«Τα τελευταία τρία χρόνια σημειώνονται οι μεγαλύτερες αντιφάσεις, αναδιπλώσεις και αστοχίες, πολύ πριν και πέρα απ’ τον πόλεμο, δηλώνει στο libre ο καθηγητής της Ευρωπαϊκής Έδρας Jean Monnet στο Ευρωπαϊκό Δίκαιο & Δίκαιο Ενέργειας του Πανεπιστημίου Πειραιώς, Νίκος Φαραντούρης.
Χαρακτηρίζει «βεβιασμένη» την απόφαση της κυβέρνησης για απολιγνιτοποίηση και ότι ο ίδιος είναι υπέρ του μακροχρόνιου σχεδιασμού, με συμμέτοχο όμως την κοινωνία και με ξεκάθαρες σταθερές σχετικά με την ενεργειακή ασφάλεια, την ενεργειακή αποδοτικότητα και την ανάπτυξη.
Ακολουθεί η συνέντευξη αναλυτικά:
Το θέμα της ενέργειας για μια χώρα πάντα ήταν μείζον. Ωστόσο όπως φαίνεται από τη διαχείριση που του επεφύλαξαν οι ελληνικές κυβερνήσεις τα τελευταία χρόνια δεν είχε και τις καλύτερες προοπτικές για την Ελλάδα. Δηλαδή από το 2012 και μετά- αφού κυβέρνησαν όλα τα κόμματα του δημοκρατικού τόξου – δεν έκαναν ό,τι μπορούσαν για να πετύχουν το καλύτερο στην πολιτική της ενέργειας. Σήμερα ποια θεωρείτε ότι είναι η μεγαλύτερη πρόκληση στην πολιτική της χώρας στον συγκεκριμένο τομέα;
Υπάρχουν διαφορετικές θεωρήσεις αναφορικά με την οργάνωση της ενεργειακής μας πολιτικής και το μοντέλο ανάπτυξης.
Χωρίς να θέλω να ακυρώσω σημαντικές προσπάθειες που έγιναν απ’ όλες τις κυβερνήσεις διαχρονικά για την καλύτερη οργάνωση του τομέα της ενέργειας στη χώρα μας, πιστεύω ότι τα τελευταία τρία χρόνια σημειώνονται οι μεγαλύτερες αντιφάσεις, αναδιπλώσεις και αστοχίες, πολύ πριν και πέρα απ’ τον πόλεμο.
Καταρχάς, αναφορικά με τη λειτουργία των αγορών:
Αποδεικνύεται σήμερα περίτρανα ότι οι ενεργειακές αγορές δεν μπορούν να λειτουργούν πάντοτε τέλεια, ούτε «στον αυτόματο». Απαιτούν εποπτεία, ρυθμιστική εγρήγορση και νομοθετική παρέμβαση, ιδίως όταν πρόκειται για ρηχές (λίγες συναλλαγές) και ολιγοπωλιακές (λίγοι παίκτες) αγορές.
Σήμερα η κυβέρνηση επιχειρεί με καθυστέρηση 1 έτους παρέμβαση στην αγορά ηλεκτρικής ενέργειας, η οποία όμως ούτε συνοχή έχει, ούτε αποκρυσταλλωμένη είναι, ούτε ευδιάκριτο αποτύπωμα έχει μέχρι στιγμής. Προφανώς αναδιπλώνεται από προηγούμενη θέση της ότι «οι αγορές λειτουργούν μία χαρά» και δεν χρειάζονται καμία παρέμβαση.
- Αναδιπλώνεται επίσης σχετικά με τη χρήση του λιγνίτη, το ρόλο των υδρογονανθράκων κ.ο.κ., κάτι που μαρτυρά έλλειψη μακροχρόνιου ενεργειακού σχεδιασμού. Και δεν είναι μόνο ο πόλεμος η αιτία, αλλά τα αδιέξοδα προηγούμενων αποφάσεων.
Για παράδειγμα, η απολιγνιτοποίηση είχε προχωρήσει και επί της προηγούμενης κυβέρνησης, αλλά με πιο ομαλό και σχεδιασμένο τρόπο, με βάση δηλαδή την ολοκλήρωση του κύκλου ζωής των λιγνιτικών μονάδων. Όχι πυροτεχνηματικά και βεβιασμένα.
Άλλο παράδειγμα:
- οι Ενεργειακές Κοινότητες που εισήχθησαν στην Ελλάδα το 2018. Προάγουν τη συμπεριληπτικότητα και την τοπικότητα στην παραγωγή ενέργειας από ΑΠΕ και θα μπορούσαν να αποτελέσουν την αιχμή του δόρατος στο αναπτυξιακό μοντέλο της χώρας στο δρόμο προς την κλιματική μετάβαση. Αντί να στηριχθούν θεσμικά και οικονομικά, αποδυναμώνονται και βαλτώνουν. Είμαι υπέρ του μακροχρόνιου σχεδιασμού, με συμμέτοχο όμως την κοινωνία και με ξεκάθαρες σταθερές σχετικά με την ενεργειακή ασφάλεια, την ενεργειακή αποδοτικότητα και την ανάπτυξη.
Υποστηρίζω την ανάγκη απεξάρτησης από εισαγόμενα ορυκτά καύσιμα (σε αέρια ή υγρή μορφή), τάσσομαι υπέρ της καταπολέμησης της ενεργειακής φτώχειας με έξυπνα ρυθμιστικά, θεσμικά και χρηματοδοτικά εργαλεία και δικαιότερη κατανομή βαρών και επιχειρηματικού ρίσκου, και πιστεύω στην παραγωγή ενέργειας «από τα κάτω προς τα πάνω» με ισχυρά κίνητρα και συμπεριληπτικές πολιτικές. Ενεργειακή ασφάλεια και ενεργειακή φτώχια είναι έννοιες ασύμβατες.
