«Ρίξτε μια ματιά σε αυτή την εικόνα», είπε σχεδόν εκστασιασμένος σε πρόσφατη εκπομπή στη ρωσική κρατική τηλεόραση ο πρόεδρος του μικρού εθνικιστικού κόμματος Ροντίνα, Αλεξέι Ζουραβλίοφ. «Μετρήστε τα δευτερόλεπτα. Τι μπορούν να κάνουν;».
Στην οθόνη ήταν ένα γράφημα με τον χάρτη της Ευρώπης και σημειωμένο το χρόνο που θα χρειάζονταν διηπειρωτικοί βαλλιστικοί πύραυλοι Sarmat να πλήξουν διάφορες ευρωπαϊκές πρωτεύουσες από τον γειτονικό ρωσικό θύλακα του Καλίνινγκραντ.
«Δεν υπάρχουν ακόμη Sarmat στο Καλίνινγκραντ», επεσήμανε η παρουσιάστρια -σύμφωνα με τη Μόσχα αναμένεται να έχουν αναπτυχθεί το αργότερο έως το φθινόπωρο, με δυνατότητα μεταφοράς ως και 10 πυρηνικών κεφαλών έκαστος.
Απτόητη πάντως, η Όλγκα Σκαμπέγεβα συνέχισε να διαβάζει τον χάρτη. «Από το Καλίνινγκραντ στο Βερολίνο είναι 106 δευτερόλεπτα, στο Παρίσι 200 δευτερόλεπτα. Θέλατε να μάθετε για το Λονδίνο», είπε απευθυνόμενη στον Ζουραβλίοφ: «είναι 202 δευτερόλεπτα».
Η ρωσική τηλεόραση βρίθει ανάλογου προπαγανδιστικού περιεχομένου από τότε που ο Ρώσος πρόεδρος Πούτιν έθεσε τις πυρηνικές δυνάμεις της χώρας του -και μαζί με αυτές ολόκληρο τον κόσμο- σε κατάσταση «υψηλού συναγερμού».
Ήταν τις πρώτες κιόλας ημέρες της ρωσικής εισβολής στην Ουκρανία, στα τέλη Φεβρουαρίου.
Λίγο αργότερα, χαρακτήρισε τις δυτικές κυρώσεις «κάτι σαν κήρυξη πολέμου». «Αλλά δόξα τω Θεώ», προσέθεσε, «δεν έχουμε φτάσει εκεί»…
Έκτοτε ακόμη και ο πολύπειρος διπλωμάτης Ρώσος υπουργός Εξωτερικών Σεργκέι Λαβρόφ έχει προειδοποιήσει για τον κίνδυνο ενός Γ΄ Παγκοσμίου Πολέμου, ο οποίος «αναμφίβολα θα περιλαμβάνει πυρηνικά όπλα και θα είναι εξαιρετικά καταστροφικός».
Στα τέλη Απριλίου, σχολιάζοντας τις προμήθειες όπλων από τη Δύση στην Ουκρανία, ο Βλαντίμιρ Πούτιν ξεκαθάρισε ότι η απάντηση θα είναι «αστραπιαία» έναντι οποιασδήποτε προσπάθειας τρίτων χωρών να παρέμβουν στον πόλεμο, δημιουργώντας μη αποδεκτή στρατηγική απειλή για τη Ρωσία.
«Προς τούτο», τόνισε, «έχουμε όλα τα εργαλεία. Και θέλω να το γνωρίζουν όλοι αυτό»…
Προς επίρρωση, στις αρχές Μαΐου οι ρωσικές δυνάμεις στο Καλίνινγκραντ πραγματοποίησαν ασκήσεις προσομοίωσης «ηλεκτρονικών εκτοξεύσεων» κινητών συστημάτων βαλλιστικών πυραύλων Iskander στον θύλακα του Καλίνινγκραντ, που βρίσκεται ανάμεσα στην Πολωνία και στη Λιθουανία.
