Οι πρόσφατες ενέργειες της Τουρκίας για ενίσχυση και αναβάθμιση της σχέσης της με την κατεχόμενη από το 1974 βόρεια περιοχή της Κυπριακής Δημοκρατίας παραπέμπουν σε τουρκική βούληση μιας οιονεί προσάρτησης.
Του Χριστόδουλου Γιαλλουρίδη
Αναφερόμαστε στο λεγόμενο «πρωτόκολλο οικονομικής συνεργασίας» μεταξύ Άγκυρας και κατεχομένων, το οποίο και υπεγράφη την Άνοιξη του 2022. Διαστάσεις του εν λόγω πρωτοκόλλου παραπέμπουν σε περιορισμό ελευθεριών και στην έτι περαιτέρω επιβολή του πολιτικού Ισλάμ μέσα από «θεσμικές διαδικασίες».
Στο παρελθόν είχαμε την ευκαιρία να υπογραμμίσουμε το λογικό άτοπο μιας ενδεχόμενης τουρκικής κίνησηςπροσάρτησης της κατεχόμενης βόρειας περιοχής της Κύπρουαπό την Τουρκία, καθώς ερμηνεύοντάς το από τη θεώρηση του τουρκικού επεκτατισμού ως αποσκοπούντος στρατηγικά στον πλήρη έλεγχο της μεγαλονήσου, τούτο θα σήμαινε την εν τοις πράγμασι απώλεια του νότου, ο οποίος κατά τους κανόνες της πολιτικής λογικής θα προσέτρεχε στην Αθήνα για την προστασία του, ακυρώνοντας εν τη ουσία του το τουρκικό στρατηγικό αφήγημα ελέγχου ολόκληρης της Κυπριακής επικράτειας.
Παρά ταύτα, οι διάφορες κινήσεις και εξαγγελίες που γίνονται από παράγοντες, τόσο των κατεχομένων, όσο και της Άγκυρας, θα έπρεπε να θέσουν την ελληνική πλευρά σε διαρκή τακτικού επιπέδου στρατηγικό προσανατολισμό αντιμετώπισης ενός τέτοιου ενδεχομένου, πράγμα που και μεγαλοφώνως διακηρύττει η Tουρκία, η οποία ειρήσθω εν παρόδω και παραδοσιακά εξαγγέλλει σχεδιασθείσες και κατά ταύτα επερχόμενες κινήσεις της.
Παράλληλα και σε ότι αφορά στις ούτω καλούμενες διακοινοτικές συνομιλίες, η διακηρυχθείσα σημερινή τουρκική θέση περί δύο κρατών στην Κύπρο ως απαραίτητη προϋπόθεση για την επανέναρξη τους, δεν είναι απλώς απαράδεκτη, αλλά και προσβλητική για την υπόσταση δύο σύγχρονων ευρωπαϊκών κρατών, όπως είναι η Ελλάδα και η Κυπριακή Δημοκρατία, καθώς μια αναγνώριση δυο κρατών στην Κύπρο επιφέρει την αναγνώριση και την ιδίαις χερσίνομιμοποίηση μιας κραυγαλέας διεθνούς παρανομίας, της εισβολής, κατοχής, καθώς και τους εποικισμού, που κατά το διεθνές δίκαιο συνιστούν εγκλήματα πολέμου.
Στο πλαίσιο της διεθνούς νομιμότητας, η προϋπόθεση επανέναρξης των συνομιλιών οφείλει να παραπέμπει στην αποχώρηση των στρατευμάτων κατοχής και των εποίκων,έτσι ώστε οι συνομιλίες να διεξάγονται στη βάση της στόχευσης οικοδόμησης ενός σύγχρονου κράτους, ευρωπαϊκών προδιαγραφών, που ανυπερθέτως να εδράζεται επί του κράτους δικαίου και της δημοκρατικής αρχής. Τούτο όντας conditio sine qua non της κυπριακής διαδρομής, θα σήμαινε προστασία όλων των πολιτών ανεξαρτήτου θρησκείας, φυλής ή καταγωγής.
Σήμερα, η πολιτική φημολογία περί ειλημμένης απόφασης του Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν να προχωρήσει στην πραγμάτωσητης προσάρτησης της ελληνικής κατεχόμενης γης της Κερύνειας, της Καρπασίας, της γενέτειρας γης του Γρηγόρη Αυξεντίου, Λύσης και της Μόρφου αποτελεί μια πράξηκρατικής τρομοκρατίας ενός παλαιόθεν εκκινούμενου, οιονείδε και αδιαλείπτως επερχόμενου τουρκικού επεκτατισμού. Τέτοιας εμβέλειας εξαγγελίες οφείλουν να λάβουν την πρέπουσα και δέουσα της ελληνικής ιστορίας απάντηση, δηλαδή ελληνικού στρατηγικού αποτυπώματος ενεργώς και δυναμικώς εκδηλούμενου μέσω έμπρακτης ελληνικής στάσης. Συνεπώς, τούτο οφείλει να προβληθεί, κατά τα ανωτέρω, σαφώς επί του πεδίου, όπερ και επιβάλλει την ενεργόενισχυμένη στρατιωτική, δηλαδή στρατηγικής διάστασης παρουσία της Ελλάδος στη μεγαλόνησο.
