«Δεν υπάρχει χρόνος για δισταγμούς, ιδιαίτερα για τους Δυτικούς εταίρους, ούτε το περιθώριο για επιλογές στην εξωτερική πολιτική χωρίς να λαμβάνονται υπόψη οι επιπτώσεις», τόνισε ο πρωθυπουργός, Αλέξης Τσίπρας, στην ομιλία του στη Συνάντηση Υψηλού Επιπέδου για τη Μετανάστευση και τις Προσφυγικές Ροές, στη Νέα Υόρκη.
Ο κ. Τσίπρας επισήμανε ότι η τεράστια πλειοψηφία των ανθρώπων με προέλευση τη Συρία, το Αφγανιστάν και το Ιράκ που έφτασαν τους τελευταίους μήνες στα ελληνικά νησιά, έχοντας ως προορισμό τους τις βόρειες ευρωπαϊκές χώρες, είναι πρόσφυγες που δραπετεύουν από πολέμους και συγκρούσεις.
«Αν κατορθώσουμε – ειδικά εδώ στον ΟΗΕ – να αποκαταστήσουμε την ασφάλεια αποφασιστικά αλλά και συνολικά επίσης, αν οικοδομήσουμε ένα νέο μοντέλο προσανατολισμένο στην ανάπτυξη και αν αντιμετωπίσουμε τις προσφυγικές και μεταναστευτικές ροές με ανθρωπισμό και αποτελεσματικότητα, τότε θα πετύχουμε», υπογράμμισε.
Ο Έλληνας πρωθυπουργός ανέπτυξε τρεις συγκεκριμένες δράσεις για την αντιμετώπιση του φαινομένου:
– Πρώτον, ο ΟΗΕ και η διεθνής κοινότητα να εντείνουν τις προσπάθειες για την επίλυση των συγκρούσεων στη Συρία και τη Λιβύη, καθώς και να αντιμετωπίσουν τον τζιχαντισμό. Χρειάζονται διπλωματικές λύσεις που να περιλαμβάνουν όλους τους σημαντικούς δρώντες στην περιοχή, τόνισε.
– Δεύτερον, πρέπει να στηριχθεί ο Ύπατος Αρμοστής του ΟΗΕ για τους Πρόσφυγες και να υπάρξει ένας γενναιόδωρος μηχανισμός επανεγκατάστασης για τους πρόσφυγες από την Τουρκία, τον Λίβανο και την Ιορδανία. Αυτό θα δώσει ελπίδα στους ανθρώπους αυτούς, αποτρέποντάς τους από το να εμπιστεύονται επικίνδυνα κυκλώματα διακίνησης, εξήγησε ο Πρωθυπουργός.
– Τρίτον να στηριχθούν τις γειτονικές χώρες της Συρίας στην υποδοχή των μεταναστών και να ενισχυθεί η συνεργασία για την εξάρθρωση των κυκλωμάτων των διακινητών. «Στην Ε.Ε., κάναμε το σημαντικό βήμα να ιδρύσουμε μηχανισμό για την ανακατανομή 160.000 προσφύγων», υπενθύμισε.
Ο κ. Τσίπρας υπογράμμισε ότι η Ελλάδα, σε συνεργασία με την Ευρωπαϊκή Επιτροπή και άλλους διεθνείς οργανισμούς, οργανώνει τις απαραίτητες υποδομές, περιλαμβανομένων hotspots, για την υποστήριξη του μηχανισμού και τη βελτίωση της διαχείρισης της μετανάστευσης. Τόνισε πάντως πως «είναι απόλυτα αναγκαίο να γίνουν περισσότερα σε ευρωπαϊκό επίπεδο όσον αφορά τον συντονισμό, τη βελτίωση των δυνατοτήτων των θεσμών και την αύξηση της χρηματοδότησης».