Μνήμη 21ης Απριλίου και ο κορμός ραβδωτών κίονων, πεταμένων σε μια μάντρα οικοδομών. Πρόκειται για δύο ιωνικούς κίονες από το πρόπυλο του δημαρχείου του Πειραιά, το οποίο κατεδαφίστηκε κατά τη διάρκεια της δικτατορίας. Οι μαρμάρινες αυτές κολόνες, τραυματισμένες από την κατεδάφιση και τις μεταφορές, εντοπίστηκαν τυχαία σε μάντρα εργολάβου με «αντίκες», πολύ μακριά από την Αθήνα.
Του Νίκου Μπελαβίλα*
Η προέλευσή τους είναι βέβαιη: όχι μόνο γιατί το δηλώνει ο έμπορος των οικοδομικών υλικών, αλλά και επειδή υπόλοιποι κίονες του παλιού δημαρχείου έχουν ήδη καταγραφεί, αποτυπωθεί και παραδοθεί στον Δήμο Πειραιά. Τα χαρακτηριστικά τους ταυτίζονται πλήρως με τα ευρήματα.
Αν ρωτήσει κανείς στον Πειραιά ποια ήταν η χειρότερη πράξη του διορισμένου δημάρχου της Χούντας, Αριστείδη Σκυλίτση, σχεδόν σίγουρα θα λάβει την απάντηση: «Γκρέμισε το Ρολόι!» Η υλική, οικονομική ή πολιτική ζημιά από την κατεδάφιση ήταν αμελητέα. Ωστόσο, μισό αιώνα αργότερα, το συλλογικό τραύμα παραμένει βαθύ. Η απώλεια εκείνου του εμβληματικού κτιρίου άφησε ανεξίτηλη πληγή στη μνήμη της πόλης.
Το τότε δημαρχείο, το λεγόμενο «Ωρολόγιον του Πειραιώς», ήταν ένα σύμβολο της ταυτότητας του λιμανιού. Αν και είχε αρχικά σχεδιαστεί το 1833 ως έδρα του πρώτου Χρηματιστηρίου της χώρας — το οποίο ο Σάουμπερτ ονόμαζε «Βύρσα» στο υπόμνημα του πρώτου σχεδίου πόλης — τελικά λειτούργησε ως δημαρχείο, με καφενείο στο ισόγειο. Υπήρξε σημείο αναφοράς για χιλιάδες μέτοικους, πρόσφυγες και ταξιδιώτες που κατέφθαναν στο λιμάνι.
Θεμελιώθηκε το 1869 και ολοκληρώθηκε το 1873. Στον πύργο του τοποθετήθηκε ρολόι, από όπου και πήρε το όνομά του. Κατεδαφίστηκε το 1968. Για λίγο, το 2016, η ανάμνησή του αναβίωσε μέσω των ανασκαφών για το τραμ και το μετρό, όταν αποκαλύφθηκαν τα θεμέλιά του. Πρόσφατα, διάσπαρτα οικοδομικά μέλη — κολόνες, κιονόκρανα, πεσσοί, ο μηχανισμός του ρολογιού — εντοπίστηκαν και δωρήθηκαν στον Δήμο Πειραιά. Κάποια στιγμή θα αποκτήσουν τη θέση που τους αξίζει σε ιστορική έκθεση, στα δημοτικά μέγαρα.
Κατά την κατεδάφιση, ο ίδιος ο Σκυλίτσης δήλωνε στον «Ελεύθερο Κόσμο», στις 10 Σεπτεμβρίου 1968:
«…με την ληφθείσα απόφασιν… απελευθερούται με την κατεδάφισιν του πεπαλαιωμένου και άνευ αρχιτεκτονικής ή αρχαιολογικής αξίας κτιρίου, ένας ζωτικός χώρος. Από την είσοδον του λιμένος θα προβάλλη, μη υπάρχοντος ουδενός εμποδίου, το εσωτερικόν της αναμορφούμενης πολεώς μας με τα θαυμάσια εσωτερικά κτίσματα.»
Εννοούσε, φυσικά, τις πολυκατοικίες που αντικαθιστούσαν τα νεοκλασικά μεγαλοπρεπή μέγαρα.
Ο Πειραιάς της δεκαετίας του ’60 και του ’70 μεταμορφώθηκε βίαια. Το αποτύπωμα της Χούντας είναι ένας βίαιος, άναρχος «εκσυγχρονισμός», με άξονες τον τουρισμό και την οικοδομική ανάπτυξη, εις βάρος της αρχιτεκτονικής του κληρονομιάς. Η συμβολή του Σκυλίτση σε αυτή την αλλαγή είναι μικρότερη απ’ όσο του αποδίδεται: η πολιτική της αντιπαροχής και η κατεδάφιση νεοκλασικών είχαν ήδη ξεκινήσει από τις δημοκρατικές κυβερνήσεις, και απλώς επιταχύνθηκαν επί δικτατορίας.
