Να πω ευθύς εξαρχής δύο πράγματα που θα βοηθήσουν πιστεύω την κατανόηση. Το πρώτο είναι ότι δεν αμφισβητώ την χρησιμότητα, την αποτελεσματικότητα και την ευεργετικότητα του εμβολίου – έχω εγώ ο ίδιος κάνει όλες τις δόσεις που συνιστούν οι ειδικοί για την περίπτωσή μου.
Του Νικόλα Χρηστάκη
Το δεύτερο σχετίζεται με την αποστολή του κοινωνικού επιστήμονα: είναι η κατανόηση των κοινωνικών φαινομένων, ειδικά μάλιστα για τον ψυχοκοινωνιολόγο η κατανόηση των φαινομένων που άπτονται του συλλογικού φαντασιακού – σ’ αυτό βέβαια συνεπικουρούμενος από άλλες προσεγγίσεις (π.χ. ανθρωπολογία, ψυχανάλυση), τις οποίες καθόλου δεν πρέπει να απορρίπτει για να διαφυλάξει την ακαδημαϊκή του επικράτεια – όπως δεν πρέπει να απορρίπτει και να υποτιμά τους ανθρώπους-δρώντα υποκείμενα που εμπλέκονται στα φαινόμενα που τον ενδιαφέρουν, ό,τι και όποιοι κι αν είναι αυτοί.
Όσοι αρνούνται να κάνουν το εμβόλιο κατά του Covid δεν ανήκουν στην ίδια περίπτωση. Υπάρχουν κάθε είδους σκεπτικά. Κάποιοι π.χ. δεν εμβολιάζονται για ρητούς ιατρικούς λόγους, ενώ άλλοι είτε διότι υποψιάζονται (λιγότερο ή περισσότερο δικαιολογημένα, είναι αλήθεια) ότι το εμβόλιο θα τους κάνει περισσότερο κακό από ό,τι καλό, είτε διότι δεν τους αρέσει η «τροπή που πήρε το θέμα», ο «καταναγκασμός» (είναι κυρίως αυτοί που μας αφορούν εδώ).
Θα αρχίσω με κάποια από αυτά που τους χρεώνονται, κυρίως με τον ανορθολογισμό και την απουσία κοινωνικής υπευθυνότητας.
Υποψιάζομαι καταρχάς ότι ο οστρακισμός τους αποτελεί μια (συλλογική και, ατυχέστατα, πολιτική) ανάγκη να εκτραπεί σ’ αυτούς τόσο η προσοχή για θέματα που άπτονται της πολιτικής διαχείρισης των θεσμών και θεσμικών πρακτικών της υγείας, όσο και η συλλογική ανασφάλεια και επιθετικότητα (που οφείλονται στην πανδημία, αλλά έχουν απείρως βαθύτερες και επικίνδυνα γενικευμένες κοινωνικές ρίζες στον σύγχρονο «γενναίο καινούριο» κόσμο μας).
Όπως κι αν έχει: πολιτική διαχείριση και ανασφάλεια/επιθετικότητα αλληλοσυμπληρώνονται ιδιαιτέρως βολικά και τροφοδοτούν την πολιτική και δημοσιογραφική σωτηριολαγνεία, με κύριο αποτέλεσμα την προαγωγή της σύγχυσης και της κοινωνικής πόλωσης, στη θέση της ξεκάθαρης πληροφόρησης, της πειθούς με επιχειρήματα και του διαλόγου.
Περιττόν να αναφερθώ στο ζήτημα της έλλειψης κοινωνικής ευθύνης που κάπως εύκολα τους προσάπτεται. Πόσο αυτή η ευθύνη ενυπάρχει σε άφθονες πρακτικές της εποχής μας: π.χ. κάπνισμα, διατροφή, επικίνδυνη οδήγηση στον δρόμο, ανάληψη ρίσκου σε «εξτρήμ σπορ» κάθε είδους, πολιτικές αποφάσεις άμεσα συναρτώμενες με την υποβάθμιση του συλλογικού και πλανητικού πλούτου/αποθεμάτων κ.λπ. – είμαστε μάρτυρες ενός ρεσιτάλ αδιαφορίας ή/και αποποίησης ή μετακύλισης σχετικών ευθυνών ή αποφάσεων, καθώς και δράσεων βιτρίνας τύπου «εταιρική κοινωνική ευθύνη», «πράσινη ανάπτυξη» κ.λπ.
