Η αναδίπλωση του Προέδρου των ΗΠΑ, Ντόναλντ Τραμπ, ο οποίος «έβαλε φρένο» στους δασμούς των περισσότερων χωρών για διάστημα 90 ημερών, ύστερα από τη συνεχή υποχώρηση των αμερικανικών χρηματιστηρίων και τη διεθνή αναταραχή, αποτελεί μια ηχηρή παραδοχή. Αποτυπώνει τα όρια της οικονομικής επιρροής των ΗΠΑ, αλλά πολύ περισσότερο αναδεικνύει, με τρόπο γλαφυρό, τα όρια μιας πολιτικής κουλτούρας στην οποία η επιβολή της ωμής ισχύος παρουσιάζεται ως απάντηση σε κάθε πρόβλημα.
Γράφει ο Χρήστος Παπαγιάννης, διευθυντής Eteron
Τι τρόμαξε, ωστόσο, το επιτελείο του Αμερικανού Προέδρου; Πέρα από τις απώλειες στα διεθνή χρηματιστήρια, σημαντικός παράγοντας ήταν τα αμερικανικά κρατικά ομόλογα, με το επιτόκιο του 10ετούς να καταγράφει άνοδο άνω των 40 μονάδων βάσης. Αυτό, με απλά λόγια, σημαίνει ότι οι ΗΠΑ αναγκάζονται να δανείζονται ακριβότερα, με αποτέλεσμα να στερούνται πόρους που θα μπορούσαν να ενισχύσουν την ανταγωνιστικότητα και την παραγωγικότητα. Έτσι, αυξάνεται το κόστος εξυπηρέτησης του χρέους και, πιθανώς, διευρύνονται τα δημοσιονομικά ελλείμματα.
Η επιβολή δασμών αποτελεί μια τακτική μέσω της οποίας επιχειρείται να μετατοπιστεί η ισορροπία του διεθνούς εμπορίου υπέρ των ΗΠΑ, κυρίως σε περιπτώσεις εμπορικού ελλείμματος. Ωστόσο, στην πράξη, η εφαρμογή των δασμών επιβάρυνε την εγχώρια οικονομία, περιορίζοντας τις εξαγωγές και οξύνοντας τις ίδιες ανισορροπίες που επεδίωκαν να αντιμετωπίσουν οι ΗΠΑ.
Όπως προκύπτει ξεκάθαρα από τα παραπάνω, το «ξαφνικό σοκ» που επιχείρησε ο Ντόναλντ Τραμπ δεν φαίνεται να αποδίδει τα αποτελέσματα που ο ίδιος προσδοκούσε, αν και ο εμπορικός «πόλεμος» με την Κίνα παραμένει έντονος. Πρόκειται, λοιπόν, για μια πρώτη αναμέτρηση με μια δυσάρεστη αλήθεια: δεν αρκεί η ρητορική πυγμής και η επιβολή ισχύος με λογική μηδενικού αθροίσματος για να διορθωθούν οι δομικές αδυναμίες μιας οικονομίας. Με απλά λόγια, επιβεβαιώνεται αυτό που εύστοχα έγραψαν η Μαριάνα Ματσουκάτο και ο Ράινερ Κάτελ στο Project Syndicate: «Οι κυβερνήσεις δεν είναι startups».