όλους, μη φλωρίστικης. Θυμάμαι την αδελφή του Κωνσταντίνου Δραγάση-Παλαιολόγου, ονόματι Βασιλεία, που ήταν μαζί μας στην Τρίτη Δημοτικού, χρονιά που χάσαμε την συμμαθήτριά μας την Ριμπά. Από ασθένεια. Για την Ουρανίτσα Αμπατζή, κόρη διευθυντή της Αγροτικής, που ήμασταν συμμαθητές στην Πρώτη, έγραψα αλλαχού.
Άρα το βάρος του ονόματος αποτελούσε ισχυρή παιδική άυλη αξία. Το ήξερα, ως δασκαλοπαίδι, επειδή ο πατέρας μου ήταν ήδη στίχος σε μαθητικό εκδρομικό τραγούδι των εκταίων, που άρχιζε, τονισμένο από το “Εις τον αφρόν εις τον αφρόν της θάλασσας”:
Πέρα εκεί πέρα εκεί στα Γιαννιτσά
είναι ένα, είναι εένα σχολείο
και κάπου στη μέση:
Με αρχηγό, με αρχηγό τον Θοδωρή
και το καμάρι του σχολειού μας την Μαρίκα
Θοδωρής ήτον ο πατέρας μου Θεόδωρος, ένδειξη που βοηθά την χρονολόγηση του αδεσπότου άσματος. Θοδωρή τον έλεγε τον παπάκο μου μόνον η γυναίκα του η Λιολιώ, η και μάνα μου. Καθώς γνωρίστηκαν το 1946, και παντρεύτηκαν το 1947, φαντάζομαι ότι τα παιδιά του Τρίτου, άκουσαν σε κάποιο διάλειμμα το έκφρον προσηγορικό “Θοδωρή” κατά την σχολική περίοδο 1947-48, ότε κυκλοφορούσα στην κοιλιά της μάνας μου και θα επιτρέπονταν να αποκαλείται ο κύριος Διευθυντής “Θοδωρής”, λόγω του εγκεκριμένου από την τοπική κοινωνία αμόρε. Αλλά αυτά στο κεφάλαιο περί διδασκάλων, θεότητος και ετέρων άυλων αξιών, χάρη στα οποία, είμαστε σήμερα στους πόδες του ΔΝΤ.
Όπως συχνά συμβαίνει με το ύφος μου τελευταία, ξεκινάω ένα αφήγημα χρησιμοποιώντας αυτό που χαρακτηρίζω γραφή του μαλάκα. Βάζω τον αναγνώστη σε ένα λακριντί παιδικών ή εν γένει σαλιαρέ αναμνήσεων, απόλυτα ελεγμένων βεβαίως στην πίεση, τον δογματισμό και την αφέλεια των καταλήξεων, πράγμα που γίνεται ακόμη πιο πετυχημένο καθώς γράφω κατευθείαν στο πινακίδιο της ανάρτησης και ό,τι γράφεται δεν γίνεται αρχείο, παρά ξαμολιέται ψηφιακώς χωρίς αποδέκτη. Είναι τώρα καιρός να γράψω την ακόλουθη παράγραφο, που συμμαζεύει τα χύμα και βάζει σε κυκλική τάξη περιδίνησης την διάταξη της εσωτερικής αυλής.
Παιδικό ναι, γενικό γιατί;
Στην πληθυσμιακή ομάδα που ανήκα στην δεκαετία του 50, τα χρήματα δεν είχαν μεγάλη αξιακή χρήση. Ήταν αντισυστημικά, στο σύστημα που εξυπηρετούσαμε. Έως δέκα ετών, δεν είχαμε ιδέα αν ήταν σημαντικό να βγάζει κάποιος λεφτά. Ο Σκρουτζ Μακ Ντακ, το πλησιέστερο προς την πραγματικότητα αβατάρ που γνωρίζαμε, ήταν προδήλως τσιγγούνης, αλλά δεδομένης της χαζομάρας του Ντόναλντ, πολύ καλά έκανε. Έζησα και ζήσαμε από το ύψος της ακρίδας που κατοικεί σε μια δασώδη έκταση τεράστια από πανύψηλα δέντρα. Αυτό που ερχόταν από τα επίκαιρα, το άλλο σινεμά, τις ταινίες, τα περιοδικά, ήταν απλώς ενός άλλου κόσμου. Κόσμου Θεών και Ημιθέων.
