Τρεις ημέρες πριν τις εκλογές του 2019 ο Κυριάκος Μητσοτάκης δήλωνε από τη Θεσσαλονίκη: “Η πρώτη μου προτεραιότητα για τα νέα παιδιά, πολλές καλές νέες δουλειές. Και αυτό θα έρθει μέσα από εθνικές πολιτικές, μέσα από τη μείωση της φορολογίας. Θα μειώσουμε τη φορολογία και τις ασφαλιστικές εισφορές».
Τρία και πλέον χρόνια μετά η πραγματικότητα τον διαψεύδει. Η μείωση του αριθμού των ανέργων και η αύξηση της απασχόλησης δεν συνοδεύεται από αλλαγή των ποιοτικών χαρακτηριστικών της αγοράς εργασίας καθώς οι συνθήκες εργασίας, οι μισθοί αλλά και η προσφορά θέσεων υψηλών προσόντων πηγαίνουν από το κακό στο χειρότερο.
Κι ενώ οι νέοι συνεχίζουν να δραπετεύουν στο εξωτερικό αναζητώντας μία καλύτερη ζωή, όσοι μένουν είναι καταδικασμένοι να “στελεχώσουν” επισφαλείς θέσεις εργασίας δημιουργώντας μία Ελλάδα γκαρσονιών και ντελιβεράδων, μερικής, οι περισσότεροι, απασχόλησης.
Οπως αναφέρει ρεπορτάζ της ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗΣ, οι επιχειρήσεις δημιουργούν θέσεις χαμηλού έως μεσαίου επιπέδου δεξιοτήτων και κατά συνέπεια χαμηλών αμοιβών με αποτέλεσμα σημαντικός αριθμός εργαζομένων, ανέργων και αναζητούντων εργασία να στρέφεται στην αυτοαπασχόληση και την ανάπτυξη επιχειρηματικών δραστηριοτήτων χαμηλής παραγωγικότητας και προστιθέμενης αξίας, στερώντας κρίσιμο δυναμικό από την εγχώρια αγορά εργασίας και την οικονομία.
Το σοβαρό, ποιοτικό πρόβλημα της εγχώριας αγοράς εργασίας διαπιστώνεται στην εθνική στρατηγική για την απασχόληση, σε μια προσπάθεια του υπουργείου Εργασίας σε συνεργασία με τη Δημόσια Υπηρεσία Απασχόλησης (ΔΥΠΑ – τ. ΟΑΕΔ) να σχεδιάσουν τις απαιτούμενες παρεμβάσεις – διορθώσεις τόσο σε επίπεδο προσφοράς όσο και σε αυτό της ζήτησης. Και αυτό, γιατί όλα τα στοιχεία σε εγχώριο και ευρωπαϊκό επίπεδο δείχνουν ότι πρακτικά απαιτείται έμφαση τόσο στην ανάπτυξη του εργατικού δυναμικού, μέσω της αναβάθμισης δεξιοτήτων ή της κατάρτισης σε νέες δεξιότητες, όσο και στη δημιουργία νέων, ποιοτικών θέσεων εργασίας από τις ελληνικές επιχειρήσεις.
Αυτό δείχνει άλλωστε και ο δείκτης μέτρησης προσφερόμενων θέσεων εργασίας (Job Vacancy Rate – JVR), με τις ελληνικές επιχειρήσεις να βρίσκονται στις χαμηλότερες θέσεις σε σχέση με τον μέσο όρο σε επίπεδο Ε.Ε.-27. Ο συγκεκριμένος δείκτης παρέχει πληροφορίες για το επίπεδο και τα δομικά χαρακτηριστικά της ζήτησης εργασίας και μετράει τον αριθμό των νέων θέσεων εργασίας, αυτών που είναι κενές ή που πρόκειται να μείνουν κενές, για τις οποίες οι εργοδότες λαμβάνουν άμεσα μέτρα προκειμένου να τις καλύψουν είτε άμεσα είτε μέσα σε ένα συγκεκριμένο χρονικό διάστημα.
Τα τρία τελευταία χρόνια η μεγάλη πλειονότητα των κλάδων της ελληνικής οικονομίας υπολείπεται δραματικά της δημιουργίας νέων θέσεων εργασίας, σε σύγκριση με την Ε.Ε.-27. Με εξαίρεση τους κλάδους της βιομηχανίας και των κατασκευών, της οικοδομικής δραστηριότητας και των επαγγελματικών, επιστημονικών και τεχνικών υπηρεσιών, οι υπόλοιποι κλάδοι παρουσιάζουν γενικά χαμηλή δημιουργία νέων θέσεων εργασίας, οπότε και χαμηλή ζήτηση εργασίας, εντείνοντας το πρόβλημα της περιορισμένης σύζευξης της προσφοράς με τη ζήτηση εργασίας και των επίμονα υψηλών ποσοστών ανεργίας.
