Η μεγάλη αναδρομική έκθεση «Κωνσταντίνος Παρθένης (1878-1967), Η ιδανική Ελλάδα της ζωγραφικής του», η τελευταία που ετοίμασε η διευθύντρια της Εθνικής Πινακοθήκης αλλά δεν πρόλαβε να εγκαινιάσει, ανοίγει για το κοινό στις 6 Ιουλίου.
Αφιερωμένη στη μνήμη της Μαρίνας Λαμπράκη Πλάκα, η έκθεση είναι η πρώτη αναδρομική Έλληνα καλλιτέχνη στη νέα Εθνική Πινακοθήκη. Διαδέχεται την πρώτη μεγάλη περιοδική έκθεση, την «Τέχνη του πορτρέτου στις συλλογές του Λούβρου».
Διόλου τυχαία επιλογή. Όπως σημειώνει η Μαρίνα Λαμπράκη-Πλάκα στον κατάλογο της έκθεσης, ο οποίος βρισκόταν στο τυπογραφείο την ημέρα του αιφνίδιου θανάτου της, «ο Παρθένης κατέχει μια ξεχωριστή θέση στο ομαδικό ασυνείδητο του μέσου Έλληνα. Είναι ταυτισμένος με μια οραματική Ελλάδα, που αγκαλιάζει έναν εξαϋλωμένο χώρο, ενοικημένο από τον μύθο και την ιστορία του. Είναι η ”ιδανική Ελλάδα” του Παρθένη, σύμφωνα με τον τίτλο της έκθεσης».
Ως γνωστό, η Εθνική Πινακοθήκη είναι ο κάτοχος του μεγαλύτερου μέρους έργων, σχεδίων και τεκμηρίων του Κωνσταντίνου Παρθένη. Προέρχονται κυρίως από όσα κληρονόμησε από τα δύο τέκνα του ζωγράφου, τον Νίκο και τη Σοφία. Για την έκθεση επιλέχθηκαν 150 έργα από τις συλλογές της Πινακοθήκης και σημαντικά δάνεια από ιδιωτικές και δημόσιες συλλογές. Μεταξύ αυτών κάποια από τα
εμβληματικά του έργα όπως η «Αποθέωση του Αθανασίου Διάκου», οι «Λουόμενες», «Ο Χριστός – Ανθρωπότης», η «Πιετά», το «Μεγάλο γυμνό, Εύα», «Ο θερισμός», «Τα αγαθά της συγκοινωνίας», «Το Γαλλικό αεροδρόμιο της Κέρκυρας».Όπως επίσης τα ημιτελή σχέδια της ζωφόρου με τις φιγούρες του αρχαίου και του νέου κόσμου που προορίζονταν για την Βουλή των Ελλήνων, αλλά και οι περίφημοι πίνακες που προορίζονταν και δεν παραδόθηκαν ποτέ για τον διάκοσμο του Δήμου Αθηναίων με αποτέλεσμα την αρχή της μακροχρόνιας δικαστικής διαμάχης του με τον Δήμο Αθηναίων. Την έκθεση πλαισιώνουν οικογενειακές φωτογραφίες, όπως αυτή της κόρης του, Σοφίας, ντυμένης με στολή εύζωνα που σχεδίασε ο Παρθένης, κατάλογοι από εκθέσεις, από την Μπιενάλε. Το βαλιτσάκι με τα πινέλα του και το καβαλέτο του συνοδεύουν την έκθεση που ετοιμαζόταν επί τέσσερα χρόνια, σε επιμέλεια της Ζίνας Καλούδη.
Μια συναρπαστική διαδρομή που διήνυσε ο κοσμοπολίτης Αλεξανδρινός ζωγράφος, από τους σημαντικότερους δημιουργούς της ελληνικής τέχνης. Ανέπτυξε συνεχή διάλογο με τον μοντερνισμό, αφομοιώνοντας δημιουργικά τις μορφολογικές αναζητήσεις των Ευρωπαίων καλλιτεχνών – τις τάσεις του συμβολισμού και της βιεννέζικης Secession, του ιμπρεσιονισμού και του ντιβιζιονισμού, του φωβισμού, στη συνέχεια του κυβισμού, ανανεώνοντας διαρκώς την εικαστική του γλώσσα.