Στους εορτασμούς για την Ημέρα της Νίκης επί της ναζιστικής Γερμανίας στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο στη Μόσχα ο Πούτιν μπορεί να επέλεξε να μην κλιμακώσει τους τόνους με την ομιλία του -αφήνοντας έτσι τη Δύση να πλάθει σενάρια για τις επόμενες κινήσεις του- όμως στη μεγάλη στρατιωτική παρέλαση στην Κόκκινη Πλατεία δέσποζαν οι πυρηνικοί βαλλιστικοί πύραυλοι της Ρωσίας.
Καθώς δε οι (εδώ και χρόνια τύποις ουδέτερες) Σουηδία και Φινλανδία χτυπούσαν πια την «πόρτα» του ΝΑΤΟ, ο Ρώσος πρώην πρόεδρος και νυν αντιπρόεδρος του Εθνικού Συμβουλίου Ασφαλείας, Ντμίτρι Μεντβέντεφ έγραψε ένα σαφές προειδοποιητικό μήνυμα στο Telegram.
«Το γεγονός ότι οι χώρες του ΝΑΤΟ διοχετεύουν όπλα στην Ουκρανία, εκπαιδεύουν στρατεύματα στη χρήση δυτικού εξοπλισμού, στέλνουν μισθοφόρους και κάνουν ασκήσεις κοντά στα σύνορά μας», ανέφερε, «αυξάνει την πιθανότητα μιας άμεσης και ανοικτής σύγκρουσης ανάμεσα στο ΝΑΤΟ και τη Ρωσία».
«Μια τέτοια σύγκρουση ενέχει πάντα τον κίνδυνο να μετατραπεί σε πλήρη πυρηνικό πόλεμο. Αυτό θα ήταν ένα καταστροφικό σενάριο για όλους»…
Βρισκόμαστε λοιπόν κοντά στον όλεθρο, όπως πολλοί φοβούνται, πολλώ δε μάλλον καθώς η ρωσική εισβολή στην Ουκρανία δεν βαίνει «βάσει του αρχικού σχεδιασμού», παρά τα όσα υποστηρίζει το Κρεμλίνο;
Ή μήπως τελικά πρόκειται για μέτρο αποτροπής του εχθρού (και) στο νέο ψυχροπολεμικό τοπίο;
Μια «δαμόκλειος σπάθη»
«Ο Ψυχρός Πόλεμος παρέμεινε ψυχρός, επειδή και οι δύο πλευρές είχαν τη δυνατότητα να καταστρέψουν η μία την άλλη σε περίπτωση πυρηνικού πολέμου», λέει στην γερμανική εφημερίδα Die Welt ο Τομ Νίκολς, καθηγητής και ειδικός σε θέματα πυρηνικών όπλων στο Ναυτικό Πολεμικό Κολέγιο των ΗΠΑ.
Αυτή η ισορροπία τρόμου, τονίζει, υπάρχει ακόμη…
«Μέχρι στιγμής η Ρωσία ήταν προσεκτική ώστε να διασφαλίσει ότι ο πόλεμος δεν θα επεκταθεί πέρα από την Ουκρανία», παρατηρεί, χαρακτηρίζοντας δυσανάλογες τις αντιδράσεις μέρους της δυτικής κοινής γνώμης, αλλά και ορισμένων πολιτικών απέναντι στις ρωσικές απειλές.
«Στη διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου δεν ξυπνούσαμε κάθε πρωί λουσμένοι στον ιδρώτα», λέει ο 61χρονος αναλυτής. «Ενημερωνόμασταν, προβληματιζόμασταν, αλλά δεν ζούσαμε σε κατάσταση μόνιμου πανικού. Ο κίνδυνος ήταν ασαφής, όπως και σήμερα. Αλλά» -όσοι τον βίωσαν στα ντουζένια του- «τον είχαμε ξεχάσει». …
Πράγματι η απειλή μιας πυρηνικής επίθεσης ήταν «πανταχού παρούσα» στον Ψυχρό Πόλεμο, γράφει στους New York Times η ιστορικός Μέρι Ελίζ Σαρότ του Πανεπιστημίου Τζονς Χόπκινς. Αλλά αυτή η εικόνα «χάθηκε έπειτα από δεκαετίες ειρήνης μεταξύ της Δύσης και της Ρωσίας».