Ήμουν οργανωμένος εκ γενετής στην ομάδα των παιδιών που βρισκόταν γύρω μου. Αν ζούσα στο Τσαλή, ή στην Σκύδρα, άλλες ομάδες θα υπηρετούσα, το ίδιο αφοσιωμένα. Οι κινήσεις της παρέας και της γειτονιάς είχαν αξιακή βάση που σχετίζονταν με τις δεξιότητες και τις ανημπόριες μας. Άλλος ήταν καλός να κατεβάζει σπουργίτια από τα κλαριά, άλλος να τα ψήνει στις κλιματσίδες, άλλος να κλέβει καπνό από τον παππού του, άλλος να βρίσκει λεπτό χαρτί ή καλαμποκόφυλλο για την τσιγαρλίκα, άλλος να μας πηγαίνει σε χωράφι με ξέφωτο για να ξαπλάρουμε και να φουμάρουμε το απεχθές καπνικόν. Δεν υπηρχε πουθενά ευτυχία, και πουθενά κορίτσια, και πουθενά η παραμικρή εκπαίδευση για οποιοδήποτε μέλλον. Οι φίλοι μου της εποχής ήξεραν και δεν το έκρυβαν ότι όταν μεγαλώναμε δεν υπήρχε περίπτωση να τους καταδεχτώ. Ήμουν σκύμνος της αυριανής εξουσίας, ως δασκαλοπαίδι, ως λευκός, μη γύφτος εννοούσαμε, ως μη ντιγκιντάνγκας και ως τολμηρός σε δυό-τρία πραματάκια που άλλοι δυσκολεύονταν: άκουγα τα παράπονα της τσακαλοπαρέας και έβγαζα δίκαιες δικαστικές αποφάσεις. Είχα καλή γνώση της γεωγραφίας και ήξερα πάντα πού βρισκόμασταν, ακόμη κι αν ήμασταν δυο χιλιόμετρα από την γειτονιά μας. Τέλος, είχα θεωρία δυνατού τύπου, και η συμμετοχή μου σε μια ομάδα καλυτέρευε το συλλογικό της αλμπενί, το παράστημα. Άρα θα γινόμουνα ο μικρός, κανονισμένος θεός της γειτονιάς. Και θα την άφηνα για πάντα, επειδή θα ανέβαινα κοινωνικώς. Θα πήγαινα Γυμνάσιο, ακόμη κι αν ήμουν βλάκας. Θα πήγαινα σε μεγάλη πόλη. Θα, το ένα, θα, το άλλο. Χωρίς καμία σκέψη πώς θα γίνονταν όλα αυτά.
Στη γενιά μου, στατιστικώς, ήμουν ανάμεσα σε μια ηγετική πλειοψηφία ενός υποτακτικού συνόλου. Ανήκα στους πέντε εξέχοντες σε κάθε σχολική τάξη. Από εμάς, οι τρεις από τους εκάστοτε πέντε έφυγαν από τις κωμοπόλεις τους και έγιναν επαίτες της αστικής ζωής της Σαλονίκης. Πολλοί αριστερόχειρες, πλήθος δασκαλοπαίδια, αρκετοί ανάμεσά μας φοβικοί, ευνουχισμένοι απέναντι στις θεές του ανδρογυνικού συστήματος. Το κύριο χαρακτηριστικό μας: κανένα μίσος για κανέναν. Και καμία πίστη προς ο,τιδήποτε. Με την πιο χαμηλή αυτοεκτίμηση στον κόσμο των ζωντανών υπάρξεων, μια γραμμή, ένα κλικ παραπάνω από τους ετοιμοθάνατους και απένταρους καρκινοπαθείς εκείνης της μακρυνής εποχής, τόσο ετοιμοθάνατους, που δεν άντεχαν μήτε ένα χάδι να δώσουν στην οικογένειά τους, που σπάραζε από πόνο.
Άφησα την παιδικότητα, και μαζί με άφησε και εκείνη, και προχώρησα με τις διαθέσιμες ορμόνες μου σε έναν κόσμο που με καλούσαν να υπάρξω και να προσποιηθώ. Στην ουσία, το μόνο που ήθελα ήταν να παραμείνω μέσα στο παραγκάκι του ακάλυπτου πίσω από το σπίτι του Μπίλη και να το κάνω περίπτερο, να πουλάω μπαζούκες σαν τον Τσαμπάζη, ή να βρω μια μελλοντική χήρα, όπως την χήρα την περιπτερού πίσω από του Αχτσόγλου, και να πουλάω καραγκιόζηδες στην πιτσιρικαρία και τσιγάρα από την κούτα στα αλάνια. Κι όταν θα γινόμουνα πολύ μεγάλης ηλικίας, δηλαδή κάπου σαράντα, να αποθάνω. Χωρίς έτερο ίχνος και ερώτηση. Χρόνια αμέτρητα ονειρευόμουνα την απλή κηδεία μου, ελπίζοντας να μη γίνει με το κάρο του Δήμου.
Όλα αυτά έγιναν αιτία κι αφορμή για το μεγάλο τρακάρισμα. Μαζί με εκατό άλλα ζητήματα, που δεν χρειάζεται να ονοματίσω διότι, εκτός των άλλων, είναι και πιο αληθινά ή αληθοφανή.
