Το Novartisgate έχει πολλές ομοιότητες με το Watergate. O Νίξον δεν παραιτήθηκε λόγω της διάρρηξης των γραφείων του Δημοκρατικού κόμματος, αλλά γιατί προσπάθησε να αποτρέψει την εξιχνίαση της υπόθεσης.
Του Κώστα Δουζίνα
Σήμερα, το μέτωπο Novartis προσπαθεί να αποτρέψει την εξιχνίαση του σκανδάλου που μεταμορφώθηκε σε «σκευωρία». Σκευωρία σημαίνει ποινικοποίηση της πολιτικής, χρήση του ποινικού δικαίου για πολιτικό όφελος.
Στη χώρα μας, και διεθνώς, πολιτικές σκευωρίες έχουν χρησιμοποιηθεί κυρίως εναντίον της Αριστεράς. Στην Τουρκία, ο Σελαχατίν Ντεμιρτάς, ηγέτης του αριστερού φιλοκουρδικού κόμματος HDP, που πήρε 10% στις προεδρικές εκλογές του 2014, δικάστηκε για τρομοκρατία το 2016 και είναι στην φυλακή. Στη Βραζιλία, οι δικαστές φυλάκισαν τον δημοφιλή πρώην Πρόεδρο Λούλα, τον απέκλεισαν από τις εκλογές που νίκησε ο Μπολσονάρο. Πρόσφατα ο Λούλα αθωώθηκε πανηγυρικά και θα κερδίσει τις εκλογές του Οκτωβρίου. Η πολιτική δικαιοσύνη αποτελεί την πιο προφανή και ανήθικη προσπάθεια των απανταχού εξουσιών να συκοφαντήσουν την αριστερά και να αλλοιώσουν το εκλογικό αποτέλεσμα.
Στην Ελλάδα τα πολιτικά σκάνδαλα δεν εξετάζονται γιατί ένα παζλ νομικών διατάξεων έχει δημιουργήσει το σχεδόν ακαταδίωκτο έγκλημα – εκτός αν η κοινοβουλευτική πλειοψηφία θέλει να καταδιώξει νομικά τους πολιτικούς της αντιπάλους. Ας δούμε τα κομμάτια της.
Οι νομικές διατάξεις
Πρώτη ψηφίδα. Σύμφωνα με το άρθρο 86 του Συντάγματος, μόνο η Βουλή μπορεί να ασκήσει δίωξη σε βάρος υπουργών για αδικήματα που τέλεσαν «κατά την άσκηση των καθηκόντων τους». Αν στη διάρκεια άλλης ανάκρισης προκύψουν στοιχεία που σχετίζονται με υπουργικά αδικήματα, ο δικαστικός λειτουργός πρέπει να τα στείλει αμελλητί στη Βουλή η οποία αρχίζει τη διαδικασία έρευνας και δίωξης. Έχουμε, λοιπόν, μία ειδική διαδικασία που ισχύει μόνο για πολιτικούς.
Δεύτερη ψηφίδα, ο νόμος περί ευθύνης υπουργών. Η Βουλή ασκεί την αποκλειστική αρμοδιότητά της μέχρι το τέλος της δεύτερης συνόδου από την περίοδο τέλεσης του αδικήματος. Αυτό σημαίνει δύο χρόνια μετά τις επόμενες εκλογές και πολύ πιο σύντομα, λίγους μήνες μόνο, αν οι εκλογές γίνουν κοντά η μία στην άλλη, όπως το 2012, το 2015 και στις επόμενες σύμφωνα με τις ανακοινώσεις Μητσοτάκη. Η σύντομη παραγραφή μπήκε στο Σύνταγμα για πρώτη φορά με την αναθεώρηση του 2001. Προβλέπεται, λοιπόν, μία εξαιρετικά σύντομη προθεσμία για την εκκίνηση της ειδικής διαδικασίας μετά την καταγγελία. Η λήξη της οδηγεί στην άρση του αξιόποινου, είναι δηλαδή ισοδύναμη με παραγραφή.