Τώρα «φοβάμαι ότι η ρωσική εισβολή -ανεξαρτήτως της έκβασής της- προμηνύει μια νέα εποχή πολύ μεγάλης εχθρότητας με τη Μόσχα», τονίζει η Αμερικανίδα ιστορικός, «και ότι αυτός ο νέος Ψυχρός Πόλεμος θα είναι πολύ χειρότερος από τον πρώτο»…
Σε αυτό συνηγορούν διάφοροι παράγοντες, συνδυαστικά με το κλίμα αβεβαιότητας και αστάθειας από τις κλιμακούμενες οικονομικές επιπτώσεις του πολέμου: με τις κυρώσεις για τη Μόσχα από τη μια, με την ενεργειακή κρίση και τον στασιμοπληθωρισμό στη Δύση, και δη στην Ευρώπη από την άλλη…
Ψυχολογικός πόλεμος vs υπαρκτής απειλής
Τρεις δεκαετίες μετά το τέλος του Ψυχρού Πολέμου, η Ουάσιγκτον και η Μόσχα εξακολουθούν να ελέγχουν περισσότερο από το 90% των πυρηνικών κεφαλών και ο μόνος εν ισχύ περιορισμός στα στρατηγικά πυρηνικά οπλοστάσιά τους είναι η Συνθήκη New START, που λήγει τον Φεβρουάριο του 2026.
Στο μεσοδιάστημα έχουν αναπτυχθεί πιο προηγμένης τεχνολογίας όπλα -π.χ. οι υπερηχητικοί πύραυλοι- και στο «κάδρο» του σύγχρονου πολέμου έχουν μπει κι άλλες μορφές του, όπως οι κυβερνοεπιθέσεις, αυξάνοντας τον κίνδυνο κλιμάκωσης και αντιποίνων.
«Εάν η σύγκρουση στην Ουκρανία παραμένει εμφανώς μεταξύ ρωσικών και ουκρανικών δυνάμεων και δεν αλλάξει η εμπλοκή της Δύσης στη σύγκρουση, δεν βλέπω καμία πιθανότητα» πυρηνικού πολέμου, λέει στη USA Today o Ντμίτρι Τρένιν, πρώην συνταγματάρχης της ρωσικής στρατιωτικής υπηρεσίας πληροφοριών και μέχρι πρόσφατα διευθυντής της δεξαμενής σκέψης Carnegie Moscow Center.
Εάν αυτό ανατραπεί «τότε όλα είναι στο τραπέζι», επισημαίνει ο Ντμίτρι Αλπερόβιτς, πρόεδρος του Silverado Policy Accelerator, μιας δεξαμενής σκέψης με έδρα την Ουάσιγκτον.
Ο ίδιος είχε προβλέψει από τον περασμένο Δεκέμβριο την εισβολή στην Ουκρανία. Τώρα θεωρεί την πιθανότητα χρήσης πυρηνικών όπλων «μικρή».
Της ίδιας άποψης είναι και ο Σάμιουελ Ραμάνι, γεωπολιτικός αναλυτής και συνεργάτης στο Royal United Services Institute.
Η Ρωσία έχει μακρά ιστορία «ακροσφαλούς πυρηνικής διπλωματίας», λέει, ως μέσο αποτροπής.
Στο τελευταίο αναθεωρημένο στρατιωτικό δόγμα της Ρωσίας το 2020, στο οποίο έχουν αναφερθεί αρκετές φορές ο Πούτιν και στενοί συνεργάτες του τις τελευταίες εβδομάδες, τονίζεται ότι «η Ρωσική Ομοσπονδία διατηρεί το δικαίωμα να χρησιμοποιεί πυρηνικά όπλα ως απάντηση στη χρήση πυρηνικών όπλων και άλλων τύπων όπλων μαζικής καταστροφής εναντίον της και/ή των συμμάχων της, καθώς και σε επίθεση εναντίον της Ρωσικής Ομοσπονδίας με τη χρήση συμβατικών όπλων, όταν τεθεί σε κίνδυνο η ίδια η ύπαρξη του κράτους».