Το να τους προσάπτεται έλλειψη ορθολογικότητας αποτελεί ένα ενδιαφέρον ψυχοκοινωνιολογικό ζήτημα, πιο δύσκολο να προσεγγιστεί, αλλά άξιο προσεκτικής εξέτασης. Η απόδοση ανορθολογικότητας τείνει να ταυτίζει την τελευταία με μια «πάθηση» ή με μια νοσηρή ή/και παθολογική κατάσταση, με μια μόλυνση – βλ. ενδεικτικά τον χαρακτηρισμό «ψεκασμένος». Με διασκεδάζει αυτός ο όρος και θα τον χρησιμοποιήσω ως υπόδειγμα. Μήπως λοιπόν ξεχνάμε ότι οι ψεκασμοί αποτελούν εφαρμογή «επιστημονικών»/ορθολογικών μεθόδων στην γεωργία (γιατί όχι και στον έλεγχο των πληθυσμών;), με συγκεκριμένες και δυστυχώς πλέον ξεκάθαρες επιπτώσεις στην υγεία μας και στην ζωή του πλανήτη μας;
Κάτι που ξέρουμε σήμερα (όσο κι αν το «αγνοούμε»/απωθούμε) είναι ότι η τυφλή (και κερδοσκοπικότατη) εφαρμογή «επιστημονικών» μεθόδων με αμφισβητούμενα (για να μην πω: ξεκάθαρα αρνητικά) αποτελέσματα επεκτείνεται σε όλους τους τομείς της ανθρώπινης δράσης και ύπαρξης. Μειώνονται οι έλεγχοι στις τεχνολογικές εφαρμογές κάθε είδους που οδηγούν στην ψυχοκοινωνική μας δυσανεξία και στην προϊούσα υποβάθμιση ή/και καταστροφή της ζωής. Αναρωτιέμαι πόσοι ορθολογικοί ή απλά ηθικοί άνθρωποι δεν οδηγούνται στο να δυσπιστούν απέναντι στην επιστήμη και στην τεχνολογία – κυρίως βέβαια στην αγοραία τους εκδοχή και κάτω από συνθήκες «σκόπιμης αμέλειας» και οπισθοχώρησης του πολιτικού/κοινωνικού ελέγχου.
Τι είναι λοιπόν «ορθολογικό»; Μόνο η επαγγελματική άσκηση της επιστήμης μπορεί να στοχεύει αυτό το ιδανικό και τούτο μόνο κάτω από συγκεκριμένες συνθήκες και σε συγκεκριμένες πτυχές και φάσεις της (π.χ. στον σχεδιασμό και την πραγματοποίηση μιας έρευνας, πειραματικής ή μη). Είναι σωστό να αναφερόμαστε σε μία επιστημονική (και δεοντολογική) επιστήμη των εγχειριδίων, αλλά καλό είναι να θυμόμαστε ότι ως ιστορικο-κοινωνική πρακτική η επιστήμη εμπλέκει την αμφισβήτηση, την επιθυμία, την επιθετικότητα απέναντι σε προηγούμενες ιδέες, την φαντασία, την αμφιθυμία, την κοινωνική και πολιτική πράξη και συνείδηση, ακόμα και την ποίηση και την τέχνη – πράγματα ουδόλως ορθολογικά, εύκολα φαντάζομαι θα παραδεχτείτε. Αυτά ισχύουν επαναλαμβάνω για την επιστήμη και λιγότερο για την τεχνολογία… η οποία σήμερα είναι το νόθο, αλλά χαϊδεμένο, παιδί της με το «κέρδος πάση θυσία», που έχει πλέον εκδιώξει όλα τα άλλα.
