Η αδιαφοροποίητη και βιαστική καταγγελία κάθε λαϊκισμού συλλήβδην ως απειλής για τη δημοκρατία, συχνά μάλιστα ως της μόνης απειλής, αναμφίβολα συνιστά απειλή για μια πραγματικά πλουραλιστική και αγωνιστική δημοκρατία
Του Γιάννη Σταυρακάκη*
Το αν ο λαϊκισμός θα θεωρηθεί απειλή για τη δημοκρατία ή πηγή δημοκρατικής ανανέωσης εξαρτάται φυσικά από το πώς κανείς ορίζει τον λαϊκισμό. Σήμερα, στη διεθνή έρευνα για τον λαϊκισμό, εδραιώνεται σταδιακά ένα consensus που απομακρύνεται από τα συνήθη αντι-λαϊκιστικά στερεότυπα, για να ορίσει τον λαϊκισμό με έναν πιο αναστοχαστικό και εναργή τρόπο. Έτσι ο λαϊκισμός γίνεται κατεξοχήν αντιληπτός ως ένα ιδιαίτερο είδος λόγου ή ιδεολογικής στρατηγικής που διεκδικεί τη μαχητική εκπροσώπηση των λαϊκών συμφερόντων και αιτημάτων (της «λαϊκής κυριαρχίας») απέναντι σε ένα «κατεστημένο» ή σε μια ελίτ που γίνεται αντιληπτή ως η δύναμη εκείνη που τα υπονομεύει ή αντιδρά στην ικανοποίησή τους. Συνεπώς, οι λαϊκιστικοί λόγοι και αναπαραστάσεις τυπικά συναρθρώνουν μια πολωτική πλαισίωση του κοινωνικο-πολιτικού πεδίου σε μια προσπάθεια να εμπνεύσουν και να κινητοποιήσουν αποκλεισμένες ή φτωχοποιημένες κοινωνικές ομάδες.
Οι τελευταίες καλούνται να καλλιεργήσουν δεσμούς ενότητας, οι οποίοι θα τους επιτρέψουν να αμφισβητήσουν αποτελεσματικά μια εδραιωμένη δομή εξουσίας και να επηρεάσουν τη λήψη αποφάσεων. Υπό αυτήν την έννοια, τα βασικά κριτήρια ενός ελάχιστου ορισμού του λαϊκισμού συμπεριλαμβάνουν: (1) Τον λαο-κεντρισμό: μια πολιτική προτεραιότητα που αποδίδεται στον «λαό», στα λαϊκά υποκείμενα, (2) Τον αντι-ελιτισμό: μια διχοτομική, ανταγωνιστική αναπαράσταση του κοινωνικο-πολιτικού πεδίου ανάμεσα σε Εμάς (τους περιθωριοποιημένους, τους αποκλεισμένους, τους μη-προνομιούχους, τον «λαό») και Αυτούς (το κατεστημένο, την ελίτ, τους ολίγους, το 1%).
Εκτός του ότι αποκαθιστά τον λαϊκισμό ως νομιμοποιημένη δημοκρατική έκφραση σε καιρούς εκρηκτικής ανισότητας, δομικής αβεβαιότητας και πρεκαριοποίησης, ο προσανατολισμός αυτός επισημαίνει τη χειραφετητική δυναμική ορισμένων λαϊκιστικών λόγων αναφορικά με την αντιπροσώπευση αποκλεισμένων κοινωνικών στρωμάτων και την διεκδίκηση της κοινωνικής ενσωμάτωσης και της δημοκρατικής συμμετοχής απέναντι σε καταπιεστικές και ασύδοτες δομές εξουσίας. Σχετικά παραδείγματα συμπεριλαμβάνουν από τον Bernie Sanders έως μερικές εκδοχές του λατινοαμερικανικού λαϊκισμού, και από τους Podemos έως και τον ΣΥΡΙΖΑ.