«Αυτό το δόγμα οδήγησε ορισμένους Αμερικανούς αναλυτές στο συμπέρασμα ότι η Ρωσία υιοθέτησε μια
στρατηγική “κλιμάκωσης για αποκλιμάκωση”», γράφει η ειδικός σε θέματα πολιτικής πυρηνικών όπλων Έιμι Γουλφ, σε μελέτη που δημοσιεύτηκε τον Απρίλιο από την Υπηρεσία Ερευνών του αμερικανικού Κογκρέσου.
Η εκτίμηση ήταν, αναφέρει, ότι η Ρωσία «θα μπορούσε να απειλήσει ότι θα χρησιμοποιήσει πυρηνικά όπλα σε περίπτωση που έχανε σε μια σύγκρουση με ένα μέλος του ΝΑΤΟ, ώστε να πείσει τις ΗΠΑ και τους συμμάχους τους να αποσυρθούν».
Σήμερα, στον πόλεμο στην Ουκρανία, ο Πούτιν «είναι αντιμέτωπος με μια αναντιστοιχία μεταξύ των φιλοδοξιών του και των υφιστάμενων συμβατικών στρατιωτικών δυνατοτήτων της Ρωσίας», δήλωσε προ ημερών η Διευθύντρια των Υπηρεσιών Πληροφοριών των ΗΠΑ, Άβριλ Χέινς.
Αν ο ίδιος θεωρήσει ότι δεν μπορεί να κερδίσει ή ότι ο πόλεμος αργεί πολύ, η Ρωσία μπορεί «να εξαρτηθεί περισσότερο από ασύμμετρα εργαλεία… όπως ο κυβερνοχώρος, τα πυρηνικά κ.α.», ανέφερε στην κατάθεσή της.
Όπως και η ίδια πάντως έτσι και ο διευθυντής της CIA, Γουίλιαμ Μπερνς, υποβάθμισαν το ενδεχόμενο πυρηνικού πολέμου.
Ο Λευκός Οίκος έχει ήδη σπεύσει να καθησυχάσει τους Αμερικανούς, τονίζοντας ότι δεν υπάρχει λόγος να αλλάξει το επίπεδο συναγερμού των ΗΠΑ: της μοναδικής χώρας μέχρι σήμερα που έχει χρησιμοποιήσει πυρηνικό όπλο κατά εχθρού.
Διακηρύξεις έναντι πράξεων
«Ένας πυρηνικός πόλεμος δεν μπορεί να κερδηθεί και δεν πρέπει ποτέ να διεξαχθεί» ήταν η δήλωση που είχε επισφραγίσει την ιστορική πρώτη συνάντηση των δύο μεγάλων αντιπάλων του Ψυχρού Πολέμου, το 1985.
Ο τότε πρόεδρος των ΗΠΑ, Ρόναλντ Ρήγκαν και ο τελευταίος ηγέτης της ΕΣΣΔ, Μιχαήλ Γκορμπατσόφ είχαν συναντηθεί στο ουδέτερο έδαφος της Γενεύης ανοίγοντας το δρόμο για την αποκλιμάκωση της κούρσας των πυρηνικών εξοπλισμών και το τέλος του Ψυχρού Πολέμου.
Περίπου 36 χρόνια μετά, στο ίδιο σημείο, συναντήθηκαν πέρυσι τον Ιούνιο ο Αμερικανός πρόεδρος Μπάιντεν και ο Ρώσος ομόλογός του Πούτιν.
Αν και δεν γεφύρωσαν το μεταξύ τους χάσμα, επαναβεβαίωσαν με κοινή δήλωση τη δέσμευσή τους στην αρχή του 1985.
Το ξαναέκαναν μόλις τον περασμένο Ιανουάριο, στο πλαίσιο του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ και σε κοινή διακήρυξη μαζί με τα άλλα τρία μόνιμα μέλη του σώματος -Κίνα, Γαλλία, Βρετανία- επίσης πυρηνικές δυνάμεις .
Τα συνυπογράφοντα κράτη τότε μάλιστα επιβεβαίωσαν ότι κανένα δεν στοχεύει το ένα το άλλο, ούτε άλλη χώρα με τα πυρηνικά του όπλα.