Διασκεδαστική λεπτομέρεια που δυσκολεύομαι να μην αναφέρω: διάφοροι στάρλετ της δημόσιας διανόησης αποδίδουν συχνά τα εντόπια προβλήματά μας στο ότι «δεν έχουμε περάσει τον Διαφωτισμό» (η έκφραση παραπέμπει σε παιδική ασθένεια!). Τι έχουν να πουν τώρα για την μαζική και μαχητικότατη άρνηση/απόρριψη του εμβολιασμού σε χώρες που ο Διαφωτισμός έπρεπε να τους έχει ανοσοποιήσει από κάθε ανορθολογικό πειρασμό και αντικοινωνική παρέκκλιση;
Αξίζει εδώ να σημειωθεί εν παρενθέσει ότι αντιεμβολιαστικές κινήσεις υπάρχουν ανέκαθεν – βλ. π.χ. τις έντονες αντιδράσεις και φοβίες στην Βρετανία των αρχών του 19ου αιώνα όταν εισήχθη το –σωτήριο- εμβόλιο εναντίον της ευλογιάς.) (Βλ. π.χ. https://www.washingtonpost.com/history/2021/11/14/smallpox-anti-vaccine-england-jenner/)
Όσο για πιο πρόσφατες διαφωνίες-παραφωνίες στους κόλπους της ίδιας της επιστημονικής κοινότητας σε παγκόσμιο επίπεδο θυμίζω απλά το άρθρο του Wakefield αναφορικά με τις υποτιθέμενες επιπτώσεις του εμβολιασμού (που «απεσύρθη» με κάθε επισημότητα). Όσο για το μικρο-επίπεδο του καθενός, ο καθένας μας υποθέτω θα έχει στον κύκλο του (ή θα έχει λάβει γνώση ότι υπάρχουν) επιστήμονες που είτε αμφισβητούν ευθέως το εμβόλιο και τις περί αυτό πρακτικές, είτε είχαν επιστημονικά θεμιτές επιφυλάξεις. Οι τελευταίες εξακολουθούν να υπάρχουν στην επιστημονική κοινότητα και στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, συνήθως όμως τυγχάνουν παρερμηνείας, παραμόρφωσης και ή/και, συχνά, βίαιης απόρριψης.
Είναι αυτό χαρακτηριστικό ανοιχτού διαλόγου ή μήπως φαίνεται ότι η «κατάσταση έκτακτης ανάγκης», ο «πόλεμος στον οποίο βρισκόμαστε» κ.ο.κ. αγιάζουν τα μέσα;
Ας συνεχίσουμε όμως. Αυτό λοιπόν που θέλω εδώ, δια μέσου όλων αυτών, να υπογραμμίσω, έστω και περνώντας κάποιες φάσεις του σκεπτικού με γρήγορα βήματα, είναι ότι για το συλλογικό φαντασιακό η τεχνοεπιστήμη είναι κάτι στο οποίο αναγκαστικά οι εμπλεκόμενοι «πιστεύουν». Η λέξη έχει σημασία καθώς προφανώς συνεπάγεται και πλείστες ανορθολογικές διαστάσεις και όψεις. Οι όψεις όμως αυτές είναι ανθρώπινες και κοινωνικές και καλύτερα να μάθουμε να ζούμε με αυτές, να τις (ανα)γνωρίζουμε και να τις αντιμετωπίζουμε μέσα μας και μέσα στους άλλους και στην (λίγο-πολύ παγκόσμια) κοινωνία στην οποία ανήκουμε. Ειδεμή πρυτανεύει η λογική «πρώτα κρεμάμε μετά ρωτάμε»! (και συνήθως ο πρώτος που κρεμιέται είμαστε εμείς οι ίδιοι).
Η άρνηση εμβολιασμού (όπως και η γενική συνύπαρξη επιστήμης και ανορθολογικών πρακτικών των κοινωνιών μας – βλ. π.χ. όλες τις εκφάνσεις του new age) αποτελεί ένα πολύπλοκο και πολυπαραγοντικό φαινόμενο με ιδιαίτερα βαθιές ανθρωπολογικές ρίζες: σχετίζεται με τον κλονισμό αυτής της πίστης στην τεχνοεπιστήμη ή/και με την αμφίθυμη στάση απέναντί της. Η αμφιθυμία αυτή πηγάζει από το ότι η τεχνοεπιστήμη υπόσχεται (και σε κάποιον βαθμό προάγει) ένα προμηθεϊκό σχέδιο ως προς τον άνθρωπο (θεραπεία από ασθένειες, μακροζωία/αθανασία κ.λπ.), ενώ ταυτόχρονα τον υποδουλώνει και τον απειλεί ολοένα και περισσότερο (γραφειοκρατία, μηχανοποίηση, κανονικοποίηση, αλλοτρίωση, φτώχια, μόλυνση κ.λπ.)
