Ο Guardian επιχειρεί να απαντήσει στο ερώτημα για το αν έχουν δίκιο οι Ρώσοι να χαρακτηρίζουν τους Τούρκους συνεργούς των τζιχαντιστών παραθέτοντας μια σειρά από στοιχεία:
«Από την αρχή του συριακού πολέμου η Τουρκία είχε ενεργότερη ανάμειξη και διέτρεχε περισσότερους κινδύνους από καθένα από τα άλλα κράτη που συντάχθηκαν κατά του Μπασάρ αλ Ασαντ.
Τα τουρκικά σύνορα ήταν η κύρια οδός για τους μαχητές και για όλους όσους ήθελαν να εισέλθουν στη Συρία. Οι στρατιωτικές της βάσεις χρησιμοποιούνταν για τη διανομή όπλων και εργαλείων για τους μαχητές. Και οι πόλεις της στην παραμεθόριο, είχαν υποδεχθεί περίπου ένα εκατομμύριο πρόσφυγες.
Τα διεθνή αεροδρόμια της Τουρκίας ήταν, επίσης… πολυάσχολα. Πολλοί, αν όχι όλοι, από τους 15.000 με 20.000 ξένους μαχητές του Ισλαμικού Κράτους έφθασαν στα συριακά εδάφη είτε μέσω των αεροδρομίων της Κωνσταντινούπολης και των Αδάνων ή μέσω των ακτών της Μεσογείου.
Η εισροή των μαχητών προσέφερε γόνιμο έδαφος στους συμμάχους του Ασαντ, πολύ πριν την κατάρριψη του ρωσικού τζετ, να υποστηρίζουν ότι η Τουρκία υποστηρίζει το ISIS. Η αναφορά του Πούτιν ότι η Τουρκία είναι «σύμμαχος των τρομοκρατών», μπορεί να βρει απήχηση ακόμη και ανάμεσα σε κάποιους τραπεζίτες της Αγκυρας.
Από τα μέσα του 2012, όταν οι τζιχαντιστές άρχισαν να ταξιδεύουν προς τη Συρία, η παρουσία τους ήταν εμφανής σε όλα τα σημεία της διαδρομής προς τα σύνορα: Στο αεροδρόμιο της Κωνσταντινούπολης, στις νότιες πόλεις της Χατάι και του Γκαζιαντέπ, οι οποίες και οι δυο βρίσκονται σε κομβικά σημεία, και σε άλλα χωριά στα σύνορα. Οι ξένοι μαχητές που πήγαιναν να πολεμήσουν ακολουθούσαν αυτές τις διαδρομές μέχρι και τα τέλη του 2014 όταν, μετά από μια συνεχιζόμενη πίεση από τις χώρες μέλη της ΕΕ και τις ΗΠΑ, έγιναν συντονισμένες προσπάθειες για να τους γυρίζει πίσω.
Μέχρι τότε, όμως, το ISIS, είχε καταφέρει να γίνει κυρίαρχη δύναμη σε τμήματα της ανατολικής και της βόρειας Συρίας. Σε αυτό είχαν ενταχθεί θρυμματισμένες φατρίες (χωρίς ιδεολογία) της συριακής αντιπολίτευσης, όπως και ισλαμιστικές ομάδες.Αμφότερες είχαν υποστηριχθεί από την Τουρκία και εξασφάλισαν πως οποιαδήποτε και αν ήταν η σύνθεση της κυβέρνησης που θα προέκυπτε από τα συντρίμμια της Συρίας δεν θα μπορούσε να αντιμετωπίσει τους αρχικούς στόχους της επανάστασης (σ.σ. των τζιχαντιστών).
Για τη σταθερή ροή ξένων μαχητών από το Χατάι και το Γκαγιαντίπ δεν έγινε καμία προσπάθεια να γίνει διακριτικά, καθώς όλοι αυτοί που ετοιμάζονταν να ενταχθούν στο ISIS έμεναν κανονικά στα τοπικά ξενοδοχεία, σύχναζαν στις καφετέριες και περίμεναν στις στάσεις λεωφορείων.
Ολα αυτά, συν τη συμπάθεια που έδειχνε η τουρκική ηγεσία στους συντηρητικούς ισλαμιστές που ταξίδευαν για να πάνε να πολεμήσουν κατά του Ασαντ, σήμαναν συναγερμό στους Ευρωπαίους διπλωμάτες.
