Δεν θα αναφερθώ στο “τεχνικό” μέρος και την εξώφθαλμη συνάφεια των δύο υποθέσεων υποκλοπής και απόπειρας υποκλοπής τηλεφωνικών συνδιαλλέξεων του συναδέλφου δημοσιογράφου Θανάση Κουκάκη και του αρχηγού του τρίτου κοινοβουλευτικού κόμματος Νίκου Ανδρουλάκη. Το έχουν πράξει υποδειγματικά ο Τάσος Τέλογλου και η Ελίζα Τριανταφύλλου στα ρεπορτάζ του στο insidestory (εδώ).
του ΣΕΡΑΦΕΙΜ ΚΟΤΡΩΤΣΟΥ στο Libre
Θα σταθώ συνοπτικά στο πολιτικό σκέλος των υποθέσεων που ρίχνουν βαριά σκιά στην πολιτική επικαιρότητα και ανασύρουν βίαια σκοτεινές μνήμες από το παρελθόν.
Πρώτον, και ως επιστέγασμα, δεν νοείται να επαίρεται (δικαίως) η κυβέρνηση για την ψηφιοποίηση των πάντων και πως η Ελλάδα έχει εισέλθει στην τεχνολογική περίοδο πέμπτης γενιάς, ενώ την ίδια ώρα αμφισβητείται εντόνως η ασφάλεια των τηλεπικοινωνιών. Μπράβο στον Κυριάκο Πιερακκάκη, αλλά gov.gr Wallet και υποκλοπές με το λογισμό Predator δεν συνάδουν. Τι να το κάνω να μπορώ να έχω την αστυνομική μου ταυτότητα και το δίπλωμα οδήγησης στο κινητό μου, και την ίδια ώρα να μην διασφαλίζεται η ιδιωτικότητα των συνομιλιών μου στο whatsapp και το telegram (για τα συμβατικά δίκτυα, ας μην το συζητάμε…).
Δεύτερον, η κυβέρνηση αντιμετωπίζει το πρόβλημα με αμηχανία και πολλαπλασιάζει, εξ αυτού, τα ερωτηματικά που εγείρονται εύλογα. Στην περίπτωση της παρακολούθησης του τηλεφώνου του Θανάση Κουκάκη, ο κυβερνητικός εκπρόσωπος “έδειξε” αορίστως κάποιον ιδιώτη. Η δημοσιογραφική έρευνα και οι γνωματεύσεις του (έγκυρου) Citizen Lab αποκάλυψαν, όμως, ένα πλέγμα εταιρειών που κινούνται στο ημίφως των μυστικών υπηρεσιών διεθνώς, και κατέληξαν στο ότι το συγκεκριμένο λογισμικό έχουν προμηθευτεί κυρίως -ή και αποκλειστικά- κυβερνήσεις σε αρκετές χώρες. Μέχρις ώρας τα κυβερνητικά στελέχη αδυνατούν να δηλώσουν καθαρά πως η ελληνική κυβέρνηση δεν έχει συνεργαστεί με κάποια απ΄ αυτές τις εταιρείες και δεν κάνει χρήση του λογισμικού. Πρέπει να το πράξει άμεσα και να το αποδείξει.
Τρίτον, από κυβερνητικές πηγές ακούγονται γιγαντιαίες ανοησίες. Ο Μπάμπης Παπαδημητρίου έφτασε στο σημείο να αμφισβητήσει την πολιτική σοβαρότητα του προέδρου του ΠΑΣΟΚ επειδή, όπως είπε, τα σοβαρά πράγματα (εννοούσε αυτά που θεωρεί κανείς πως πρέπει να μείνουν ιδιωτικά) δεν λέγονται από το τηλέφωνο αλλά δια ζώσης. Προφανώς, ο πρώην δημοσιογράφος και νυν βουλευτής της Ν.Δ όταν θέλει να μείνει μυστική μια συνομιλία του δίνει ραντεβού με τον συνομιλητή του σε ερημική περιοχή στην Βραυρώνα, ή, έστω, σε παγκάκι του Εθνικού Κήπου. ‘Αλλα κυβερνητικά στελέχη κάνουν την εξής ανάλυση: Ο Ανδρουλάκης είναι σε δημοσκοπική ελεύθερη πτώση και βρήκε στο συγκεκριμένο θέμα την ευκαιρία να “θυματοποιηθεί” και να αποκομίσει πολιτική δόξα! Ίσως, εφόσον το “κόλπο” -όπως το αποκαλούν- αποδώσει, να δηλώσουν θύματα υποκλοπής ο Φαήλος, ο Μπογδάνος, ο Βελόπουλος, ακόμα και οι “Πειρατές”…
Τέταρτον, τα σκουπιδάκια μπορεί να κρύβονται εύκολα κάτω από το χαλάκι της εξώπορτας, οι σκουπιδότοποι, όμως, όχι μόνο δεν κρύβονται αλλά απειλούν να σε πνίξουν. Εάν το θέμα των παρακολουθήσεων Κουκάκη έλαβε διεθνείς διαστάσεις, παρότι στο εσωτερικό υποβαθμίστηκε, η απόπειρα υποκλοπής των συνδιαλλέξεων αρχηγού κόμματος και ευρωβουλευτή θα απασχολήσει έντονα τους ευρωπαϊκούς θεσμούς. Αφενός γιατί δεν θα αφήσει ο ίδιος το θέμα να χαθεί, αφετέρου διότι η Κομισιόν και το Ευρωκοινοβούλιο επιδεικνύουν ιδιαίτερη ζέση σε θέματα Δημοκρατίας. Η Ελλάδα θεωρείται ήδη υπόλογη για τις επαναπροωθήσεις ( λέγεται πως η υπουργός Εξωτερικών της Γερμανίας Αναλλένα Μπέρμποκ που φθάνει στην Αθήνα θα θέσει το συγκεκριμένο ζήτημα), και για θέματα ελευθερίας Τύπου και Δικαιοσύνης (η επίτροπος Βεστάγκερ μετέφερε την ανησυχία των Βρυξελλών κατά την πρόσφατη επίσκεψή της στην χώρα μας). Ακόμα κι αν τίποτε απ΄ όλα αυτά δεν στοιχειοθετείται, ακόμη, ως μομφή στους ελληνικούς θεσμούς, το βάρος της απόδειξης πέφτει, δυστυχώς, σε εμάς, και όσο το παραβλέπουμε τόσο θα εντείνονται οι πιέσεις.
