Τους λόγους για τους οποίους είναι σκανδαλώδης η κυβερνητική διαχείριση της υπόθεσης των παρακολουθήσεων εξηγεί με άρθρο του για το AnatropiNews o Επίκ. καθηγητής Συνταγματικού Δικαίου Α.Π.Θ, Ακρίτας Καϊδατζής.
Ολόκληρο το άρθρο:
Η δήλωση του πρωθυπουργού στις 8/8 ήταν απογοητευτική. Και, ενδεχομένως, δηλωτική μιας καμπής στη λειτουργία του πολιτεύματος.
Η σκοτεινή υπόθεση των τηλεφωνικών παρακολουθήσεων είναι ήδη αρκετά δυσώδης. Ένα σκάνδαλο. Σ’ αυτό έρχεται να προστεθεί ακόμα ένα: η διαχείριση της υπόθεσης από την κυβέρνηση.
Με τους νεκρούς της πανδημίας να σωρεύονται κατά χιλιάδες και την πρωτοφανή ακρίβεια να καταβροχθίζει τα λαϊκά εισοδήματα, η υπόθεση αυτή ίσως να μην είναι το μεγαλύτερο πρόβλημα της κοινωνίας. Είναι όμως μείζον, σχεδόν υπαρξιακό, ζήτημα του πολιτεύματος. Το οποίο διολισθαίνει πια ξεκάθαρα σε ημιαυταρχικού τύπου παρεκκλίσεις.
Γιατί είναι σκανδαλώδης η κυβερνητική διαχείριση της υπόθεσης;
Πρώτον, ο πρωθυπουργός αναφέρθηκε, με συγκρατημένα απολογητικό τόνο, αποκλειστικά και μόνο στην παρακολούθηση του κ. Ανδρουλάκη. Όμως το πραγματικό σκάνδαλο δεν είναι (μόνον) αυτό. Είναι η διαφαινόμενη ύπαρξη ενός παράκεντρου εξουσίας που εργαλειοποιεί τις τηλεφωνικές παρακολουθήσεις για άδηλους σκοπούς. Ξέρουμε ότι, εκτός του προέδρου του ΠΑΣΟΚ, παρακολουθούνται και δημοσιογράφοι. Ξέρουμε επίσης -κάτι που έχει επισημάνει και η ανεξάρτητη αρχή- ότι τα τελευταία χρόνια ο αριθμός των (χιλιάδων) παρακολουθήσεων έχει αυξηθεί κατακόρυφα, κάτι για το οποίο καμιά εξήγηση δεν έχει δοθεί. Για όλα αυτά, που ευλόγως ανησυχούν τους πολίτες, ο πρωθυπουργός δεν βρήκε να πει μια κουβέντα.
Δεύτερον, ακόμα κι αν μείνουμε στην παρακολούθηση του κ. Ανδρουλάκη, ο πρωθυπουργός προεξόφλησε με απόλυτη βεβαιότητα τη νομιμότητά της. Και κυβερνητικά στελέχη έσπευσαν να “τεκμηριώσουν” την παράδοξη αυτή βεβαιότητα. Μολονότι η μυστική παρακολούθηση βουλευτών, προς τους οποίους εξομοιώνονται οι ευρωβουλευτές, είναι κραυγαλέα αντισυνταγματική. Σύμφωνα με το άρθρο 19 του Συντάγματος και τον εκτελεστικό του νόμο, παρακολούθηση επιτρέπεται μόνο για τη διακρίβωση ιδιαίτερα σοβαρού εγκλήματος ή για λόγους εθνικής ασφάλειας. Στην πρώτη περίπτωση συνιστά ανακριτική πράξη και, ήδη για το λόγο αυτό, δεν μπορεί να διαταχθεί χωρίς προηγουμένη άδεια της βουλής κατά το άρθρο 62 του Συντάγματος για το βουλευτικό ακαταδίωκτο. Στη δεύτερη περίπτωση δεν συνιστά μεν ανακριτική πράξη με στενή έννοια, όμως οι άλλες δυο πτυχές της βουλευτικής ασυλίας, το ανεύθυνο του βουλευτή και το βουλευτικό απόρρητο, οδηγούν στο συμπέρασμα -που εν μέρει και εμμέσως υιοθέτησε κι ο ίδιος ο πρωθυπουργός- ότι η παρακολούθηση βουλευτή συνιστά εν τέλει μια πολιτική κρίση, που προϋποθέτει απόφαση ενός πολιτικού οργάνου -όχι όμως του πρωθυπουργού, αλλά της βουλής. Αφενός, κατά το άρθρο 61 παρ. 1 του Συντάγματος, ο βουλευτής δεν εξετάζεται με οποιονδήποτε τρόπο για γνώμη ή ψήφο που έδωσε κατά την άσκηση των καθηκόντων του. Έχει άλλωστε, κατά το άρθρο 60, απεριόριστο δικαίωμα γνώμης και ψήφου κατά συνείδηση. Αυτή η προστασία του δημόσιου λόγου του, όμως, υπονομεύεται, αν δεν αναιρείται, όταν ο βουλευτής γνωρίζει ότι ο ιδιωτικός λόγος του μπορεί να παρακολουθείται. Αφετέρου, κατά το άρθρο 61 παρ. 3 του Συντάγματος, ο βουλευτής δεν έχει υποχρέωση μαρτυρίας για πληροφορίες που περιήλθαν σ’ αυτόν ή δόθηκαν από αυτόν κατά την άσκηση των καθηκόντων του, ούτε για τα πρόσωπα που του εμπιστεύθηκαν τις πληροφορίες ή στα οποία αυτός τις έδωσε. Και αυτή η προστασία αναιρείται, όταν ο βουλευτής γνωρίζει ότι μπορεί να παρακολουθείται.