Η άρνηση λοιπόν εμβολιασμού, ως απότοκο σε κάποιους αυτής της αμφιθυμίας και δυσκολίας ενοποιημένου, συνεκτικού και σχετικά ασφαλούς νοήματος, βρίσκει επιπλέον εύλογα στηρίγματα αφενός στην αδιαμφισβήτητη ορατότητα των τεχνολογικών και των πολιτικών αδιεξόδων που σχετίζονται με την δημόσια υγεία και υγιεινή, αφετέρου στην αυξανόμενη δυσπιστία απέναντι στις (φαρμακευτικές, για την συγκεκριμένη περίπτωση) εταιρείες, αλλά και κλάδων ή υποσυνόλων της επιστημονικής και ερευνητικής κοινότητας λόγω υποψίας κερδοσκοπίας και διαπλοκής.
Ας λάβει απλώς κανείς υπόψη ότι η ερευνητικές χρηματοδοτήσεις εξαρτώνται κυρίως από τον ιδιωτικό τομέα ή από υπερεθνικούς θεσμούς με φθίνουσα αξιοπιστία (βλ. σχέσεις ευρωπαϊκής ή παγκόσμιας οικονομικής και κοινωνικής πολιτικής και ανεργίας). Ως προς αυτά, η βελτίωση της ζωής μας σε κάθε τομέα λόγω της συσχέτισης/εξάρτησης κάθε τομέα από την «αγορά» είναι ένας από τους σύγχρονους μύθους μας. Και μολονότι καθημερινά διαψεύδεται σε όλα τα πεδία, αντέχει σε κάθε εμπειρική κριτική και απόδειξη.
Σ’ αυτό συνεπικουρούν και τα εξαρτώμενα MME, που μας «ψεκάζουν» με ηλεκτρονική παθολογική αισιοδοξία ή/και με «κούφια» υπερπληροφόρηση που οδηγεί στον κορεσμό, στον κυνισμό και στην αδιαφορία.
Υπάρχει κάτι που θέλω εδώ να υπογραμμίσω καθώς μού φαίνεται ότι ξεχνιέται εύκολα. Μίλησα προηγουμένως για πόλωση. Τα «στρατόπεδα» (εμβολιαστές – αντιεμβολιαστές) καλούνται να είναι άκρως πολωμένα: αυτό από μόνο του δεν είναι ό,τι καλύτερο σε μία δημοκρατία, ούτε βοηθά την καλώς εννοούμενη πειθώ (δηλαδή την κατεύθυνση των απόψεων και των πρακτικών προς το ευκταίο). Όμως, εκτός από την αμοιβαία υποτίμηση και περιφρόνηση, ενίοτε και το μίσος, τα εν λόγω στρατόπεδα μοιράζονται και την δυσπιστία προς πάσα κατεύθυνση. Ταυτόχρονα, η ευπιστία των μεν και των δε σε κάθε είδους επιχειρήματα ή κοινωνικο-πολιτικές αιτιάσεις ως προς τα δίκιο τους και το άδικο των «άλλων» είναι η παράδοξη θετική όψη αυτής της δυσπιστίας! Και τα δύο μαζί, ευπιστία και δυσπιστία, συνθέτουν ένα τοπίο που δυσχεραίνει επιπλέον την λειτουργία της δημοκρατίας και την προαγωγή της κοινής διαλογικής ζωής.
Τα επιχειρήματα πλέον των «άλλων» απορρίπτονται πριν ακουστούν, τα «δικά μας» γίνονται αποδεκτά πριν καν γίνουν κατανοητά!
