ΤΟΥ ΚΩΣΤΑ ΜΕΛΑ
Μερικές παρατηρήσεις και ορισμένες σκέψεις για την ακολουθούμενη δημοσιονομική πολιτική της κυβέρνησης της Νέας Δημοκρατίας.
Παρατήρηση πρώτη:
Σύμφωνα με τον Υπουργό Οικονομικών : «Το πλεόνασμα δεν είναι το άθροισμα των φόρων όπως θα πει η αντιπολίτευση. Το πλεόνασμα έρχεται από τρεις πηγές. Πρώτον από την πάταξη της φοροδιαφυγής. Δεύτερον από την ανάπτυξη της οικονομίας με αύξηση της απασχόλησης. Και τρίτον από εξοικονόμηση κρατικών δαπανών». Δεχόμενοι την άποψη του Υπουργού θα μπορούσε να μας δώσει συγκεκριμένα στοιχεία για τις τρεις πηγές που προσδιόρισαν το πρωτογενές πλεόνασμα των 11,4 δις ευρώ το 2024; Με βάση τις απαντήσεις προφανώς θα υπάρξει κριτική επιχειρηματολογία για τις επιπτώσεις που προκαλεί η αύξηση από τις συγκεκριμένες πηγές αφενός στη μεγέθυνση του ΑΕΠ και αφετέρου στις εμπλεκόμενες κοινωνικές ομάδες. Για παράδειγμα η υιοθέτηση τεκμαρτού εισοδήματος για μια σειρά κατηγοριών φορολογουμένων ανταποκρίνεται, κατ’ αρχάς στις «φιλελεύθερες» αρχές που επικαλείται ότι υπηρετεί η κυβέρνηση και δευτερευόντως σε όλους όσοι σαφώς παράγουν πολύ υψηλότερα εισοδήματα, δεν ελέγχονται και καλύπτονται πίσω από το τεκμαρτό εισόδημα. Επίσης πόσο συνέβαλε, σε ονομαστικά μεγέθη, η άνοδος των τιμών στην αύξηση των εσόδων, κάτι που αποφεύγει να αναφερθεί ο Υπουργός. Αλλά και η άνοδος των μισθών, που οφείλεται εν μέρει και στην αναμόρφωση του μισθολογίου του δημόσιου τομέα αλλά και στην αύξηση του κατώτατου μισθού με αποτέλεσμα την μεγαλύτερη φορολογική επιβάρυνση. Ακόμη συμμετοχή στην παραγωγή του υψηλού πλεονάσματος είχε η αύξηση των εσόδων από ασφαλιστικές εισφορές. Αυτή προήλθε από τις αυξημένες εισφορές τόσο της μισθωτής απασχόλησης, που αντανακλούν την άνοδο της απασχόλησης και την αύξηση του κατώτατου μισθού, όσο και των ελεύθερων επαγγελματιών, λόγω της αναπροσαρμογής του ποσοστού των εισφορών τους με βάση τον πληθωρισμό.
Όμως κυρίως προήλθε από τα αυξημένα έσοδα αποκρατικοποιήσεων από την παραχώρηση της Αττικής Οδού (3.241 εκατ. ευρώ) !! Επομένως ουσιαστικά θα πρέπει να αναφερόμαστε σε παραγωγή υπερπλεονάσματος μεγέθους 3,168 δις ευρώ σε σχέση με τις προβλέψεις του προϋπολογισμού 2024 ή για υπερπλεόνασμα μεγέθους 1,13 δις ευρώ με τις προβλέψεις του προϋπολογισμού 2025.
Συνεπώς υπάρχει υπερπλεόνασμα που προέρχεται από την αυτόνομη λειτουργία της οικονομίας αλλά μικρότερο από το ονομαστικά αναφερόμενο.
Παρατήρηση δεύτερη:
Αντιπροσωπεύει άσκηση υγιούς οικονομικής πολιτικής η επίτευξη ενός πρωτογενούς πλεονάσματος της τάξεως του 4,8% του ΑΕΠ ή 11,4 δις ευρώ, δηλαδή μία αύξηση 149,0% σε σχέση με το 2023 (4,578 δις ευρώ); Η δημοσιονομική πολιτική το 2024 με αυτό το αποτέλεσμα υπήρξε συσταλτική, και όχι ουδέτερη όπως προϋπέθεταν όλες οι αναφορές στα επίσημα έγγραφα που αφορούσαν στις εκτιμήσεις των δημοσιονομικών επιτευγμάτων. Αναφέρω: Η αρχική πρόβλεψη στην Εισηγητική Έκθεση του Προϋπολογισμού 2024 για πρωτογενές πλεόνασμα 2,1% του ΑΕΠ το 2024 διατηρήθηκε στο Πρόγραμμα Σταθερότητας 2024 που δημοσιεύθηκε τον Απρίλιο του 2024. Επίσης στις προβλέψεις του Μεσοπρόθεσμου Δημοσιονομικού-Διαρθρωτικού Σχεδίου (ΜΔΣ) 2025-2028 που δημοσιεύθηκε το Σεπτέμβριο και για πρώτη φορά καταρτίστηκε με βάση το αναθεωρημένο ευρωπαϊκό πλαίσιο οικονομικής διακυβέρνησης, το πρωτογενές πλεόνασμα για το 2024 εκτιμήθηκε σε 2,4% του ΑΕΠ, έναντι 2,1% του ΑΕΠ στο Πρόγραμμα Σταθερότητας τον Απρίλιο. Επιπλέον, χάρη στην υπεραπόδοση των εσόδων, το όριο αύξησης των καθαρών πρωτογενών δαπανών ορίστηκε για το 2024 σε 2,6%, υψηλότερα από την αύξηση κατά 2,1% που είχε εκτιμηθεί στο Πρόγραμμα Σταθερότητας.