Συναφώς και κατά την ιστορική ευθύνη του ελληνισμού, μια apriori προβολή βούλησης της Ελλάδος για δυναμική αντίδραση επί του πεδίου στο ενδεχόμενο τουρκικής κίνησης προσάρτησης των κατεχομένων, θα υποχρέωνε την Τουρκία να αναλογιστεί το στρατηγικό πλαίσιο των επιπτώσεων μιας τέτοιας κίνησης, δεδομένης μάλιστα και γνωστής ούσης της τουρκικής φοβίας και οιονεί διατρέχουσας το τουρκικό πολιτικό σύστημα ανησυχίας ενδεχόμενων καταλυτικών για το πολιτικό σύστημα συνεπειών από μια επερχόμενη επί του πεδίου, έστω και μικρής έκτασης, ήττα.
Η Τουρκία ουδόλως επείγεται να προκαλέσει εξελίξεις τοιούτου βαθμού, που θα δύναντο να επιφέρουν πλήγματα στρατηγικής υπόστασης απαντητικής διάστασης από την Ελλάδα για την ίδια τη χώρα. Αυτό γιατί ένα ενδεχόμενο πλήγμα θα ήταν σε θέση να ακρωτηριάσει την ηγεμονική παρουσία και τον επιδιωκόμενο στρατηγικό ρόλο της ίδιας σε παρόντα, όπως και σε μέλλοντα χρόνο.
Συνεπώς και κατά τα ανωτέρω, η όποια κίνηση της Άγκυρας ενσωμάτωσης των κατεχομένων στην τουρκική ενδοχώρα εξαρτάται απολύτως από το προβλεπόμενο από την ίδια, επερχόμενο κόστος, σε συνάρτηση με τις αναμενόμενες ελληνικές αντιδράσεις, καθώς και τις συνήθως ανώδυνες ως χλιαρές διεθνείς τοιούτες. Αν η Άγκυρα προβλέπει μια διεθνή κινητοποίηση των Αθηνών στην ΕΕ και στον ΟΗΕ, τότε ουδέν πρόβλημα θα υπάρξει για την ίδια. Αν όμως η Αθήνα κινητοποιηθεί, σε συνεργασία με το Παρίσι και τη Λευκωσία, προβάλλοντας το ενδεχόμενο ισχυρής ενεργού και επί του πεδίου αντίδρασης, η Άγκυρα θα σκεφτόταν πολλές φορές αυτή την έκβαση, ενώ σαφώς και θα δίσταζε να προχωρήσει σε περαιτέρω ενέργειες.
Σε αυτό το σκεπτικό, ιστορικά προηγούμενα αποτελούν χρήσιμες αναφορές προς αποφυγή. Παρά το γεγονός πως η Συνθήκη της Λωζάννης του 1923 είχε σαφές καθεστώς για τις νήσους Ίμβρο και Τένεδο και το οποίο εξόφθαλμα παραβιάστηκε, η ανυπαρξία της ελληνικής αντίδρασης θα έπρεπε να λειτουργεί ως οιονεί, διαρκώς εκδηλούμενομάθημα για τις ελληνικές κυβερνήσεις ως προς τη στάση που πρέπει να τηρήσουν έναντι της Άγκυρας. Η εξισορρόπηση του επιτιθέμενου επιφέρει, κατά τη γνωστή θουκυδίδεια λογική,την αποτροπή και την ακύρωση της σχεδιασθείσης πράξεως ενός κατά ταύτα οιονεί επερχόμενου τουρκικού αναθεωρητισμού.
Το σημαντικότερο για Αθήνα και Λευκωσία παραπέμπει στην αναγκαιότητα πρόβλεψης του επερχόμενου τουρκικού στρατηγικού σχεδιασμού και οργάνωσης της επιτυχούς αντιμετώπισης, δηλαδή της εκ βάθρων ακύρωσης της σχεδιασθείσης τουρκικής επεκτατικής πολιτικής. Είναι γνωστό το γεγονός ότι η Τουρκία κινείται μόνο επί εδαφών και περιοχών, όπου ο κίνδυνος αντίστασης, ενεργού μαχητικής και πολεμικής τοιούτης, είναι ανύπαρκτος ή και εξαιρετικά μικρός. Όπου υπάρχει a priori προβολή ισχύος και δη αποτρεπτικής κατά ταύτα, η Τουρκία αποφεύγει να πάρει το ρίσκο της πολεμικής εμπλοκής.
Επομένως, η Αθήνα, μόνη και μετά συμμάχων, σαφώς μαζί με τη Λευκωσία, οφείλουν να υψώσουν το φράγμα της αποτροπής εγκαίρως, λόγοις και έργοις. Αυτό θα συνιστούσε ισχυρή συμβολή, τόσο στην ελληνική αξιόπιστη αποτρεπτική παρουσία στη νοτιοανατολική Μεσόγειο και στον κόσμο, όσο και στην υπόθεση της εμπέδωσης ενός πλέγματος προϋποθέσεων και όρων που θα καθοδηγούσαν διαδικασίες για μια δίκαιη, δηλαδή στα πλαίσια του διεθνούς δικαίου και της αρχής της αυτοδιάθεσης των λαών, αυριανή λύση του Κυπριακού Προβλήματος.
*Χριστόδουλος Κ. Γιαλλουρίδης
Ομότιμος Καθηγητής Διεθνούς Πολιτικής
Πάντειο Πανεπιστήμιο