Μετά τη βάρβαρη εισβολή Πούτιν στην Ουκρανία, μια νέα ενδοσκόπηση εξελίσσεται στο εσωτερικό της Δύσης. Σειρά σχολιαστών, αγγλοσαξονικής κυρίως ταυτότητας, ανακάλυψαν τον νέο αποδιοπομπαίο τράγο. Φταίει, λένε, η Γερμανία, με την επί δεκαετίες κατευναστική της πολιτική προς τη Ρωσία. Αλήθεια;
Του Γιώργου Παγουλάτου*
Πολλοί αγαπούν να αντιπαθούν τη Γερμανία. Οχι αβάσιμα. Οι κυβερνήσεις Μέρκελ διαχειρίστηκαν στενόκαρδα την κρίση της Ευρωζώνης, πρόταξαν τα οικονομικά τους συμφέροντα στην αντιμετώπιση μιας επιθετικής Τουρκίας. Παρόμοια πολιτική οικονομικών σχέσεων με τη Ρωσία ακολούθησε η Γερμανία. Η πολιτική αυτή, υπό τα νέα δεδομένα, είναι ξεπερασμένη. Ομως η οξύτητα των επιθέσεων προς τη Γερμανία υπερβαίνει το μέτρο. «Χρήσιμους ηλίθιους του Πούτιν» αποκαλούσε τους Γερμανούς ηγέτες πρόσφατο άρθρο. Το πράγμα ξεφεύγει.
Η ακραία κριτική δεν αφορά μόνο τη Γερμανία και το πώς αντιμετωπίζεις ηγέτες σαν τον Πούτιν. Αφορά επίσης τον ρόλο της Ευρώπης στο διεθνές σύστημα. Κι είναι λάθος, για τους εξής λόγους:
Πρώτον, η ιστορία. Η Γερμανία επαναθεμελιώθηκε μετά το 1945 στην αναγνώριση των εγκλημάτων του ναζισμού. Καμία άλλη χώρα δεν κατέστησε την ιστορική της ενοχή αναπόσπαστο μέρος της εθνικής της αυτοσυνειδησίας όσο η μεταπολεμική Γερμανία. Αυτό την οδήγησε σε ένα Σύνταγμα πασιφισμού, στην περιθωριοποίηση του γερμανικού εθνικισμού, και σε 70+ χρόνια δέσμευσης στην ευρωπαϊκή ενοποίηση. Οταν οι Γερμανοί δικαιολογούν τον Nord Stream επικαλούμενοι την καταστροφή που προκάλεσε η χιτλερική Γερμανία στη Ρωσία, ή όταν λένε ότι δεν θέλουν γερμανικά βαρέα άρματα να προελαύνουν στην Ουκρανία σκοτώνοντας Ρώσους στρατιώτες, δεν είναι υπεκφυγή. Υπάρχει ένα ιστορικό βάρος, που έχει αξιακό περιεχόμενο.
Δεύτερον, η Ostpolitik. Οι Γερμανοί σοσιαλδημοκράτες είναι κληρονόμοι της πολιτικής Βίλλυ Μπραντ μετά τη δεκαετία του ’60, συνεργασίας, διαλόγου και détente προς τη Σοβιετική Ενωση και το ανατολικό μπλοκ. Η πολιτική αυτή, την οποία συνέχισαν όλες οι κυβερνήσεις, συνέβαλε στην πτώση του Τείχους το 1989 και στην ειρηνική επανένωση των δύο Γερμανιών. Η Γερμανία δεν έπαυσε να μετέχει στο ΝΑΤΟ και στην αναχαίτιση του σοβιετικού μπλοκ. Τη συμπλήρωσε όμως με μια διορατική πολιτική ανοίγματος στη Σοβιετική Ενωση. Η πολιτική αυτή δικαιώθηκε.
Τρίτον, η ρεαλπολιτίκ. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι το στενό πλέγμα συναλλαγών με την πουτινική Ρωσία εξυπηρετούσε τα εμπορικά συμφέροντα της Γερμανίας. Κανείς δεν περιμένει από ένα κράτος να δρα ενάντια στα οικονομικά του συμφέροντα. Ο γερμανικός μερκαντιλισμός, μιας οικονομίας που αναπτύσσεται από το εξωτερικό εμπόριο, συχνά οδηγεί τη γερμανική εξωτερική πολιτική σε σχέσεις με αυταρχικά καθεστώτα. Ο Nord Stream 2 πράγματι καθιστούσε τη Γερμανία πλήρως εξαρτημένη από το ρωσικό αέριο. Η κυβέρνηση Σολτς έσπευσε αμέσως μετά την εισβολή στην Ουκρανία να «παγώσει» τον αγωγό, δεχόμενη την οικονομική ζημία. Το σημαντικό όμως είναι το εξής: Εάν κύριο όπλο αντίδρασης της Ευρώπης στην επιθετικότητα Πούτιν είναι οι οικονομικές κυρώσεις, τότε η πυκνότητα των εμπορικών σχέσεων είναι ακριβώς αυτή που καθιστά τις κυρώσεις πραγματικό μοχλό πίεσης. Εάν δεν υπήρχαν οι συναλλαγές, ο Πούτιν δεν θα είχε τίποτα να χάσει, οι κυρώσεις θα έπεφταν στο κενό! Η οικονομική αλληλεξάρτηση δίνει στην Ευρώπη τη δυνατότητα αποτρεπτικής πίεσης, κλιμακώνοντας τις κυρώσεις. Κι ας υφίσταται και η ίδια το κόστος τους.
Η μακροχρόνια αντιμετώπιση ενός ισχυρού αντιπάλου με πυρηνικά δεν είναι μαύρο-άσπρο. Είναι ένα εξελισσόμενο μείγμα κινήτρων και κυρώσεων, ενθάρρυνσης θετικών ενεργειών, αποτροπής των αρνητικών, και άμεσης αντίδρασης στην επιθετικότητα. Ενα οπλοστάσιο που περιέχει και τη δέσμευση (engagement) και την ανάσχεση (containment) σε εναλλασσόμενες δόσεις. Η γερμανική λογική συμβάλλει σε ένα ισορροπημένο ευρωπαϊκό μείγμα που αλλιώς θα ήταν δέσμιο ενός ψυχροπολεμικού αταβισμού.
Τέταρτον, η ειρήνη στη μεταπολεμική Ευρώπη οφείλει πολλά στην αυτοσυγκράτηση ηγεσιών, στην τιθάσευση εθνικισμών, στην οικοδόμηση σχέσεων επωφελούς συνεργασίας. Η Ε.Ε. οφείλει την επιτυχία της στο ότι έχτιζε γέφυρες αντί για τείχη. Οταν βέβαια τα δεδομένα αλλάζουν, αλλάζει η αντιμετώπιση. Δεν πρέπει η Ε.Ε. να εγκαταλείψει το δόγμα της ήπιας ισχύος, πρέπει να το συμπληρώσει με σκληρή ισχύ και αμυντική αποτροπή. Αλλά το να θεωρούνται υπεύθυνοι για τον πόλεμο του Πούτιν οι Ευρωπαίοι ηγέτες που επιδίωξαν να δεσμεύσουν τη Ρωσία ως εταίρο, είναι χειρότερο από αναθεωρητισμός. Είναι παραποίηση της αλήθειας και της λογικής.
* Ο κ. Γιώργος Παγουλάτος είναι καθηγητής στο Οικονομικό Πανεπιστήμιο Αθηνών, γενικός διευθυντής του ΕΛΙΑΜΕΠ.
Πρώτη δημοσίευση στην ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