Πέμπτον, το πολιτικό σύστημα της χώρας έχει ταλαιπωρηθεί από ανάλογες περιπτώσεις στο παρελθόν. Από τον αλήστου μνήμης Μαυρίκη, μέχρι τις τηλεφωνικές υποκλοπές επί κυβέρνησης Καραμανλή, οι σκιές ήταν έντονες και παραμένουν. Οι Θόδωρος Ρουσσόπουλος και Γιώργος Βουλγαράκης γνωρίζουν πολλά εκτός των όσων δημοσίως είχαν αναγκαστεί να καταγγείλουν στα μέσα της δεκαετίας του 2000, ο δεύτερος, μάλιστα θεωρεί ακόμα πως “εξαφανίστηκε” από τον πολιτικό βίο επειδή ενόχλησε έντονα τον ξένο παράγοντα. Θυμάμαι, ακόμα, εκείνη την περίοδο, δύο υπουργούς και έναν ακόμα θεσμικό παράγοντα που όταν τους επισκεπτόμουν στα γραφεία τους (για ρεπορτάζ) ένοιγαν στη διαπασών τους τηλεοπτικούς δέκτες και μιλούσαν χαμηλόφωνα. Άλλοι, πάλι, σου ζητούσαν να αφήσεις εκτός γραφείου το κινητό σου τηλέφωνο ή να βγάλεις την μπαταρία του. Μια επανάληψη του παρελθόντος θα ενισχύσει ακόμα περισσότερο την περιρέουσσα τοξικότητα και θα εγείρει αμφισβητήσεις σχετικά με την αξιοπιστία του πολιτεύματος. Δεν πρέπει να το θέλει κανείς κάτι τέτοιο.
Έκτον, εάν η κυβέρνηση δεν επιληφθεί άμεσα του θέματος θα δημιουργήσει δομική ρήξη στο θεσμικό και κοινοβουλευτικό σύστημα. Θα εξοντώσει την αξιοπιστία της αρμόδιας Ανεξάρτητης Αρχής Προστασίας Προσωπικών Δεδομένων και θα πλήξει τον κοινοβουλευτισμό. Γι’ αυτό και πρέπει να συνεδριάσει άμεσα -όπως ζήτησε το ΠΑΣΟΚ- η Επιτροπή Θεσμών και Διαφάνειας και να κληθούν ο επικεφαλής της ΕΥΠ και ο πρόεδρος της Αρχής, οι οποίοι οφείλουν με αδιαμφισβήτητη τεκμηρίωση να πείσουν πως το κακόβουλο λογισμικό δεν λειτουργεί στην Ελλάδα υπό την ανοχή του κράτους. [Σε πολλά ευνομούμενα κράτη της Δύσης, άλλωστε, οι μυστικές υπηρεσίες τελούν υπό αυστηρό κοινοβουλευτικό έλεγχο, ακριβώς για να μην δρουν ασύδοτες.]
Και να εντοπίσουν ποιός/ποιοί μπορεί να παρακολουθούν ή να επιχειρούν να παρακολουθήσουν τις τηλεφωνικές συνομιλίες πολιτικών, δημοσιογράφων, επιχειρηματιών κ.α. Κι επειδή το άκουσα κι αυτό: είναι άλλο πράγμα το “βαλιτσάκι” πρώην ή και νυν υπαλλήλων της ΕΥΠ που παρέχουν “ιδιωτικές υπηρεσίες” (“εξτραδάκια” τα αποκαλούσαν παλιότερα στο κτίριο της Κατεχάκη), κι άλλο το Predator. Κατανοητό;
Έβδομο, και τελευταίο (προς το παρόν): Το πολιτικό σύστημα δεν μπορεί να κινείται προς τις εκλογές με ανοικτό ένα μείζον θέμα Δημοκρατίας που καταρρακώνει τις στοιχειώδεις σχέσεις συνεννόησης που πρέπει να διατηρούν τα πολιτικά κόμματα. Μπορεί η κυβέρνηση να θεωρεί πως έχει την αυτοδυναμία στην τσέπη της στις δεύτερες κάλπες, όμως αυτό δεν σημαίνει πως έχει το δικαίωμα και την πολυτέλεια να διαρρηγνύει το πλαίσιο θεσμικής επικοινωνίας με την αντιπολίτευση. Πώς ακριβώς, για παράδειγμα, θα μπορούσε, εάν χρειαστεί, να συνεργαστούν ο Κυριάκος Μητσοτάκης και ο Νίκος Ανδρουλάκης εάν ο δεύτερος έχει την υποψία πως παρακολουθείτο με την ανοχή του πρωθυπουργού; Προσωπικά δεν δύναμαι ούτε καν να σκεφτώ κάτι τέτοιο, όμως το σπέρμα της αμφιβολίας είναι εδώ και αυτός που οφείλει να την διαλύσει είναι ο ίδιος ο πρωθυπουργός.