Για να γίνει η δίωξη επομένως πρέπει να έχουμε αλλαγή κυβέρνησης στις ενδιάμεσες εκλογές. Θα ρωτήσει κάποιος: «Δεν μπορεί να ξεκινήσει τη δίωξη το κόμμα τού εγκαλούμενου, αν το σκάνδαλο, το ενδεχόμενο έγκλημα, είναι μεγάλο;». Η συνταγματική ιστορία δείχνουν ότι η πολιτική και νομική ευθύνη υπουργών εγείρεται μόνο όταν το κόμμα τους εκτιμήσει ότι η πολιτική ζημιά από τη συγκάλυψη των καταγγελλόμενων πράξεων είναι μεγαλύτερη από αυτή που θα προκύψει από τη δίωξη ή την παραίτηση του υπουργού. Σε ελάχιστες περιπτώσεις υπουργός παραιτήθηκε γιατί απέτυχαν οι πολιτικές του και μόνο στα δάκτυλα του ενός χεριού μετριούνται οι περιπτώσεις ποινικής δίωξης υπουργών από τη βουλή με την αποκλειστική διαδικασία που προβλέπει το Σύνταγμα.
Όμως γιατί δεν ασκήθηκαν διώξεις μετά τις εκλογές όταν άλλαζε η κυβέρνηση κατά των αντιπάλων της; Φαίνεται ότι παρά την αντιπαράθεση μεταξύ ΝΔ και ΠΑΣΟΚ η μη ποινική δίωξη υπουργών του άλλου κόμματος μετά από κυβερνητική αλλαγή ήταν μέρος μιας «συμφωνίας κυρίων». Η ελληνική συνταγματική ιδιαιτερότητα δημιουργήθηκε από παρατάξεις μέλη των οποίων εγκαλούνται. Τα κόμματα εξουσίας είχαν καταστρώσει με πλήρη συμφωνία το σύστημα προστασίας της πολιτικής τάξης και ακολουθούσαν το λαϊκό «κόρακας κοράκου μάτι δεν βγάζει».
Τρίτη ψηφίδα. Την ασπίδα προστασίας ολοκληρώνουν οι δικαστικές αποφάσεις που ερμηνεύουν τους σχετικούς νόμους. Το πιο συνηθισμένο πολιτικό αδίκημα, η απιστία, γίνεται κατά την άσκηση των καθηκόντων των υπουργών, επομένως παραγράφεται σύντομα. Η δωροδοκία/δωροληψία γίνεται, επίσης, κατά την άσκηση των καθηκόντων τους, σύμφωνα με τους δικαστές, ως εάν ένα από τα καθήκοντα είναι να τα «παίρνει» ο υπουργός. Οι περισσότεροι νομικοί που έχουν γράψει για το θέμα υποστηρίζουν ότι τα αδικήματα αυτά «σχετίζονται» ή γίνονται «επ’ ευκαιρία» και όχι κατά την άσκηση των καθηκόντων. Ανήκουν, επομένως, στην αρμοδιότητα της τακτικής δικαιοσύνης με τη μακρά παραγραφή. Την άποψη αυτή έχουν υποστηρίξει και επιστημονικές μελέτες. Ο Βαγγέλης Βενιζέλος συμφωνούσε όταν η ερμηνεία αυτή δεν τον αφορούσε. Έγραφε στην Ελευθεροτυπία στις 31/4/2011: «Για τα άθλια φαινόμενα της δωροδοκίας [υπουργών] ή της διακίνησης «μαύρου χρήματος» [από υπουργούς] δεν παρεμποδίζεται η ποινική αντιμετώπισή τους από το άρθρο 86 του Συντάγματος, όπως και αν αυτό ερμηνευτεί». Άλλα λέει τώρα.
