Ο πίνακας «Big Electric Chair» (Μεγάλη Ηλεκτρική Καρέκλα) (1967-68) του Άντι Γουόρχολ πωλείται στη δημοπρασία του Christie’s έργων τέχνης του 20ου αιώνα, στη Νέα Υόρκη και η εκτιμώμενη τιμή του είναι 30 εκατομμύρια δολάρια.
Είναι η πρώτη φορά που παρουσιάζεται σε δημοπρασία ο πίνακας, ο οποίος ήταν μεταξύ των έργων του καλλιτέχνη που επιλέχθηκαν για έκθεση το 1968 στο Modern Museet της Στοκχόλμης.
Το «Big Electric Chair» είναι μία από τις πιο εμβληματικές σειρές έργων του Άντι Γουόρχολ, η οποία ανήκει στον κύκλο των «Death and Disaster» (Θάνατος και Καταστροφή) που δούλεψε τη δεκαετία του ’60. Συγκεκριμένα, το «Big Electric Chair» δημιουργήθηκε το 1967 και αποτυπώνει μία ηλεκτρική καρέκλα εκτελέσεων, με πηγή ένα πραγματικό φωτογραφικό ντοκουμέντο από τη φυλακή Sing Sing της Νέας Υόρκης, όπου γίνονταν εκτελέσεις με ηλεκτρική καρέκλα.
Η φωτογραφία που ενέπνευσε τον Γουόρχολ τραβήχτηκε το 1953, λίγο μετά την εκτέλεση των Julius και Ethel Rosenberg, οι οποίοι είχαν καταδικαστεί για κατασκοπεία υπέρ της Σοβιετικής Ένωσης. Το έργο είναι φορτισμένο με πολιτικό και κοινωνικό υπόγειο σχόλιο, αν και ο ίδιος ο Warhol σπανίως σχολίαζε άμεσα το περιεχόμενο των έργων του.
Στο «Big Electric Chair» βλέπουμε το κενό δωμάτιο με την καρέκλα σε πρώτο πλάνο — ένα τοπίο απόλυτης σιωπής, φόβου και απουσίας, που μοιάζει «ακίνητο» και σχεδόν αδιάφορο, τονίζοντας έτσι τη μηχανιστική και ψυχρή σχέση της κοινωνίας με το θάνατο.
Το «Big Electric Chair» θεωρείται ένα έργο-σχόλιο για τη θανατική ποινή στις ΗΠΑ, για τον αναισθητοποιημένο θεατή απέναντι σε εικόνες θανάτου (επηρεασμένο από την κουλτούρα των ΜΜΕ), για την αντίφαση ανάμεσα στην κατανάλωση «pop» εικόνων και την ακραία βία.
Ο Warhol επανέλαβε το μοτίβο σε διαφορετικά έντονα χρώματα — πράσινα, κίτρινα, μωβ, κόκκινα — με τεχνικές silk screen printing, οι οποίες τόνιζαν την αντίθεση ανάμεσα στο σοκαριστικό θέμα και την pop art αισθητική.ω
Η έκθεση ήταν η πρώτη μεγάλη αναδρομική έκθεση του Άντι Γουόρχολ εκτός ΗΠΑ. Μόλις ένα χρόνο αργότερα το έργο αποκτήθηκε από τους Βέλγους συλλέκτες Roger Matthys και Hilda Colle, στην κατοχή των οποίων παρέμεινε για τον τελευταίο μισό αιώνα.