Δέκα χρόνια συμπληρώνονται φέτος από τον θάνατο του Γκύντερ Γκρας, ενός από τους πιο πολυσυζητημένους και επιδραστικούς συγγραφείς του μεταπολεμικού 20ού αιώνα. Ο νομπελίστας Γερμανός συγγραφέας, ποιητής, γλύπτης και πολιτικός ακτιβιστής, άφησε την τελευταία του πνοή στις 13 Απριλίου 2015 στο Λύμπεκ, αφήνοντας πίσω του ένα έργο βαθιά πολιτικό, έντονα συμβολικό και συχνά αντιφατικό — όπως και η ίδια η χώρα του.
Ο Γκρας υπήρξε το «ηθικό βαρόμετρο» της μεταπολεμικής Γερμανίας, αν και συχνά υπέβαλε τη δική του ηθική πυξίδα σε αυστηρή δοκιμασία. Το 1959 με τον «Τενεκεδένιο Ταμπούρλο» (Die Blechtrommel) έδωσε φωνή στη χαμένη γενιά της σιωπής και της ενοχής, καταγράφοντας τη φρίκη του ναζισμού μέσα από τα μάτια ενός παιδιού-νάνου, του Όσκαρ Ματσέρατ. Το βιβλίο αναδείχθηκε σε διεθνές σύμβολο του γερμανικού Vergangenheitsbewältigung —της «διαχείρισης του παρελθόντος»— και καθιέρωσε τον ίδιο ως το ατίθασο πνεύμα της λογοτεχνίας της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας.
Ωστόσο, το 2006, με την αυτοβιογραφία του Ξεφλουδίζοντας το Κρεμμύδι (Beim Häuten der Zwiebel), ο ίδιος παραδέχτηκε πως στα 17 του είχε καταταγεί στα SS, μια αποκάλυψη που συντάραξε την κοινή γνώμη και αμφισβήτησε τη μέχρι τότε ηθική του αυθεντία. Από σύμβολο της κριτικής σκέψης, ο Γκρας βρέθηκε στη θέση του απολογούμενου, δίνοντας μια νέα διάσταση στο έργο και την προσωπικότητά του: αυτήν του ανθρώπου που αναμετράται, έστω καθυστερημένα, με τη δική του ενοχή.
Ο Γκρας δεν ήταν μόνο συγγραφέας, αλλά και ενεργός πολίτης. Στήριξε την σοσιαλδημοκρατία, συνδέθηκε στενά με τον Βίλι Μπραντ και έδωσε μάχες υπέρ της συμφιλίωσης, της ειρήνης και της ευρωπαϊκής ενοποίησης. Ακόμα και οι πιο σκληροί του επικριτές αναγνωρίζουν ότι δεν σιώπησε ποτέ απέναντι σε κοινωνικές και πολιτικές αδικίες, είτε αυτές αφορούσαν τη Γερμανία, είτε —όπως στο τελευταίο του ποίημα «Αυτό που πρέπει να ειπωθεί»— τη σκληρή κριτική του προς το Ισραήλ και την πολιτική στη Μέση Ανατολή.
Σήμερα, δέκα χρόνια μετά, το έργο του Γκύντερ Γκρας μοιάζει πιο επίκαιρο από ποτέ: η σχέση της Ευρώπης με τη μνήμη, η ευθύνη του πολίτη απέναντι στην ιστορία, ο κίνδυνος της λήθης, ο ρόλος της λογοτεχνίας ως αντίδοτο στη συλλογική αμνησία. Ο Γκρας ήταν και παραμένει μια σπάνια φιγούρα: ένας συγγραφέας που αρνήθηκε να βολευτεί, ένας άνθρωπος που, παρά τα προσωπικά του λάθη, επέμεινε στη δύναμη της αλήθειας.
Η λογοτεχνία του παραμένει ένας ανήσυχος καθρέφτης για την Ευρώπη που αναζητεί ακόμα την ταυτότητά της. Όπως έλεγε ο ίδιος: «Η λογοτεχνία δεν αλλάζει τον κόσμο, αλλά μπορεί να αλλάξει τον αναγνώστη. Κι αυτό είναι αρκετό για να αλλάξει κάτι.»
Σε αντίθεση με την καλλιέπεια και στοχαστική διακριτικότητα της μεταπολεμικής γερμανικής ποίησης, ο νεαρός Γκρας φωνασκούσε, χειρονομούσε, χλεύαζε με τους στίχους του. Με αφορμή τη σημερινή επέτειο το ποίημα «Μέσα στο αβγό», μια σάτιρα στην ουσία για τις μικροαστικές αυταπάτες της ασφάλειας, της οργάνωσης και της τάξης στη ζωή, της ελευθερίας του λεγόμενου ώριμου πολίτη.
Μέσα στο αβγό
Ζούμε μέσα στο αβγό.
Στο μέσα μέρος του τσοφλιού
χαράξαμε άσεμνα σκίτσα
και τα βαφτιστικά των εχθρών μας.
Μας επωάζουν.
Όποιος και να μας κλωσσά,
κλωσσά μαζί και το μολύβι μας.
Το πρώτο πράγμα που θα κάνουμε,
μόλις βγούμε από το αβγό μας,
είναι το πορτραίτο του επωαστή μας.
Υποθέτουμε ότι μας επωάζουν.
Φανταζόμαστε ένα καλόβολο πουλερικό
και γράφουμε σχολικές εκθέσεις
για το χρώμα και τη ράτσα
της κλώσσας μας.
Πότε θα σκάσουμε μύτη από το τσόφλι μας;
Οι προφήτες μέσα στο αβγό
ερίζουν για τρεις κι εξήντα
επί της διαρκείας της επωάσεως.
Υποθέτουν μια ημέρα Χ.
Λόγω πλήξεως, αλλά και αντικειμενικής ανάγκης
εφεύραμε θερμοκοιτίδες.
Νοιαζόμαστε πολύ για τους απογόνους μας στο αβγό.
Με χαρά μάλιστα θα δίναμε την πατέντα
σ’ αυτήν που αγρυπνά πάνω απ’ τα κεφάλια μας.
Εμείς έχουμε τουλάχιστον πού την κεφαλήν κλίναι.
Ξεμωραμένοι νεοσσοί,
έμβρυα με γλωσσικές γνώσεις
φλυαρούν όλη τη μέρα
και συζητούν μάλιστα τα όνειρά τους.
Αλλά τι θα γίνει, αν τυχόν και δεν μας επωάζουν;
Αν αυτό το τσόφλι δεν τρυπήσει ποτέ του;
Αν ο ορίζοντάς μας είναι ο ορίζοντας
των σκίτσων μας τώρα και για πάντα;
Ελπίζουμε ότι μας επωάζουν.
Έστω κι αν δεν έχουμε πια άλλο θέμα από την επώαση,
υφίσταται παρ’ όλα αυτά ο κίνδυνος
κάποιος να πεινάσει έξω από το τσόφλι μας,
να μας πετάξει στο τηγάνι και να μας ρίξει κι αλάτι.
Και τότε τι κάνουμε, εν ωώ αδελφοί;