Μόνο η νομιμοποίηση «μαύρου χρήματος», είπαν τα δικαστήρια στην υπόθεση Τσοχατζόπουλου και Siemens, δεν τελείται κατά την άσκηση των καθηκόντων υπουργών και, επομένως, δεν παραγράφεται σύντομα, παρότι είναι κατά τεκμήριο αποτέλεσμα δωροληψίας. Χρειάζεται μεγάλη δικανική «ταχυδακτυλουργία» για τη διάκριση μεταξύ αιτίου, δηλαδή της δωροληψίας που παραγράφεται, και του αποτελέσματος της του «ξεπλύματος», του «καρπού» του εγκλήματος, που δεν παραγράφεται. Είναι μία από τις λιγοστές περιπτώσεις που τα δικαστήρια άκουσαν το «κοινό περί δικαίου αίσθημα» για διερεύνηση της υπόθεσης και πιθανή άσκηση ποινικής δίωξης.
Τι έγινε στις πάνω από εκατό υποθέσεις που παρέπεμψε η δικαιοσύνη στην Βουλή όπως απαιτεί το άρθρο 86; Κατά το Σύνταγμα, η Βουλή είτε συνιστά επιτροπή με ανακριτικά καθήκοντα είτε την αρχειοθετεί αν είναι προφανώς αβάσιμη. Στην Επιτροπή εξέτασης της Novartis, ο κ. Βενιζέλος ανέφερε μία τρίτη δυνατότητα: την «αδράνεια», να μην κάνει τίποτε η Βουλή και το θέμα να ξεχαστεί. Αυτή ήταν και παραμένει η προσπάθεια της πολιτικής τάξης. Η Βουλή να αδρανήσει, τα αδικήματα να παραγραφούν, το ακαταδίωκτο έγκλημα να γίνει το «τέλειο έγκλημα».
Το 86 πρέπει να φύγει
Τι γίνεται αλλού; Κανένα ευρωπαϊκό κράτος δεν έχει αυτήν την εκτεταμένη προστασία. Η Βρετανία, η Ιρλανδία, η Πορτογαλία και η Γερμανία δεν έχουν καμία προστατευτική διάταξη. Στην Ιταλία, χρειάζεται άδεια της Βουλής, όπως και στην Ισπανία, αλλά μόνο για εγκλήματα κατά της ασφάλειας του κράτους. Σημαντικότερο όλων: η σύντομη παραγραφή των πολιτικών αδικημάτων δεν υπάρχει αλλού. Εδώ, λοιπόν, βρίσκεται η «σκευωρία»: ένας περίπλοκος αστερισμός νομικών διατάξεων βάζει τους πολιτικούς στο απυρόβλητο και τους εκθέτει στη δικαιολογημένη λαϊκή κατακραυγή.
Το NovartisGate ήταν μια μεγάλη ευκαιρία για να αρχίσει η αποδόμηση του καθεστώτος που «πουλάει προστασία». Η Επιτροπή της Βουλής αποφάσισε ότι η δωροδοκία/δωροληψία υπουργών δεν γίνεται στην άσκηση των αρμοδιοτήτων τους και επομένως δεν καλύπτεται από την σύντομη παραγραφή. Οι δικαστές έχουν όλα τα θεωρητικά εργαλεία για να αναθεωρήσουν τη νομολογία περί δωροδοκίας που οδηγεί στη μη εξιχνίαση των αδικημάτων. Έτσι, θα εξεταστούν τώρα και θα εξετάζονται και στο μέλλον οι αξιόπιστες καταγγελίες από αυτούς που έχουν τη νομική αρμοδιότητα και την τεχνογνωσία να το κάνουν.