Στη συνέχεια, η εκτίμηση για το πρωτογενές πλεόνασμα αναθεωρήθηκε ανοδικά εκ νέου, ενσωματώνοντας νεότερα στοιχεία σχετικά με την πορεία των φορολογικών εσόδων. Ειδικότερα, στην Εισηγητική Έκθεση του Προϋπολογισμού 2025 που δημοσιεύθηκε στις 21 Νοεμβρίου 2024, το πρωτογενές αποτέλεσμα της γενικής κυβέρνησης κατά ESA το 2024 εκτιμάται σε πλεόνασμα 2,5% του ΑΕΠ, βελτιωμένο έναντι των προηγούμενων εκτιμήσεων μέσα στο έτος. Ακόμη και με την αναθεωρημένη πρόβλεψη της Τράπεζας της Ελλάδος, το πρωτογενές αποτέλεσμα της γενικής κυβέρνησης το 2024 αναμένεται να διαμορφωθεί σε πλεόνασμα 3,5% του ΑΕΠ.
Όλες αυτές οι προβλέψεις απέχουν πάρα πολύ από το πρωτογενές αποτέλεσμα της τάξεως του 4,8%. Είναι γνωστό στους παροικούντες την Ιερουσαλήμ ότι οι αστοχίες ειδικά στην επίτευξη συνεχώς υψηλοτέρων πρωτογενών πλεονασμάτων από αυτά που είχαν τεθεί ως στόχοι αποτελούν λανθασμένες επιλογές διότι ουσιαστικά προκαλούν παράπλευρες απώλειες στη μεγέθυνση του εθνικού εισοδήματος. Αυτό συμβαίνει με τη συνεχή απορρόφηση πόρων από το ισχνό εθνικό εισόδημα. Αυτό είναι το καίριο, και αποτελεί κατάπτυστη πράξη σύμφωνα με τη στοιχειώδη οικονομική λογική. Περίπου 7,0 δις ευρώ (για την ακρίβεια 6,823 δις ευρώ)παραπάνω από το ποσό που ήταν υποχρεωμένη η Ελλάδα να παράγει προκειμένου να εξυπηρετήσει τις υποχρεώσεις της για το δημόσιο χρέος απορροφήθηκαν από την ελληνική οικονομία, οδηγούμενα εκτός εισοδηματικού κυκλώματος προφανώς για την πρόσκαιρη αποπληρωμή του δημοσίου χρέους. Τούτο προκύπτει από το γεγονός ότι μόνο περίπου 1 δις ευρώ επανέρχονται στο εισοδηματικό κύκλωμα με τα ανακοινωθέντα μέτρα από τον πρωθυπουργό. Υπάρχει δηλαδή μια μεγάλη αφαίμαξη. Οι όποιες αναδιανεμητικές δράσεις , ποσοτικά, ήταν σαφώς μικρότερες από τις απώλειες που η ίδια είχε δημιουργήσει με την πολιτική της. Αναφέρω παραδειγματικά: για το 2024 επήλθε οριακή βελτίωση του πρωτογενούς αποτελέσματος των οργανισμών κοινωνικής ασφάλισης (ΟΚΑ) κατά 0,1 ποσοστιαία μονάδα του ΑΕΠ, καθώς η αύξηση των εσόδων από ασφαλιστικές εισφορές υπεραντιστάθμισε την αύξηση των κοινωνικών παροχών που προήλθε από την ετήσια αναπροσαρμογή των συντάξεων και την εκκαθάριση εκκρεμών αιτήσεων συνταξιοδότηση.