Τρίτον, ο πρωθυπουργός αναγνώρισε ότι υπήρξαν άστοχες ενέργειες, έστω και μόνο στην υπόθεση του κ. Ανδρουλάκη, και απέπεμψε το διοικητή της ΕΥΠ και το γενικό γραμματέα του, δηλώνοντας για τον τελευταίο ότι με την παραίτησή του “ανέλαβε την αντικειμενική πολιτική ευθύνη”. Όμως πολιτική ευθύνη, εξ ορισμού, δεν αναλαμβάνουν διορισμένα στελέχη, όπως ένας μετακλητός υπάλληλος. Ο τελευταίος μπορεί να έχει υπηρεσιακή ή πειθαρχική ή άλλη νομική ευθύνη, όμως πολιτική ευθύνη έχουν κατά το άρθρο 85 του Συντάγματος μόνο τα μέλη του υπουργικού συμβουλίου και οι υφυπουργοί, συλλογικά για τη γενική πολιτική της κυβέρνησης και ατομικά για πράξεις ή παραλείψεις της αρμοδιότητάς τους. Αρμόδιος υπουργός εν προκειμένω είναι ο πρωθυπουργός και αυτός είναι που όφειλε να αναλάβει την πολιτική ευθύνη αντί να κρύβεται πίσω από τις υπηρεσιακές ευθύνες των υφιστάμενών του.
Τέλος, τέταρτον, ο πρωθυπουργός υποσχέθηκε “αυστηρότερες δικλείδες” στις τηλεφωνικές παρακολουθήσεις. Το μόνο που έκανε είναι να φέρει μια ρύθμιση που υποβάλλει την εισαγγελική διάταξη για άρση του απορρήτου στην έγκριση ενός δεύτερου εισαγγελέα. Ρύθμιση, μάλιστα, που εκδόθηκε ως πράξη νομοθετικού περιεχομένου. Καταρχάς, γιατί πράξη νομοθετικού περιεχομένου; Για ένα ζήτημα που συγκλονίζει την ελληνική κοινή γνώμη και προβληματίζει σοβαρά τους ευρωπαϊκούς θεσμούς, θα έπρεπε να συγκληθεί άμεσα η βουλή, προκειμένου, παράλληλα με τις ελεγκτικές της αρμοδιότητες, να νομοθετήσει με την απαιτούμενη διαφάνεια, διαβούλευση και δημοσιότητα. Περαιτέρω, καμιά νομοθετική πρωτοβουλία δεν έχει νόημα όσο παραμένει σε ισχύ και δεν καταργείται η διαβόητη και αντισυνταγματική διάταξη του άρθρου 87 του ν. 4790/2021, που επιτρέπει μυστικές παρακολουθήσεις για τις οποίες ουδέποτε ενημερώνονται οι παρακολουθούμενοι.
Η δήλωση του πρωθυπουργού στις 8/8 ήταν απογοητευτική. Γιατί συγκαλύπτει τη διολίσθηση σε αυταρχικές πρακτικές. Η προσεκτική δήλωση της Προέδρου της Δημοκρατίας την επομένη δείχνει πως το πολίτευμα ίσως έχει ακόμα κάποιες αντοχές. Παρά την εκκωφαντική αφωνία των εσωτερικών θεσμών -ιδίως την κατώτερη των περιστάσεων (μη) αντίδραση της βουλής, που όφειλε να συγκληθεί άμεσα με ίδια πρωτοβουλία- οι ευρωπαϊκοί θεσμοί ίσως καταφέρουν να διασώσουν την τιμή της ελληνικής δημοκρατίας.
Κώστας Χρυσόγονος / Αναγκαία η παραίτηση του Πρωθυπουργού
Νίκος Μαραντζίδης για Μητσοτάκη: Θα έπρεπε να έχει ήδη παραιτηθεί
Ξενοφώντας Κοντιάδης / Το Σύνταγμα έχει καταστρατηγηθεί πολλαπλά