Ο επισκέπτης παρακολουθεί το σύμπαν του Κωνσταντίνου Παρθένη στην «ιδανική Ελλάδα» της ζωγραφικής του. Με οδηγό τις αισθήσεις κι έναν αέρα μυστικισμού που αποπνέει το έργο του, αλλά και ακολουθώντας τις ενδόμυχες σκέψεις του για την ιστορία της τέχνης, όπως τις κατέγραψε στα γαλλικά, με καλλιγραφικά γράμματα στο «Τετράδιον» του, που επίσης εκτίθεται: σημειώσεις για το χρώμα που «έχει πνεύμα και ψυχή όπως η κάθε γραμμή», για το αττικό φως, «σύμβολο της ψυχής και της νιότης», για το εγκώμιο του για την βυζαντινή τέχνη, την οποία θεωρούσε ως συνέχεια της αρχαιοελληνικής.
Με μια ζωή πολυκύμαντη όσο και θρυλική, με σπουδές στη Ρώμη, την Βιέννη, το Παρίσι, ο Κωνσταντίνος Παρθένης «εμφανίστηκε και έλαμψε ως διάττων στο στερέωμα της επαρχιακής ακόμη ελληνικής καλλιτεχνικής σκηνής στην ανατολή του 20ου αιώνα». Διέτρεξε με τη ζωή του και το έργο του τα τέλη του 19ου αιώνα και ολοκλήρωσε τη διαδρομή του στα τέλη της δεκαετίας του 1960 στο σπίτι του, στους πρόποδες της Ακρόπολης, το οποίο γκρεμίστηκε μετά τον θάνατο του.
Ο Παρθένης ήταν από τους πρώτους καλλιτέχνες που επέβαλε τις ρηξικέλευθες για την εποχή του απόψεις για τον μοντερνισμό κι έκανε πράξη την πεποίθησή του ότι ο καλλιτέχνης οφείλει να έχει την αναγνώριση και την υποστήριξη του κράτους.
Με τον διορισμό του στη Σχολή Καλών Τεχνών, το 1929, άλλαξε τον τρόπο διδασκαλίας της τέχνης και δίδαξε μία νέα ηθική για την καλλιτεχνική εκπαίδευση. Οι στενές φιλίες του με διανοούμενους και πολιτικούς, καθώς και οι απόψεις του για τις πολιτικές αναταράξεις της ελληνικής ιστορίας στον μεσοπόλεμο αντανακλώνται στην πορεία αλλά και στο έργο του.
Οι εντάσεις και η υπονόμευση από συναδέλφους του και η θαρραλέα απόσυρσή του στο σπίτι-εργαστήριό του τα τελευταία τριάντα χρόνια της ζωής του συνέβαλαν στη δημιουργία ενός μυστηρίου γύρω από την δυσνόητη, συχνά, ζωγραφική του.
«Δυστυχώς, από την πρώτη στιγμή», όπως σημειώνει η Μαρίνα Λαμπράκη Πλάκα, «ο άτυπος τρόπος διορισμού του στη Σχολή Καλών Τεχνών, οι καινοτομίες στη διδασκαλία του που περιγράφονται με διορατικό και διεισδυτικό τρόπο από τον μαθητή του Γιάννη Τσαρούχη, αλλά και η ενδιάθετη υπεροψία του, που απέρρεε από το λανθάνον αίσθημα υπεροχής οδήγησαν γρήγορα σε ένα κλίμα καχυποψίας που δεν άργησε να μεταστραφεί σε εχθρότητα εξωθώντας τον μεγάλο δάσκαλο στην εσωστρέφεια, στην απομόνωση και τελικά στην παραίτησή του το 1947. Η υψηλή πνευματικότητα και ο ιδεαλισμός του Παρθένη επέτειναν το αίσθημα της μοναξιάς του. Το 1930, μιλώντας στην εφημερίδα Πρωία (27/1) επισημαίνει την καθυστέρηση της Ελλάδας στον τομέα των Τεχνών: «οι καλλιτέχναι θα πεισθούν ότι πρέπει να εργάζονται με τον νουν και την ψυχήν και όχι μόνον με τον χρωστήρα και την σμίλην».
Η έκθεση «Κωνσταντίνος Παρθένης (1878-1967), Η ιδανική Ελλάδα της ζωγραφικής του» στην Εθνική Πινακοθήκη θα διαρκέσει έως το τέλος Νοεμβρίου 2022.
Την αρχιτεκτονική μελέτη και τη σκηνογραφική παρουσίαση της έκθεσης ανέλαβε η ομάδα αρχιτεκτόνων Γιώργου Παρμενίδη, Χριστίνας Λονγκεπέ, Ιφιγένειας Μάρη.