Αρκεί να ανήκουμε σε μια ομάδα γνώμης, κάτι που μας προσδίδει μία ασφάλεια. Εύθραυστη ασφάλεια όμως και μονίμως απειλούμενη… Τόσο σημαντικά θέματα όσο η δημόσια υγεία (και ο δημόσιος τομέας γενικώς) και η πανδημία έχουν δυστυχώς ποδοσφαιροποιηθεί (με την σκοτεινότερη εκδοχή της λέξης), με τις ευλογίες πλείστων θεσμών και φορέων αντικειμενικής και πλουραλιστικής πληροφόρησης των πολιτών.
Η σημασία των προαναφερθέντων αναδεικνύεται περισσότερο όταν εξετάζουμε το επίπεδο της ατομικής/ψυχικής δυναμικής. Είναι ξεκάθαρο ότι πολλοί αντιεμβολιαστές, πέρα από τις προσωπικές τους ιατρικές αιτιάσεις (συχνά δικαιολογημένες επιστημονικά), πέρα από την δυσπιστία στην ποιότητα των εμβολίων (βλ. π.χ. τις χρονικές πιέσεις ως προς τον έλεγχό τους), φοβούνται ότι θα δεχτούν στο σώμα τους μια ουσία η οποία μπορεί να αποβεί καταστροφική για την υγεία τους. Μια ακόμα ουσία!
Ένας τέτοιος φόβος μπορεί εκ πρώτης όψεως να μοιάζει ψυχοπαθολογικός, αλλά δεν περιορίζεται σε μια ειδική δομή προσωπικότητας (όπως εξάλλου δεν χαρακτηρίζει ένα συγκεκριμένο επίπεδο σπουδών). Αν θεωρούν ότι το εμβόλιο μπορεί να τους κάνει κακό, αν το αντιλαμβάνονται σαν κάτι «νοσηρό» ή/και «βρώμικο», θα σκεφτόμουν μάλλον ότι έχουν την τάση να ταυτίζουν αυτό το προϊόν του πολιτισμού με τόσα άλλα των οποίων η ποιότητα απεδείχθη κάτι παραπάνω από «αμφίβολη». Όπως είπαμε, υπάρχει πληθώρα προϊόντων, ουσιών, φαρμάκων και παραφαρμάκων, υπηρεσιών… που είναι ύποπτα νοσηρότητας (συχνά αποδεδειγμένης εμπειρικά/επιστημονικά). Δεν παράγει συνέχεια «βρώμικα» πράγματα ο πολιτισμός μας; Και δεν υπάρχουν ένα σωρό παρασκηνιακά και «βρώμικα» «παιχνίδια» πίσω από τις σχετικές άδειες, την διακίνηση και προώθησή τους, τους σχετικούς υγειονομικούς ελέγχους κ.ο.κ.;
Βλέπουμε λοιπόν ότι πίσω από απόψεις και συμπεριφορές εκ πρώτης όψεως ανορθολογικές κρύβονται ενδιαφέρουσες αντιστοιχίσεις με κοινωνικές αναπαραστάσεις και ευαισθησίες και ρεύματα του συλλογικού φαντασιακού, την σημασία των οποίων θα ήταν καλύτερα να μην υποτιμάμε. Προστίθεται εδώ η έμμεση, αλλά ισχυρή, πίεση που ασκείται σε όλους μας να διαμορφώσουμε γνώμη.
Πρόκειται για μια γνωστή ήδη από τον 19ο αιώνα όψη της «κοινωνίας της επικοινωνίας» που σήμερα εντείνεται υπό το κράτος της ανεξέλεγκτης πληροφοριακής γιγάντωσης, της σύγχυσης δημόσιου και ιδιωτικού χώρου, της επείγουσας επιταγής διαμόρφωσης κάθε είδους ταυτοτήτων (πολιτικών, πολιτισμικών, καταναλωτικών κ.λπ.), αλλά και της ταυτόχρονης αναγκαιότητας προσφυγής σε αξιολογικά και ιδεολογικά μορφώματα που να υποκαθιστούν τις παραδοσιακές αυθεντίες που παρείχαν νόημα και ασφάλεια.