–Η έξοδος σε πιο πράσινες επιλογές είναι βιώσιμη; Τα φωτοβολταϊκά και τα αιολικά πάρκα είναι το μέλλον ή θα δούμε και άλλους τρόπους για να πετύχουμε όσο το δυνατόν μεγαλύτερη αυτονομία;
Η κλιματική αλλαγή είναι εδώ και μας κτυπά την πόρτα. Και η κλιματική μετάβαση μπορεί και πρέπει να πραγματοποιηθεί χωρίς ισχυρούς κοινωνικούς και οικονομικούς κραδασμούς. Χρειάζεται όμως γι’ αυτό επανασχεδιασμός και νέες προτεραιότητες.
Υπάρχει η ευκαιρία του Ταμείου Ανάκαμψης και άλλων χρηματοδοτικών εργαλείων και ευρωπαϊκών πόρων που δεν πρέπει να σπαταληθούν, ούτε να κατευθυνθούν αποκλειστικά σε μεγάλα έργα υποδομών ορυκτών καυσίμων σε μία λογική παραγωγής ενέργειας «από τα πάνω προς τα κάτω» (top down).
Αντιθέτως, πρέπει να κατευθυνθούν στην ενίσχυση όσο το δυνατόν μεγαλύτερης διασποράς στην παραγωγή ενέργειας «από τα κάτω προς τα πάνω» (bottom up), με εκσυγχρονισμό των δικτύων ηλεκτρικής ενέργειας και στήριξη της ιδιοπαραγωγής και ιδιοκατανάλωση σε μια λογική «ενεργειακής δημοκρατίας», με ενεργειακές κοινότητες και την κοινωνία να συμμετέχει συλλογικά στον ενεργειακό σχεδιασμό.
Αυτά δεν είναι ούτε ουτοπικά ούτε θεωρητικά. Εφαρμόζονται ήδη σε πολλές άλλες χώρες της ΕΕ (στη Γερμανία το 50% της ενέργειας από ΑΠΕ διέρχεται υποχρεωτικά μέσω Ενεργειακών Κοινοτήτων) και έχουν ευδιάκριτο αποτύπωμα στην διαφοροποίηση του ενεργειακού μείγματος, με περισσότερο φιλικές προ το περιβάλλον μορφές ενέργειας και χωρίς κοινωνικά αδιέξοδα και αντιδράσεις.
–Είστε Πανεπιστημιακός, Καθηγητής της Ευρωπαϊκής Έδρας Jean Monnet και Διευθυντής Μεταπτυχιακών Σπουδών στην Ενέργεια στο Πανεπιστήμιο Πειραιώς. Ποιος είναι ο ρόλος της ακαδημαϊκής κοινότητας; Λειτουργεί συμβουλευτικά για την Πολιτεία;
Το Πανεπιστήμιο είναι και πρέπει να παραμείνει ένα ανεξάρτητο και πλουραλιστικό επιστημονικό και ερευνητικό forum. Στο διεθνές Μεταπτυχιακό Πρόγραμμα στην Ενέργεια του Τμήματος Διεθνών και Ευρωπαϊκών Σπουδών του Πανεπιστημίου Πειραιώς που έχω τη χαρά να διευθύνω, συνεργαζόμαστε πανεπιστημιακοί, επιστήμονες και φοιτητές με διεπιστημονικό υπόβαθρο και σημαντική ερευνητική και επαγγελματική διαδρομή ο καθένας κι η καθεμιά. Συμβουλεύουμε την Πολιτεία όταν αυτό μας ζητείται και καταθέτουμε προτάσεις για όλα τα μείζονα διακυβεύματα του ενεργειακού τομέα.
- Αρκεί κανείς να ανατρέξει στις δημοσιευμένες μελέτες, διπλωματικές εργασίες και επιστημονικά συνέρια που έχουν οργανωθεί όλα αυτά τα χρόνια από την ίδρυση του Προγράμματος και θα αλιεύσει χρήσιμες και τεκμηριωμένες απόψεις, θέσεις και προτάσεις, με παρρησία αλλά και πλουραλισμό, για πολλά επίκαιρα ζητήματα.
Εναπόκειται στην Πολιτεία πώς θα εκμεταλλευθεί καλύτερα το επιστημονικό δυναμικό και τη συσσωρευμένη επιστημονική γνώση και εμπειρία του Προγράμματός μας, αλλά και της ακαδημαϊκής κοινότητας εν γένει, για το καλό της κοινωνίας και της εθνικής μας οικονομίας.
*Καθηγητής της Ευρωπαϊκής Έδρας Jean Monnet στο Ευρωπαϊκό Δίκαιο & Δίκαιο Ενέργειας του Πανεπιστημίου Πειραιώς, ιδρυτής και διευθυντής του Μεταπτυχιακού Προγράμματος “MSc in Energy: Strategy, Law & Economics” του Πανεπιστημίου Πειραιώς. Διετέλεσε Διευθυντής Νομικών Υπηρεσιών & Νομικός Σύμβουλος, Μέλος ΔΣ και Πρόεδρος (υπηρεσιακός) της ΔΕΠΑ ΑΕ, Πρόεδρος της Ένωσης Πανεπιστημιακών Ευρωπαϊκών Σπουδών και Πρόεδρος της Νομικής Επιτροπής της EUROGAS, της ένωσης 45 ενεργειακών εταιρειών φυσικού αερίου στην Ευρώπη. Είναι σύμβουλος του αρχηγού της αξιωματικής αντιπολίτευσης και Προέδρου του ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ A. Τσίπρα σε θέματα ενέργειας και ανταγωνισμού.