Εξ ίσου σημαντική είναι η αναθεώρηση του άρθρου 86 του Συντάγματος και η κατάργηση του ειδικού καθεστώτος και θα εξισώσει πολιτικούς και πολίτες. Στην επιτροπή για την αναθεώρηση του Συντάγματος, η Νέα Δημοκρατία και το ΠΑΣΟΚ πιέστηκαν για να αποδεχτούν την αναθεώρηση του άρθρου 86. Ο Άδωνις Γεωργιάδης υποστήριξε ότι δεν χρειάζεται αναθεώρηση γιατί το 86 δεν δημιουργεί προβλήματα. Ο ΣΥΡΙΖΑ υποστήριξε ότι εγκλήματα που διαπράττουν πολιτικοί για προσωπικό όφελος δεν γίνονται ποτέ «κατά την άσκηση των καθηκόντων» τους. Αλλά η αλλαγή που αποδέχτηκε η Νέα Δημοκρατία και τελικά υιοθετήθηκε από την Βουλή ήταν περιορισμένη. Καταργήθηκε η σκανδαλώδης σύντομη προθεσμία για την άσκηση δίωξης. Η Βουλή μπορεί πλέον να ασκεί δίωξη εντός του χρονικού ορίου της κοινής παραγραφής για κάθε αδίκημα.
Αλλά η αλλαγή δεν είναι αρκετή. Το νομικό σύστημα του «τέλειου εγκλήματος» περιλαμβάνει το 86, τον νόμο περί ευθύνης υπουργών και την νομολογία. Τα βασικά του χαρακτηριστικά επέζησαν συνεχίζοντας την προστασία των πολιτικών – εκτός βέβαια αν η πλειοψηφία της Βουλής χρησιμοποιεί την εξουσία της για να επιτεθεί νομικά στους πολιτικούς της αντιπάλους. Αυτό γίνεται στις περιπτώσεις Δημήτρη Παπαγγελόπουλου και Νίκου Παπά. Αλλά και η υπόθεση Novartis θα είχε προχωρήσει καλύτερα και γρηγορότερα αν την είχε αναλάβει από την αρχή η τακτική δικαιοσύνη που έχει την τεχνογνωσία και, θεωρητικά τουλάχιστον, δεν κινείται από πολιτικά συμφέροντα και ιδεολογίες.
Το ισχύον πλέγμα διατάξεων αποτελεί έναν νόμο χωρίς δικαιοσύνη, ένα σώμα χωρίς ψυχή. Δεν χρειάζεται καμία ειδική προστασία των πολιτικών για αδικήματα του κοινού ποινικού δικαίου. Η Βουλή δεν πρέπει να φοράει την ψεύτικη δικαστική τήβεννο και να καμώνεται ότι μπορεί να κάνει ανάκριση για σοβαρά αδικήματα. Η αριστερά έπρεπε να κάνει σαφές ότι δεν θεωρεί τους πολιτικούς πολίτες πρώτης κατηγορίας με σημαντικά νομικά δικαιώματα και προνόμια. Επικράτησε δυστυχώς μια νομικίστικη και απολιτική άποψη που περιορίστηκε στην κατάργηση των δευτερευόντων προνομίων – η δωροληψία δεν γίνεται «κατά την άσκηση των καθηκόντων» του υπουργού και η σύντομη παραγραφή. Όχι όμως κατάργηση του βασικού υπεύθυνου για το σύστημα, του άρθρου 86. Δεν θα ολοκληρώνονταν βέβαια η κατάργηση του, μια και η Νέα Δημοκρατία καταψήφισε το 2019 όλες τις σημαντικές αλλαγές που είχε περάσει η προηγούμενη Βουλή. Αλλά το θέμα θα είχε μπει στην δημόσια συζήτηση ως μια μεγάλη θεσμική αλλαγή που πρέπει να γίνει.
Το ξήλωμά του συστήματος του τέλειου εγκλήματος αποτελεί την πιο εμβληματική δήλωση αλλαγής σελίδας σε επίπεδο θεσμών, αλλά και τη μεγαλύτερη υπηρεσία στην πολιτική και τη δικαιοσύνη. Δυστυχώς όπως και σε άλλα θεσμικά θέματα, η αριστερά δεν το τόλμησε. Ήταν μια ακόμη περίπτωση αποδοχής ενός συστήματος που φτιάχτηκε για να χρησιμοποιείται εναντίον της.
πηγή: tvxs