Νομίζω πως έδειξα, με πλημμελή παραδείγματα και ατεχνές προσωπικό παράδειγμα, ότι όπως ήμουν θεωρητικώς υπεύθυνος για την συμπεριφορά του Τάκη Τσολακίδη, του Γκιργκινέζη, του Θεόφιλου Γυριχίδη, του Βασίλη Μιχαλόπουλου, του Φάνη Σμυρνή, του Πασαντρέα, του Παναγιώτη Ζαγανίδη, του Γιώργου Φωκά, του Τέμπερεκ, του Πουσκουλά, του Ιορδανίδη και των άλλων φίλων της άτυπης συμμορίας μας, όπως κι αυτοί ήταν υπεύθυνοι αλληλοχρέως για την δική μου, με τον ίδιο τρόπο πέρασε στο αίμα μας, ένας τρόπος άσκησης εξουσίας, διοίκησης, διαχείρισης αγαθών, ατυπικής κοινοκτημοσύνης, συστημικού ρατσισμού, επιφανειακής εχθρότητας, μάσκας για τις άλλες μάγκες, όπως τους “μεγάλους”. Επίσης, μίσος για τους γείτονες που ήταν εκτός γειτονιάς, και αμοιβαίας εκτίμησης για συμμάχους από άλλους μαχαλάδες. Ειδική μέριμνα και άσυλο για τους συνομηλίκους που ήμασταν οικογενειακώς γνωστοί. Αν κάποιος αγαπούσε κάποια, απαγορεύονταν ακόμη και να τραβήξουμε μαλακία υπέρ των μπουτιών της, επικαλούμενοι το κορίτσι ως θεά Μύλιττα την ώρα της καύλας. Τα κορίτσια των εχθρών μας, ήταν θεωρητικώς και πανδημικώς, μελλοντικές μας ταχυγκόμενες.
Κι όλα αυτά, πλάστηκαν, διαμορφώθηκαν σε μια γειτονιά που την κατοικούσαν έως πεντακόσιοι άνθρωποι, και σε μια παρέα που αν την έστιβες σε πρέσσα, συνολικά θα σου έβγαζε ίσαμε πέντε ματωμένα κέρματα, ονομαστικής αξίας μιας δραχμής και τριαντεπέντε λεπτών ημερησίως. Ζούσαμε από τα τραπέζια και τα προσφάγια των γονιών μας, μας έπαιρναν ρούχα από μια φορά στα τρία χρόνια έως δυο φορές τον χρόνο, το καλοκαίρι κάναμε οικονομία στα πέδιλα και ήμασταν ξυποληταρία, τον χειμώνα πηγαίναμε στον μπαλωματή για σιδεράκια στις μύτες και στις φτέρνες και ματίσματα στο πλαϊνό του παπουτσιού που τρίβονταν από τις σέντρες. Ωστόσο, οι μισοί φορούσαν λαστιχένιες μπότες τον χειμώνα, με τις ίδιες κάλτσες από γιδόμαλλο, κι ένας φορούσε τις ίδιες μπότες και το καλοκαίρι, όποτε έπρεπε να κυκλοφορεί ποδεμένος. Η εξουσία που διαχειριστήκαμε πλάστηκε ερήμην των ανταλλακτικών αξιών. Ο καταναλωτισμός ερχόταν κυματιστά, υπό την μορφή άφατης και εγκληματικής ζήλειας, όταν υπήρχε κάποιος καλοντυμένος ή όταν μπορούσε να φάει μετά την μπάλα τέσσερις φέτες ψώμακλο με μαρμελάδα και βούτυρο, αλλά δεν θέλαμε να τρώμε το ίδιο ή να φοράμε το ίδιο: Θέλαμε να τον ξεφτιλίσουμε τον μαλάκα, τον πλούσιο, το τσικουλατόπαιδο, τον μπέμπη, το μωρό, τον μυγιάγγιχτο, που δεν έτρωγε σπουργίτια και δεν έχεζε μαζί μας, συντροφικά, ο κουράδας. Κι έτσι τον αποκλείαμε από το μπαμ, τον δέρναμε όχι τελετουργικά, όπως τους φίλους μας, αλλά για να πονέσει, και ενίοτε χασκογελούσαμε επειδή κάποιος του κατέβαζε το βρακί κι αυτός έκλαιγε φεύγοντας υπό την ιαχή φλώρε!
Η παρέα ήταν ο διαμορφωτής μας. Είχε και εσωτερικές φυγές. Ο Θεόφιλος ήταν χοντρός κι εγώ ήμουν τραυλός, οπότε όταν δεν ξέπεφτε στην μάγκα μας κανένας περαστικός αγυιόπαις, τα έβαζαν μαζί μας. Αλλά ποτέ μου δεν πικραινόμουν από την κοροϊδία τους. Καμιά φορά με κοίταζαν απλώς, μετά από κανένα τρεχαλητό, μετά από έναν πόλεμο, και απλώς με χτυπούσαν στον ώμο με την εγκάρδια φωνή α ρε κεκέ! Και γελούσα μαζί τους. Προπονημένος για προϊστάμενος και υφιστάμενος, την ίδια ώρα, με την ίδια τύχη, ενώ κυκλοφορούσαν τα σύννεφα του 1958, σας βεβαιώνω χωρίς μεγάλες διαφορές από τα σημερινά.
* * *
Το Γενικό Τρακάρισμα δημοσιεύτηκε σε πέντε συνέχειες τον Απρίλιο του 2010 στο μπλογκ του Πάνου Θεοδωρίδη, και αναδημοσιεύεται ενοποιημένο για την 77η επέτειο των γενεθλίων του.