Τα αστέρια των ριάλιτι διαφέρουν από τον γιατρό Παπανικολάου ή τον Καστοριάδη. Ποιος είναι ο Γεώργιος Καρτάλης; Ο Κονδύλης; Ο Λειβαδίτης; Ο Καστοριάδης; Ο Παπανικολάου; Αντιήρωες μιας πτωτικής εποποιίας.
Του Δημήτρη Σεβαστάκη
Προ ημερών, ήρωας ριάλιτι, ο κύριος «Τσάκα Τσούκας», αποθεώθηκε επιστρέφοντας στον τόπο μας.
Τα αστέρια των ριάλιτι διαφέρουν από τον γιατρό Παπανικολάου ή τον Παναγιώτη Κονδύλη ή τον Κορνήλιο Καστοριάδη, οι οποίοι ποτέ δεν ήγειραν πλήθη και δεν έτυχαν λαϊκών αποθεώσεων.
Ο κύριος Τσάκα Τσούκας και τα υπόλοιπα αστέρια είναι πιστά αντίγραφα των «αποθεωτών». Αυτός για τον οποίο ζητωκραύγαζαν, στην πλατεία της μικρής πόλης, ήταν ο καθρέφτης.
Το πλήθος των πολιτιστικών «εφήβων», με έκπληξη και θαυμασμό, βλέπουν τον εαυτό τους στον «καθρέφτη». Αυτό προσφέρει η τηλεόραση του «αντιτύπου», αυτό προσφέρουν τα social media με τον πολλαπλασιασμό του αντιγράφου. Κατοπτρίζουν τον θεατή, τον χρήστη.
Πολλοί λοιπόν (σοβαροί, αλλά και μη) εξεμάνησαν με την αποθέωση του αγρότη «ρεαλιτά». Κόμμα, δύσκολα κάνει τέτοια συγκέντρωση. Μερικοί μάλιστα από τους λόγιους πολιτικούς επέκριναν: «Πού πάμε;».
Γιατί, παρακαλώ; Να προσέξουμε τον λόγο με τον οποίο απευθύνθηκε στα πλήθη ο παίκτης. «Ζητώ συγγνώμη, ξέρω ότι θέλατε να με δείτε στον τελικό», «έχουμε ήδη κερδίσει», «ο λαός μίλησε. Το 78%. Σας καλώ να διασκεδάσουμε ως το πρωί», «το έπαθλό μου είστε εσείς» κ.λπ.
Σας θυμίζει κάτι η δομή του λόγου; Εκανε γνωστό αυτό που συγκροτεί τον καθένα. Το νομιμοποίησε, διεθνώς μάλιστα. Αυτός που ένιωθε περιφρονημένος, ένας αποσιωπημένος της ευρωπαϊκής επαρχίας, ανέβηκε στη «μαρκίζα».
Μια μορφή γιουροβιζιονισμού, στο πιο μπρουτάλ (όχι κατ’ ανάγκη στο πιο κακόγουστο). Δεν μπορούσε βέβαια να συνεχιστεί για πολύ ο λόγος του «ριάλιτι ήρωα». Δεν είχε δραματική εξέλιξη, πλοκή, αφηγηματικό ενδιαφέρον. Συστρεφόταν στα ίδια και στα ίδια. «Είμαι εσείς».
Περίπου έτσι. Ο μακαρίτης ο Εβερτ σε μια προεκλογική έξαψη άρχισε να φωνάζει από μικροφώνου «Καρδίτσα, Καρδίτσα». Είχε γενικό πρόβλημα ρητορικής (όπως και πολλοί ηγέτες και πολιτικά πρόσωπα), αλλά εκείνη τη στιγμή «συνέλαβε» το πλήθος. Επιασε τον παλμό του.
Ολοι οι πολιτικοί ομιλητές το μεταχειρίστηκαν. Ο λαός θέλει να επικυρώσει τον φορέα του, δηλαδή τον ίδιο τον εαυτό του. Αν ακούσουμε μερικούς πολιτικούς λόγους, απλώς χρησιμοποιούν ένα κοινό λαϊκό πρόβλημα, ουσιαστικά για να διανθίσουν αυτό που στην πραγματικότητα λένε (κολακεύοντας): «είμαι εσείς, λέω αυτό που λέτε».
Κοπάνες, υπεκφυγές, γλειψίματα, ελιγμοί, φράγκα, ιδιοτέλειες, αλλά και ηρωισμοί, αρχές, εντιμότητα, παραβάσεις, όλα μέσα στο αχανές συνονθύλευμα μιας μπερδεμένης επιθυμίας. Πρόκειται για το μάγμα, που στερεοποιείται πολιτικοεκλογικά, σε μια διαφορετική, κάθε φορά, ομοιότητα.
Ο Τσάκα Τσούκας είναι ο ανακεφαλαιωτής. Θα μπορούσε (με λίγο καλύτερους βαθμούς στην Εκθεση) να είναι και λογογράφος πολιτικού. Την περίφημη «μάχη της σοδειάς» στον κάμπο της Λάρισας, την απίστευτη και τολμηρή επινοητικότητα με την οποία οι αντάρτες του ΕΛΑΣ, το ΕΑΜ και οι κάτοικοι, το 1944, θέρισαν και έσωσαν το στάρι του λαού, θα τη δούμε να αναπτύσσεται σε σύγκρουση με τις οργανωμένες κατοχικές δυνάμεις και τις συμμορίες συνεργατών τους.
Σήμερα, είναι σαν η ιστορική πυκνότητα να μπορεί να επαληθευτεί μέσω μιας αμνησίας. Τα αγάλματα των σημαντικών προσωπικοτήτων κάθε τόπου, οι υπομνήσεις μιας εθνικής ακεραιότητας, στέκονται στο περιθώριο των πόλεων ακόμα κι αν βρίσκονται στο κέντρο τους.
Επικάθεται πάνω τους η λήθη, που δεν είναι ακριβώς αμνησία, αλλά μια επιθετική αντιμνήμη. Ποιος είναι ο Γεώργιος Καρτάλης; Ο Κονδύλης; Ο Λειβαδίτης; Ο Καστοριάδης; Ο Παπανικολάου; Αντιήρωες μιας πτωτικής εποποιίας.
Πηγή: Το Βήμα