Η γνώμη λοιπόν που διαμορφώνεται έτσι (και ό,τι λέω τώρα ισχύει για αμφότερα τα στρατόπεδα) αντιστοιχεί, όπως προανέφερα, αλλά τώρα το λέω αλλιώς, σε μια κοινωνική ανάγκη ένταξης σε ένα ρεύμα γνώμης, όποιο κι αν είναι αυτό, όποιες θυσίες κι αν πρέπει να γίνουν σε επίπεδο ψύχραιμης εξέτασης των επιχειρημάτων. Επαναλαμβάνω ότι αυτό προσδίδει μεν κοινωνική και γνωστική ασφάλεια στα άτομα και στις πραγματικές ή ψυχολογικές ομάδες που ανήκουν, σε βάρος όμως της ψύχραιμης και κατανοητικής εξέτασης των επιχειρημάτων και των αντεπιχειρημάτων, της αντοχής στον αντίλογο (ορθολογικό ή μη) και της επίπονης διαλογικής πορείας που πρέπει να ακολουθηθεί ώστε να υπάρξουν βιώσιμες για όλους συναινέσεις και θεσμικές προτάσεις και πρακτικές. Άρα είναι μια ιδιαιτέρως εύθραυστη ασφάλεια!
Οι σύγχρονοι πολιτικοί, παρά τις δηλώσεις τους για το αντίθετο, ωφελούνται οπαδικά και εκλογικά από τέτοιου τύπου πολώσεις, εφόσον οι πολίτες γίνονται έτσι ευκολότερα «στρατολογήσιμοι». Όμως στο σύνολό της αυτή η διαδικασία εντείνει τον φαύλο κύκλο της απώλειας ψυχραιμίας των ίδιων των πολιτικών.
Αποτέλεσμα: δηλώσεις και θεσμικές αποφάσεις που υποδαυλίζουν προβλήματα και αδιέξοδα και μποϋκοτάρουν την πρόοδο προς τις λύσεις που οι ίδιοι ευαγγελίζονται, δηλαδή προς τις απόψεις και τις συμπεριφορές που θα όφειλαν να προαγάγουν. Έτσι κατακρημνίζεται η αξιοπιστία τους και κάθε κλίμα εμπιστοσύνης, όχι μόνο προς τα πρόσωπα, αλλά και προς τους θεσμούς (πολιτικούς, επιστημονικούς και tutti quanti).
Για να μην χρησιμοποιήσω εντόπιο παράδειγμα – όχι ότι δεν αφθονούν! -, θυμίζω πως στην Γαλλία, όπου οι αντιεμβολιαστές αποτιμώνται σε ένα 8% του πληθυσμού (από άρθρο στην Libération της 8ης Ιαν. 2022), ο πρόεδρος Μακρόν, αντί να αποτιμήσει ένα τέτοιο νούμερο, δήλωσε πως είναι ανεύθυνοι και πως οι ανεύθυνοι δεν μπορεί να είναι πολίτες, και πως είναι πιο επικίνδυνοι και από τους τρομοκράτες!
Σε μία τέτοια ατμόσφαιρα παραληρηματικής απαξίωσης των πολιτών και των θεσμών από έναν πρόεδρο της Δημοκρατίας (οι ανάλογες περιπτώσεις είναι αναρίθμητες πλέον από κάθε είδους «υπεύθυνο»), και λαμβάνοντας υπόψη τις κοινωνικο-οικονομικές συνθήκες, την ατμόσφαιρα απειλής, φόβου και απομόνωσης που βασιλεύει με την πανδημία, αλλά και κάποιους ψυχισμούς που είναι ενδεχομένως εγγενώς πιο ευάλωτοι, γιατί να απορούμε με την ατμόσφαιρα βίαιης «προσβολής» του κοινωνικού συμβολαίου, με τα επίπεδα οργής και καταστροφικότητας που αφυπνίζονται ποικιλοτρόπως σε ατομικό και συλλογικό επίπεδο; Όλα δηλαδή τούτα που αμέσως ή εμμέσως εμπλέκονται στον αντιεμβολιασμό…
Αυτό μας ξαναφέρνει στην εκτροπή του θυμού και της επιθετικότητας σε τρίτους (όποιοι κι αν είναι αυτοί), ακόμα και στον ίδιο τον εαυτό και στα οικεία πρόσωπα. Πρόκειται για μια συνήθη διαδικασία η οποία αφορά τους πάντες ανεξαρτήτως της θέσης τους στην κοινωνική ιεραρχία. Είναι ένας μηχανισμός που βοηθά στον καθησυχασμό από εσωτερικές συγκρούσεις, αλλά ωθεί σε δυνητικά ή και ευθέως καταστροφικές συμπεριφορές, στην αγχώδη αναζήτηση βεβαιοτήτων που δεν είναι ποτέ βέβαιες, και, εν τέλει, υπονομεύει τόσο την ατομική πραγμάτωση όσο και την κοινωνική πρόοδο και αναδεικνύει τις πολιτισμικές αντιφάσεις.
