Στο συνέδριο της ΝΔ ο Κυριάκος Μητσοτάκης «έσφαξε», χωρίς γάντι, τον Αντώνη Σαμαρά, στράφηκε με διακριτή αγωνία προς το κέντρο και την μεσαία τάξη, και έδειξε δρόμο εκλογικής πόλωσης. Επανέφερε τον εκλογικό στόχο της αυτοδυναμίας, είπε ότι έχει «πρόγραμμα τετραετίας, σχέδιο οκταετίας και όραμα δεκαετίας για την Ελλάδα», κι έχτισε το προεκλογικό του αφήγημα πάνω στην ακύρωση των ιστορικών, ταξικών και ιδεολογικών διλημμάτων.
Είτε λόγω υψηλής αυτοπεποίθησης, είτε λόγω επικοινωνιακής ανάγκης, αυτό το αφήγημα δεν έχει χώρο για αυτοκριτική, έχει όμως ευρύ χώρο για επαναφορά του «εφιάλτη του 2015», για υποτίμηση και αποδόμηση του αντιπάλου, και για προσκλητήριο ανάστασης του αντιΣΥΡΙΖΑ μετώπου. Για την κρίση της ακρίβειας δεν υπάρχει «λογαριασμός Μητσοτάκη». υπάρχει μόνον «λογαριασμός Πούτιν». Για την πανδημία δεν υπάρχουν απαντήσεις για τους 30.000 νεκρούς, υπάρχει μόνον το «δόξα τω Θεώ που δεν έχουμε υπουργό τον Πολάκη». Και στην εξωτερική πολιτική δεν υπάρχουν γκρίζες ζώνες για τους χειρισμούς είτε στα ελληνοτουρκικά είτε στο ουκρανικό, υπάρχει μόνον ανακούφιση που δεν έχουμε «την Χριστοδουλοπούλου στον Εβρο και το δίδυμο Καμμένου-Κοτζιά στα εθνικά θέματα».
Το κεντρικό μοτίβο είναι πως δεν υπάρχει, και δεν έχει νόημα, η δεξιά και η αριστερά – υπάρχει μόνον η αποτελεσματικότητα και η δημαγωγία. Η ΝΔ, άλλωστε, όπως είπε ο Κυριάκος Μητσοτάκης στο ΒΗΜΑ, «δεν είναι πια το συντηρητικό κόμμα το οποίο θυμόμαστε». Υπάρχει μόνον η πρόοδος που την εκφράζει η ΝΔ και η οπισθοδρόμηση που την εκφράζει ο ΣΥΡΙΖΑ. «Οι διαφορές των αντιλήψεων δεν καταργήθηκαν, το δίλημμα αριστερά δεξιά είναι πια καθήλωση ή εξέλιξη. Τα ρήματα είναι γκρεμίζω ή χτίζω, υπόσχομαι ή πράττω», είπε ο πρωθυπουργός στο συνέδριο της ΝΔ. Όπως είπε και ότι ένας είναι ο μεγάλος εχθρός, ο λαϊκισμός. «Είναι κάτι που το ζήσαμε», δήλωσε, «και το πληρώσαμε. Δεν πρέπει ποτέ να το ξεχάσουμε, δεν πρέπει ποτέ να το ξαναζήσουμε».
Σε γενικές γραμμές, ο Μητσοτάκης είναι ο Μακρόν της Ελλάδας και ο Τσίπρας είναι ένα κράμα Μελανσόν και Λεπέν μαζί – η εγχώρια ενσάρκωση των δύο άκρων που «δεν πρέπει ποτέ να ξαναζήσουμε».
Το αφήγημα αυτό του πρωθυπουργού μπορεί να είναι και μονόδρομος. Στην συγκυρία της πιο έντονης φθοράς της κυβέρνησης από την έναρξη της θητείας της η επαναφορά του στόχου της αυτοδυναμίας δεν είναι απαραιτήτως επιλογή. Μπορεί να είναι και αναγκαστική αναδίπλωση καθώς το άνοιγμα που έκανε σε κυβερνήσεις συνεργασίας δεν βρήκε καμία ανταπόκριση. Και, ακόμη περισσότερο, έδειξε να προσκρούει σε σενάρια διακυβέρνησης που δεν περιλαμβάνουν τον ίδιο σε θέση πρωταγωνιστή.
Στην συγκυρία επίσης της βαθιάς κοινωνικής δυσπραγίας και της έκρηξης των ανισοτήτων, εξίσου αναγκαστικός μπορεί να είναι και ο ιδεολογικός αποχρωματισμός. Και η επίκληση ενός ταξικά άχρωμου και πολιτικά αποστειρωμένου κέντρου.
Δεν είναι αφήγημα κοινωνικά στέρεο και εμπεριέχει προφανή τακτική άμυνας. Εμπεριέχει όμως και μία πρόκληση πολιτικής αλήθειας προς την αντιπολίτευση – μείζονα και ελάσσονα: Το επιχείρημα Μητσοτάκη ότι η ΝΔ δεν είναι απλώς η μόνη δύναμη σταθερότητας αλλά είναι και η μόνη δύναμη που συγκροτεί ρεαλιστική πρόταση εξουσίας.
«Εάν όχι η ΝΔ ποιος και με ποια πλειοψηφία; Αν όχι ο Μητσοτάκης ποιος; Σε αυτό η αντιπολίτευση πρέπει να απαντήσει», είναι το ερώτημα που έθεσε επ’ αυτού ο Κυριάκος Μητσοτάκης με την συνέντευξή του στο ΒΗΜΑ. Και είναι το ερώτημα που όντως μένει να απαντηθεί, είτε πρόκειται για την προοδευτική διακυβέρνηση που προτείνει ο Αλέξης Τσίπρας, είτε για την σοσιαλδημοκρατική κυβέρνηση που επαγγέλλεται ο Νίκος Ανδρουλάκης…