Σημειώνεται ότι μέχρι το 2011 ο Ασαντ ήταν φίλος του Ερντογάν. Μετά έγιναν εχθροί. «Ο Ερντογάν είχε προσπαθήσει να γίνει ο μέντορας του Ασαντ. Αλλά μετά την καταστολή των διαδηλώσεων ένιωθε προσβεβλημένος από εκείνον. Και φθάσαμε εδώ που φθάσαμε σήμερα», τονίζει δυτικός αξιωματούχος.
Στη συνέχεια, και καθώς η Συρία κατέρρεε, η Τουρκία ενίσχυε τη δέσμευσή της για την ανάπτυξη στρατιωτικών δυνάμεων, ενώ την ίδια ώρα παραδεχόταν ότι οι τζιχαντιστές που περνούν από τα εδάφη της ήταν μια σημαντική απειλή.
Η αλλαγή της στάσης της, ενώ συνομιλούσε με δυτικούς αξιωματούχους ήταν εμφανής: Οι αξιωματικοί ασφαλείας δεν επέμεναν πλέον να αποκαλούνται οι εξτρεμιστές «αυτοί που καταχρώνται τη θρησκεία». Το να αποκαλούνται πλέον απλά «τρομοκράτες» δεν αντιμετωπιζόταν ως τόσο σημαντικό πρόβλημα όπως πριν.
Παρόλα αυτά, οι σύνδεσμοι με κάποιες πτυχές του ISIS εξακολούθησαν να αναπτύσσονται. Τούρκοι επιχειρηματίες έκαναν προσοδοφόρες συμφωνίες με τους λαθρέμπορους πετρελαίου του ISIS, βάζοντας κατ΄αυτόν τον τρόπο τουλάχιστον 10 εκατ. δολάρια την εβδομάδα στα ταμεία της τρομοκρατικής οργάνωσης.
Τα δύο τελευταία χρόνια, αρκετά ανώτερα στελέχη του ISIS είχαν πει στον Guardian ότι η Τουρκία σπάνια τους αντιμετώπιζε απευθείας.
Ηταν μια «συμμαχία» που είχε γίνει περισσότερο για λόγους ευκολίας. Οι φόβοι μεγάλωσαν το Μάιο, όταν οι ειδικές δυνάμεις των ΗΠΑ εισέβαλαν στην αντολική Συρία σκοτώνοντας τον αξιωματούχο του ISIS που ήταν υπεύθυνος για το εμπόριο πετρελαίου, Αμπού Σαγιάφ. Στους σκληρούς δίσκους που κατείχε ο Σαγιάφ ανακαλύφθηκαν διασυνδέσεις μεταξύ ανώτερων στελεχών του ISIS και κάποιων Τούρκων αξιωματούχων. Ενημερωτικά για τα ευρήματα εστάλησαν σε Ουάσινγκτον και Λονδίνο προειδοποιώντας τους ότι όσα ανακαλύφθηκαν θα μπορούσαν να είχαν επείγουσες πολιτικές συνέπειες.
Λίγο αργότερα, η Τουρκία άνοιξε ένα νέο μέτωπο κατά του αυτονομιστικού κινήματος των Κούρδων, του PKK, με το οποίο βρίσκεται σε διαμάχη τα τελευταία 40 χρόνια. Οταν συνέβη αυτό, επέτρεψε στις ΗΠΑ να ξεκινήσουν να χρησιμοποιούν τη βάση τους στο Ινκιρλίκ για επιδρομές κατά του ISIS, δεσμευόμενη ότι θα εμπλακεί και αυτή στις επεμβάσεις. Από τότε τα τζετ της Τουρκίας κάνουν επιθέσεις αποκλειστικά κατά στόχων του PKK εντός των συνόρων της αλλά και στη Συρία, όπου το YPG, ο στρατιωτικός σύμμαχος του ΡΚΚ, είναι η μόνη αποτελεσματική δύναμη μάχης κατά του ISIS, αν και επιχειρούν κάτω από την κάλυψη των αμερικανικών μαχητικών.
Ανώτεροι Τούρκοι αξιωματούχοι έχουν δηλώσει ανοιχτά ότι οι Κούρδοι, ο κύριος σύμμαχος των ΗΠΑ στη Συρία, είναι μεγαλύτερη απειλή για τα εθνικά συμφέροντα της Τουρκίας από ότι το ISIS.
«Η Τουρκία πιστεύει ότι μπορεί να τα ελέγχει όλα», είπε ένας ανώτερος δυτικός αξιωματούχος. «Αλλά το ISIS τους χτύπησε στην καρδιά (με τη διπλή βομβιστική επίθεση τον Οκτώβριο). Και αυτό θα τους στοιχειώνει για πολύ καιρό».