Επανέρχομαι, για να κλείσω, στις αντιφάσεις αυτές, στην προαναφερθείσα πολιτισμική αμφιθυμία, στο δίπολο εξιδανίκευση-ματαίωση. Αναφέρομαι, το θέτω σχηματικά, στην εξιδανίκευση της (υπερ)προστατευτικής κοινωνίας και επιστήμης και στην ταυτόχρονη και οδυνηρή ματαίωση λόγω θεσμικής εγκατάλειψης των πολιτών και κυριάρχησης ατμόσφαιρας τεχνολογικών απειλών. Πρόκειται για μια βαθιά κρίση νοήματος που υπογραμμίζεται από ερευνητές κάθε απόχρωσης και επιστημονικού πεδίου εδώ και δεκαετίες ήδη. Δημιουργείται έτσι μεταξύ άλλων ένα κλίμα συνομωσίας/συνομωσιολογίας.
Πώς συμβαίνει κάτι τέτοιο;
Το να αισθάνεται ο άνθρωπος, στην παιδική του ηλικία, εξαρτώμενος από παντοδύναμα πρόσωπα, είναι κάτι που μακροπρόθεσμα προκαλεί ποικίλες αντιδράσεις με βαθιές προσωπικές και πολιτισμικές συνεπαγωγές. Υπάρχει μεταξύ άλλων, το λέω κάπως απλά, ένα αίσθημα αδυναμίας και εξάρτησης, που μπορεί να μετασχηματιστεί σε ντροπή, φθόνο ή/και τάση υποταγής, αλλά και εξέγερσης. Κάτι τέτοιο περίπου συμβαίνει και απέναντι στην κοινωνία ή/και στην πανίσχυρη πλέον (και υπεραπειλητική) τεχνοεπιστήμη μας, στην οποία προβάλλεται η ναρκισσιστική μας παντοδυναμία, αλλά και το μίσος. Τέτοιες κινήσεις, είναι γνωστό από πάμπολλους και σημαντικότατους στοχαστές, βρίσκονται στην βάση σημαντικών πτυχών του κοινωνικού και του θρησκευτικού συναισθήματος.
Ας μείνουμε στην ευαλωτότητα, όπως αυτή, επιπλέον, σχετίζεται με την εγκατάλειψή μας από σοβαρές μορφές και πρόσωπα αυθεντίας: τους σύγχρονους πολιτικούς άνδρες και γυναίκες, τους θεσμούς (π.χ. την εργασία, την δημόσια υγεία και την κοινωνική πρόνοια, την δικαιοσύνη και το κράτος δικαίου).
Ένας κόσμος-ζούγκλα, που η ιστορική έκβαση και οι ατομικές τροχιές είναι ανεξέλεγκτες, αφημένες στην τύχη τους, χωρίς καμία αλληλεγγύη, πρόβλεψη, πρόνοια και νόημα.
Προσοχή: δεν είναι ότι οι αυθεντίες είναι κακές, ζηλόφθονες και μοχθηρές. Είναι απλά ότι είναι ελλιπείς, για να μην πούμε απούσες!