Τα μεγάλα έργα στο Φάληρο, το Πασαλιμάνι και το κεντρικό λιμάνι — το Καραϊσκάκη, το μπάζωμα της παραλιακής, η Μαρίνα Ζέας, το Ναυτικό και το Αρχαιολογικό Μουσείο, ο Σταθμός Επιβατών του ΟΛΠ, οι επεκτάσεις των προβλητών — ήταν όλα σχεδιασμένα από τις κυβερνήσεις του ’60.

Η καταστροφική αύξηση του ύψους των κτιρίων κορυφώθηκε με το διάταγμα του 1968 από τον συνταγματάρχη τεθωρακισμένων Στυλιανό Παττακό. Ήταν ένα δώρο στους εργολάβους, στους μικροϊδιοκτήτες και στους εσωτερικούς μετανάστες και ταυτόχρονα ένα συντριπτικό χτύπημα για τη νεοκλασική φυσιογνωμία της Αθήνας και του Πειραιά. Πρέπει, ωστόσο, να αναγνωρίσουμε ότι τα διατάγματα περιορισμού των υψών στην Καστέλλα (1971–1973), επειδή πλέον το Τουρκολίμανο – είχε χαρακτηριστεί κορυφαίος τουριστικός προορισμός, έσωσαν τον λόφο από την υπερδόμηση. Ούτε αυτά, όμως, ήταν έργο του δημάρχου της Χούντας – απλώς τα παρακολουθούσε.
Τελικά, ο Αριστείδης Σκυλίτσης μπορεί να πιστωθεί ή να χρεωθεί – όπως επιθυμεί κανείς:
την κατεδάφιση του Ρολογιού, το κλείσιμο της Τρούμπας, το μπάζωμα της Πειραϊκής, το γιαπί της Ραλλείου, την κατεδάφιση της Δημοτικής Αγοράς και την έναρξη του ημιτελούς Πύργου, την κατεδάφιση της έπαυλης Ζαχαρίου και την απόπειρα ανέγερσης του Πνευματικού Κέντρου – καθώς και το μόνο έργο που ολοκληρώθηκε: το υπαίθριο θέατρο που έφερε το όνομα της οικογένειάς του, το «Σκυλίτσειον» στον Προφήτη Ηλία.
Ευτυχώς, η Ιστορία είναι αμείλικτη: οι επόμενες γενιές το γνωρίζουν πλέον ως «Βεάκειο», αφού μετά την πτώση της Χούντας, η δημοκρατική αυτοδιοίκηση φρόντισε να αντικαταστήσει το όνομα.
Με εξαίρεση αυτό το θέατρο, όλα τα υπόλοιπα έργα που ξεκίνησε έμειναν ημιτελή, αφήνοντας τεράστια χρέη στο ταμείο του Δήμου και έναν Πειραιά γεμάτο γιαπιά και πληγές. Πέρασαν πενήντα χρόνια για να αρχίσουν να κλείνουν οι εκκρεμότητες: το δημοτικό χρέος, ο Πύργος… ενώ η Πειραϊκή και τα γιαπιά της Ραλλείου και της Καστέλλας παραμένουν.
Ο Σκυλίτσης έκανε κι άλλα: πολύχρωμα συντριβάνια, πλαστικά λουλούδια σε γύψινες ζαρντινιέρες, πυροτεχνήματα, μαζικούς γάμους «απόρων κορασίδων», ράλι αντίκα και στολές «υψηλής τεχνολογίας» για τους σκουπιδιάρηδες. Αν υπάρχει στέλεχος της δικτατορίας που ενσάρκωσε το απόλυτο κίτς, αυτός ήταν ο δοτός δήμαρχος Πειραιά.
Με την εικόνα των σπασμένων μαρμάρων να στοιχειώνει, θυμάμαι μία εικόνα που έρχεται από την βαθιά δικτατορία, τον πίνακα του Δημήτρη Μυταρά – το εξώφυλλο του δίσκου «Ιθαγένεια» του Μαρκόπουλου. Μια εικόνα που εξακολουθεί να πονά.
*Καθηγητής Πολεοδομίας και Ιστορίας της Πόλης στο Εθνικό Μετσόβιο Πολυτεχνείο. Διευθυντής του Εργαστηρίου Αστικού Περιβάλλοντος.
(Αναδημοσίευση ανάρτησης από το FaceBook)