Πέρα που για λόγους αληθείας είναι λάθος να ομιλούμε για αναδιανεμητικές δράσεις: πρόκειται για συγκυριακή επιδοματική πολιτική που περισσότερο θα την κατατάσσαμε σε μορφές φιλανθρωπίας. Περισσεύει πραγματικά ποσότητα αίματος από την ελληνική οικονομία που μπορούμε να αφαιρέσουμε; Συνεχίζεται επομένως η ίδια οικονομική πολιτική που έχουν επιβάλλει με τα μνημόνια οι δανειστές και εφαρμόζεται στην Ελλάδα από τις ελληνικές κυβερνήσεις. Θα πρέπει να παραδεχθούμε ότι η παραγωγή δημοσιονομικών υπερπλεονασμάτων βρίσκεται σε αντίθεση με τη μεγέθυνση της οικονομίας.
Παρατήρηση τρίτη:
H ελληνική οικονομία έχει αρχίσει να ανακάμπτει, αλλά η ανάκαμψη εμποδίζεται, κατά βάση, από τον ανεπαρκή μετασχηματισμό του παραγωγικού προτύπου της χώρας. Παράλληλα οι δύο βασικές μεταβλητές που προσδιορίζουν τη μεγέθυνση της οικονομίας η αποταμίευση και οι επενδύσεις, παραμένουν σε χαμηλά επίπεδα, τόσο από την περίοδο πριν την κρίση όσο και από το μέσο όρο των χωρών της ευρωζώνης. Η ασκούμενη οικονομική πολιτική οδηγεί στην παραγωγή υψηλότατων πρωτογενών υπερπλεονασμάτων που απέχουν και από τα υψηλά πρωτογενή πλεονάσματα που έχουν συμφωνηθεί με τους δανειστές. Η παραγωγή αυτών των υπερπλεονασμάτων οφείλεται, με δεδομένες τις σημερινές συνθήκες και τις δυνατότητες της οικονομίας στην υπερφορολόγηση αλλά και στις αυξημένες εισφορές της κοινωνικής ασφάλισης. Ομιλώ για υπερφορολόγηση με μοναδικό κριτήριο την σημαντική απόκλιση της παραγωγής πρωτογενών πλεονασμάτων (αφού λάβω υπόψη μου τα συγκεκριμένα έσοδα από την ανανέωση της σύμβασης της Αττικής οδού) από τους στόχους που έχουν τεθεί τα τελευταία έτη και επιπλέον επειδή κυρίως αυτή η παραγωγή υπερπλεονασμάτων προέρχεται από την πλευρά των εσόδων.
Στην Εισηγητική Έκθεση του Προϋπολογισμού 2025 εκτιμάται για το 2024 περαιτέρω σημαντική αποκλιμάκωση του λόγου χρέους προς ΑΕΠ κατά 9,9 ποσοστιαίες μονάδες σε 154,0% του ΑΕΠ. Τη μεγαλύτερη συμβολή (4,9 ποσοστιαίων μονάδων) σε αυτή τη μείωση εκτιμάται ότι θα έχει η διαφορά μεταξύ του έμμεσου επιτοκίου δανεισμού και του ρυθμού μεταβολής του ονομαστικού ΑΕΠ, αντανακλώντας αφενός τη συνεχιζόμενη μεγέθυνση του ονομαστικού ΑΕΠ και αφετέρου το ύψος του συσσωρευμένου χρέους. Σε μικρότερο βαθμό εκτιμάται ότι θα επιδράσουν μειωτικά οι προσαρμογές ελλείμματος-χρέους (2,5 ποσοστιαίες μονάδες) και η βελτίωση του πρωτογενούς πλεονάσματος (2,5 ποσοστιαίες μονάδες).
Συνεπώς το συμπέρασμα που προκύπτει είναι ότι η μεγαλύτερη μεγέθυνση του ΑΕΠ, ceteris paribus, έχει σχεδόν διπλάσια επίδραση στη μείωση του λόγου ΔΧ/ΑΕΠ από την επίδραση των πρωτογενών πλεονασμάτων!! Άρα θα πρέπει να παράγεται το συμφωνηθέν πρωτογενές πλεόνασμα και να αποφεύγεται η παραγωγή υπερπλεονασμάτων επιτρέποντας τους πόρους να ανακυκλωθούν στο εισοδηματικό κύκλωμα και να δημιουργήσουν μεγαλύτερο ΑΕΠ κάτι που εκτός από τη μεγαλύτερη συμβολή του στη μείωση του λόγου ΔΧ/ΑΕΠ θα αυξήσει και τα εισοδήματα των κοινωνικών στρωμάτων.
Συμπερασματικά νομίζω ότι ο ρυθμός μεγέθυνσης του ΑΕΠ θα μπορούσε να ήταν υψηλότερος χωρίς τα πρωτογενή υπερπλεονάσματα. Αυτό σημαίνει ότι πρέπει να μειωθούν τα υπέρ-πλεονάσματα να αυξηθούν οι αμοιβές εργασίας και συντάξεων σύμφωνα με την μεγέθυνση του ΑΕΠ και να αφήσει κατά μέρος τις φιλανθρωπικές παρεμβάσεις μικρού μέρους των υπερπλεονασμάτων.