Την ίδια στιγμή, εγγράφει το ενδεχόμενο ότι, εξαιτίας της καταστατικής ρευστότητας κάθε σχέσης αντιπροσώπευσης, της αναπόφευκτης ολίσθησης και μετάθεσης κάθε σημασιοδότησης, ακόμα και αυθεντικά λαϊκά αιτήματα είναι δυνατόν να παγιδευθούν από ανελεύθερες (illiberal) ή και αντι-δημοκρατικές δυνάμεις ή και να χειραγωγηθούν από αυταρχικές θεσμικές δυναμικές. Εξού και τα παραδείγματα δεξιού ή ακροδεξιού λαϊκισμού που μαστίζουν την ευρωπαϊκή ήπειρο, με πιο πρόσφατο παράδειγμα τις ουγγρικές εκλογές. Αν και η αναγωγή του «λαού» στο «έθνος» ή τη «ράτσα» και η άρθρωση του πολιτικού φαντασιακού σε έναν άξονα μέσα/έξω, εντός/εκτός, υποδεικνύει ότι στις περισσότερες από αυτές τις περιπτώσεις έχουμε να κάνουμε με κατεξοχήν εθνικιστικούς λόγους, όπου οι λαϊκιστικές αναφορές παραμένουν περιφερειακές ή και δευτερεύουσες. Αντιθέτως, στον κατεξοχήν λαϊκιστικό κανόνα ο λαός παραμένει ένα ανοιχτό πολιτικό υποκείμενο -όπου μπορεί να χωρούν και οι μετανάστες-, ενώ το πολιτικό φαντασιακό αρθρώνεται σε έναν κάθετο άξονα: πάνω/κάτω, υψηλό/χαμηλό.
Αντί να αναγνωρίσουν την ιδιαιτερότητα, ακόμα και να ενισχύσουν τον αριστερό, συμπεριληπτικό λαϊκισμό και να καταγγείλουν την εθνικιστική ή έστω εθνο-λαϊκιστική διεθνή (εξαιτίας της πολιτικής και εκλογικής χρεοκοπίας των εδραιωμένων θεσμικών λόγων, γίνεται όλο και πιο απίθανο να συμβεί το δεύτερο χωρίς το πρώτο), οι περισσότεροι ορθόδοξοι πολιτικοί, μιντιακοί και ακαδημαϊκοί λόγοι συνήθως υιοθετούν μια a priori αντι-λαϊκιστική στάση. Μια τέτοιου είδους απόρριψη μπορεί να ενέχει τη λελογισμένη καχυποψία απέναντι στους συγκεκριμένους τρόπους συνάρθρωσης κάποιων λαϊκών αιτημάτων ή στους πολιτικούς φορείς που αναλαμβάνουν την εκπροσώπησή τους (κόμματα, ηγέτες κ.λπ.). Είναι δυνατόν όμως και να σηματοδοτεί μια ελιτίστικη, ορντοφιλελεύθερη ή τεχνοκρατική απαξίωση της «λαϊκής κυριαρχίας» ως θεμελίου μιας δημοκρατικής πολιτείας. Εν ολίγοις, τόσο οι λαϊκιστικοί όσο και οι αντι-λαϊκιστικοί λόγοι μπορεί να λάβουν «προοδευτικές» ή «αντιδραστικές», δημοκρατικές ή αντι-δημοκρατικές μορφές.
Αν τα πράγματα έχουν έτσι, αν δηλαδή ο λαϊκισμός μπορεί να συνιστά ή να μην συνιστά απειλή για τη δημοκρατία, ανάλογα με το «συμπεριληπτικό» (inclusionary) ή «αποκλειστικό» (exclusionary) του προφίλ, η αδιαφοροποίητη και βιαστική καταγγελία κάθε λαϊκισμού συλλήβδην ως απειλής για τη δημοκρατία, συχνά μάλιστα ως της μόνης απειλής, αναμφίβολα συνιστά απειλή για μια πραγματικά πλουραλιστική και αγωνιστική δημοκρατία… Και όχι μόνον επειδή αγνοεί την ύπαρξη προοδευτικών λαϊκιστικών πολιτικών εγχειρημάτων. Επιπροσθέτως, με τη δαιμονοποίηση και την αμφισβήτηση του εξισωτικού πολιτικού δυναμικού των τελευταίων, ο θεσμικός αντι-λαϊκισμός άμεσα ή και έμμεσα επιτρέπει στα επίπλαστα αυταρχικά εθνο-λαϊκιστικά υβρίδια να παρουσιάζονται ως η μόνη δύναμη που φαντάζει ικανή να ταρακουνήσει ένα αυξανόμενα άνισο, άδικο και αλαζονικό status-quo, πράγμα που ενέχει σημαντικούς κινδύνους.
* Καθηγητής Ανάλυσης Πολιτικού Λόγου στο Τμήμα Πολιτικών Επιστημών του ΑΠΘ, όπου συντονίζει το Παρατηρητήριο Λαϊκιστικού Λόγου POPULISMUS (www.populismus.gr)
Πρώτη δημοσίευση στην ΑΥΓΗ (28/5/2018)