Αυτό κατά την άποψή μου βιώνεται ως μια διπλή προδοσία: δεν μπορούμε να τους μισούμε γι’ αυτό που είναι, δεν μπορούμε να θριαμβεύσουμε παίρνοντας την θέση τους (έστω και πληρώνοντας με τύψεις), πρέπει να ζούμε εγκαταλελειμμένοι. Προτιμάμε λοιπόν να παλινορθώνουμε μέσα μας φαντασιακά τέτοιες μορφές και δυνάμεις, έστω και παραληρηματικά καταδιωκτικές: τα λόμπυ, οι φαρμακευτικές, τα συμφέροντα, τα όπλα, τα κράτη, η πολιτική τάξη, το χρηματοπιστωτικό σύστημα κ.ο.κ…. είναι λοιπόν στο επίκεντρο αφηγημάτων που τα θέλουν σκόπιμα υπεύθυνα για την (ομολογουμένως κάκιστη) κατάσταση των πραγμάτων, και ταυτόχρονα για μία θέληση κακόβουλου, εκμεταλλευτικού και αλλοτριωτικού ελέγχου των ατόμων (βλ. π.χ. το τσιπάκι μέσα στο εμβόλιο). Επιμένω στην σημασία της «σκόπιμης ευθύνης» τους -είναι και η ουσία της συνομωσιολογίας-, καθώς αυτή η συνειδητή τους και υστερόβουλη θέληση είναι που προσδίδει ένα νόημα στο ανθρώπινο σύμπαν. Είναι εν τέλει πολύ καλύτερο να πιστέψουμε ότι μας καταστρέφουν σκόπιμα, απ’ ό,τι να παραδεχτούμε ότι είναι αδιάφορες ή/και αδύναμες και ανίκανες να μας προστατέψουν!
Η αποκάλυψη, η επεξεργασία και η διακίνηση τέτοιων πληροφοριών και «μυστικών» είναι τέλος πιστεύω δραστηριότητες και διεργασίες που μας εμπλέκουν πρακτικά όλους στην κοινωνία της πληροφορίας! Κάτι τέτοιο δεν συμβαίνει και με τις φήμες, αλλά και με το μεγαλύτερο (δυστυχώς) μέρος της ειδησιογραφίας; Η συλλογική επεξεργασία κάθε είδους πληροφοριών και «σεναρίων» είναι όπως κι αν έχει λειτουργικό και ψυχολογικό μέρος της κοινωνικότητας. Στα σοβαρά ή στα αστεία, όλοι σκεφτόμαστε και ανταλλάσσουμε πιστευτά ή απίστευτα σενάρια αναφορικά με το προσωπικό και το συλλογικό μας γίγνεσθαι. Όπως με την ατομική ζωή, έτσι και η συλλογική ζωή χρειάζεται το παιχνίδι και την φαντασία, ενίοτε και το παραλήρημα, δραστηριότητες που ενέχουν ένα μέρος αξιολόγησης της πραγματικότητας και ένα μέρος εξερεύνησης των εσωτερικών και εξωτερικών ορίων.
Η κοινότοπη καθημερινή σεναριολογία (της οποίας η συνομωσιολογία είναι μόνο ένα μικρό μέρος), έχει πολλά άμεσα και έμμεσα οφέλη. Μπορούμε καταρχάς να αναφέρουμε την υπέρβαση των αισθημάτων υποταγής και εξάρτησης και την συνακόλουθη επίτευξη μιας «ενεργητικότητας» στην αναζήτηση και την οργάνωση πληροφοριών, άρα και στην κοινωνική συμμετοχή. Η πληροφόρηση για την διατύπωση κρίσεων και αξιολογήσεων (εκλογικών και άλλων) είναι υγιής πολιτική και κοινωνική αναγκαιότητα και καθήκον, αλλά και σοβαρό διακύβευμα στις μέρες μας. Παράλληλο όφελος της συμμετοχής σε τέτοιου τύπου ομάδες είναι η δυνατότητα κοινωνικής οργάνωσης και ανάληψης δράσης, που μπορούν να οδηγήσουν τόσο στην χρήσιμη και πιο αντικειμενική γνώση για τα κοινωνικά πράγματα, όσο και στην κοινωνική προσφορά και αλληλεγγύη, ας μην το ξεχνάμε. Ο κόσμος μας είναι πολύπλοκος και οι δρόμοι που μπορούν να ακολουθήσουν τα πράγματα είναι αναρίθμητοι. Όταν οι άλλες βρίσκονται σε σημείο κορεσμού, ας έχουμε υπόψιν και τις ανεπίσημες οδούς…
Νικόλας Χρηστάκης,
Καθηγητής Κοινωνικής Ψυχολογίας, Τμήμα Επικοινωνίας & ΜΜΕ, ΕΚΠΑ