«Υπογραμμίζουμε την επιθυμία μας να συνεργαστούμε με όλα τα κράτη για να δημιουργήσουμε ένα περιβάλλον ασφάλειας που θα συμβάλει στην πρόοδο για τον αφοπλισμό, με απώτερο στόχο έναν κόσμο χωρίς πυρηνικά όπλα», ανέφεραν.
Μόλις τέσσερις μήνες μετά, όλα αυτά φαντάζουν ήδη μακρινά…
Δύσκολες ημέρες
Όπως συμβαίνει πάντως από την κρίση των πυραύλων της Κούβας το 1962 και εντεύθεν, σε κρίσιμες περιόδους σαν και αυτή, έχει δημιουργηθεί μεταξύ Ουάσιγκτον και Μόσχας ανοιχτή γραμμή άμεσης επικοινωνίας -το γνωστό «κόκκινο τηλέφωνο»- για στρατιωτική απεμπλοκή και αποφυγή μιας σύγκρουσης μεταξύ των δύο μεγάλων πυρηνικών δυνάμεων.
Τυχαίο ή μη, αυτό άρχισε τις τελευταίες ημέρες να λειτουργεί σε ανώτερο επίπεδο, με τις πρώτες από την έναρξη του ουκρανικού πολέμου τηλεφωνικές επικοινωνίες των υπουργών Άμυνας και των αρχηγών των Γενικών Επιτελείων των ΗΠΑ και της Ρωσίας.
Αυτό που δεν έχει χτυπήσει από κλήση από την Ουάσιγκτον και τον Λευκό Οίκο είναι το τηλέφωνο του Ρώσου προέδρου στο Κρεμλίνο, όπως ζήτησε τις προάλλες μετ’ επιτάσεως και ο Ιταλός πρωθυπουργός Μάριο Ντράγκι, ώστε να ανοίξει ο δρόμος για διαπραγματεύσεις…
Η προοπτική φαντάζει μάλλον μακρινή, καθώς εκτός ουκρανικών συνόρων αυτός ο πόλεμος εξελίσσεται σε πόλεμο φθοράς μεταξύ Ρωσίας και Δύσης.
Κι όπως τόνισε ξανά τις προάλλες και ο Γενικός Γραμματέας του ΝΑΤΟ Γενς Στόλτενμπεργκ, «υπάρχει σαφώς η πιθανότητα να διαρκέσει μήνες ή και χρόνια».
Προσώρας «το πιο πιθανό είναι να δούμε περαιτέρω κλιμάκωση του οικονομικού πολέμου», εκτιμά ο Μαξιμίλιαν Χες, συνεργάτης της αμερικανικής δεξαμενής σκέψης Foreign Policy Research Institute.
«Κατά κάποιον τρόπο είναι μια εύλογη κίνηση και από τις δύο πλευρές», λέει στο CNBC, «μιας και δεν μπορούν να πολεμήσουν η μια την άλλη άμεσα, λόγω των κινδύνων πυρηνικής κλιμάκωσης».
«Η Ρωσία θα διακόψει το φυσικό αέριο σε περισσότερες χώρες», προβλέπει.
«Θα αυξήσει τις απαιτήσεις της σε ρούβλια, γιατί θέλει να διασφαλίσει ότι παραμένει ανοιχτή η μετατρεψιμότητα του ρουβλίου».
«Η δε Δύση», συμπληρώνει, «πρέπει να προετοιμαστεί για αυτό με πλήρη πολεμική νοοτροπία, κάνοντας τους πληθυσμούς της να καταλάβουν ότι αυτό θα έχει πραγματικό οικονομικό κόστος και πραγματικές επιπτώσεις στο κόστος των αγαθών, στο κόστος ζωής και στον πληθωρισμό τα επόμενα χρόνια».
Κοντολογίς, φαίνεται ότι έρχονται για όλους άγριες ημέρες, με φόντο έναν πολύπλευρα καταστροφικό πόλεμο. Κι ας μην είναι -κατ’ ευχήν- πυρηνικός…