Πέρα από το ζήτημα της ποσότητας, ήτοι τον αριθμό των νέων θέσεων εργασίας που δημιουργούνται από τους διαφορετικούς κλάδους της οικονομίας, από την εξέταση των δεδομένων προκύπτει και ένα ουσιώδες ζήτημα «ποιότητας» των νέων θέσεων (μισθωτής) απασχόλησης. Και αυτό γιατί φαίνεται ότι από το 2010 έως το 2019 δημιουργήθηκε μεγάλος αριθμός νέων θέσεων εργασίας χαμηλών απαιτήσεων δεξιοτήτων, ενώ καταγράφηκε αρνητικός αριθμός νέων θέσεων εργασίας μεσαίων και υψηλών απαιτήσεων. Πρακτικά, από την έναρξη της δεκαετούς οικονομικής κρίσης, αυξήθηκε σημαντικά το μερίδιο απασχόλησης χαμηλού επιπέδου δεξιοτήτων και εξειδίκευσης (με την Ελλάδα να έχει τη μεγαλύτερη αύξηση στο μερίδιο των θέσεων αυτών από τα υπόλοιπα κράτη-μέλη του ΟΟΣΑ), ενώ οι θέσεις εργασίας μεσαίου και υψηλού επιπέδου δεξιοτήτων και εξειδίκευσης μειώνονταν διαρκώς. Και όπως παραδέχεται το υπουργείο Εργασίας, η συνεχής μείωση των διαθέσιμων θέσεων εργασίας μεσαίων και υψηλών απαιτήσεων σε δεξιότητες και εξειδίκευση έστρεψε σημαντικό αριθμό εργαζομένων, ανέργων και αναζητούντων εργασία στην αυτοαπασχόληση και την ανάπτυξη επιχειρηματικών δραστηριοτήτων χαμηλής παραγωγικότητας. Σε αυτό το επίπεδο, οι ειδικοί εντάσσουν και την έξαρση του φαινομένου του brain drain με την εξαγωγή «εγκεφάλων» σε χώρες όπου η προσφορά καλοπληρωμένων θέσεων υψηλών προσόντων είναι υψηλή, αλλά και το φαινόμενο της αδυναμίας κάλυψης 50.000 θέσεων εργασίας στον τουρισμό και τον επισιτισμό.
Σε αντίστοιχα συμπεράσματα οδηγεί και η εξέταση των εκροών του μηχανισμού διάγνωσης των αναγκών της αγοράς εργασίας (ΜΔΑΑΕ) του υπουργείου Εργασίας. Συγκεκριμένα, εξετάζοντας τον δυναμισμό των θέσεων μισθωτής απασχόλησης ιδιωτικού δικαίου για το διάστημα 2016-2021, υπό το πρίσμα των δεξιοτήτων που απαιτούν οι θέσεις αυτές, προκύπτει πως οι περισσότερες θέσεις εργασίας απαιτούσαν ένα μέτριο-προς-χαμηλό επίπεδο δεξιοτήτων, αφού αντιστοιχούν στο επίπεδο 2 από τα 4 επίπεδα δεξιοτήτων που διακρίνει η ταξινόμηση της διεθνούς οργάνωσης εργασίας.
Ειδικότερα, ποσοστό περίπου 14,5% των θέσεων μισθωτής απασχόλησης, που κινείται σε παρόμοια επίπεδα από το 2016 έως το 2021, απαιτούσαν το χαμηλό επίπεδο δεξιοτήτων 1, και αφορούσαν κατά κύριο λόγο ανειδίκευτους εργάτες στη βιομηχανία και τη μεταποίηση, καθαριστές γραφείων και ξενοδοχείων, ανειδίκευτους εργάτες σε δραστηριότητες του πρωτογενούς τομέα, παρόχους οικιακών υπηρεσιών κ.ά. Ποσοστό περίπου 65% (μεσοσταθμικά την περίοδο 2016-2021) των θέσεων μισθωτής εργασίας απαιτούσαν επίπεδο δεξιοτήτων 2 και αφορούσαν κατά κύριο λόγο πωλητές, οδηγούς επαγγελματικών οχημάτων, χειριστές μηχανημάτων στις μεταφορές και κατασκευές, εργαζομένους στους κλάδους της φιλοξενίας και εστίασης κ.α. Ποσοστό περίπου 9% (μεσοσταθμικά την περίοδο 2016-2021) των θέσεων μισθωτής εργασίας απαιτούσαν επίπεδο δεξιοτήτων 3, και αφορούσαν κυρίως επαγγελματίες προπονητές και αθλητές, νοσηλευτικό προσωπικό, φυσικοθεραπευτές, βοηθούς λογιστών και επιχειρηματικών συμβούλων, τεχνολόγους ηλεκτρονικών και τηλεπικοινωνιών, τεχνολόγους φυσικών και χημικών επιστημών και χειριστές εξοπλισμού Η/Υ και συναφών εφαρμογών. Τέλος, ποσοστό περίπου 10% (μεσοσταθμικά την περίοδο 2016-2021) των θέσεων μισθωτής εργασίας απαιτούσαν το υψηλότερο επίπεδο δεξιοτήτων 4 και αφορούσαν κατά κύριο λόγο σχεδιαστές, αναλυτές και προγραμματιστές υπολογιστικών και πληροφοριακών συστημάτων, διευθυντικά στελέχη παραγωγικών και λειτουργικών μεγάλων μονάδων και διοικητικά στελέχη, έμπειρους λογιστές και επιχειρηματικούς συμβούλους κ.ά.