«Εντυπωσιάζομαι από την αγάπη την οποία δείχνει ο κ. Τσίπρας στις απόψεις του κ. Βενιζέλου, αναρωτιέμαι αν είχε την ίδια άποψη όταν επιχείρησε να τον σύρει στο ειδικό δικαστήριο» ανέφερε ο πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης, ξεκινώντας την τριτολογία του στη Βουλή στο πλαίσιο της συζήτησης σε επίπεδο Αρχηγών Κομμάτων για τις παρακολουθήσεις.
«Έχουμε βασική διαφορά ερμηνείας του Συντάγματος. Οφείλω να καταθέσω τον εκτελεστικό νόμο του Συντάγματος του 1974, ο νόμος 2225, ο οποίος αναφέρεται στο άρθρο για άρση του απορρήτου για λόγους ασφαλείας. Αν ήθελε εξαίρεση βουλευτών, αυτό θα μνημονευόταν στο σχετικό νόμο» συνέχισε ο πρωθυπουργός.
«Υπάρχει ζήτημα ουσιαστικό διάκρισης. Θεωρούμε ότι κανείς δεν πρέπει να εξαιρείται από δυνατότητα παρακολούθησης για θέματα εθνικής ασφάλειας αλλά πρέπει για πολιτικά πρόσωπα να είναι εξαιρετικά στοιχειοθετημένη» είπε και συμπλήρωσε: «Είπατε κ. Τσίπρα ότι επί των ημερών σας ότι δεν γινόταν καμία παρακολούθηση δημοσιογράφου ή πολιτικού. Μετά είπατε δεν έδωσα εγώ εντολή. Επί των ημερών σας ήταν 54.000. Μία μία τις κοιτάξατε; Άλλη δουλειά δεν είχατε να κάνετε; Εγώ δεν γνώριζα καμία. Σας το είπα εξαρχής».
Ο κ. Μητσοτάκης πρέπει να σέβεται τους στοιχειώδεις κανόνες ερμηνείας του Συντάγματος, τονίζει μεταξύ άλλων ο Ευάγγελος Βενιζέλος, σε συμπληρωματικό σχόλιό του για την σημερινή (26/8) τριτολογία του Κυριάκου Μητσοτάκη στη Βουλή.
«Ο κ. Μητσοτάκης θέλησε να μεταφέρει στη Βουλή με την τριτολογία του την άποψη που ανέπτυξε με άρθρο του στις 9/8 ο υπουργός Επικρατείας καθηγητής Γ. Γεραπετρίτης, σύμφωνα με την οποία δεν ισχύει το Σύνταγμα απευθείας αν δεν επαναλάβει τη σχετική ρύθμιση ο εκτελεστικός νόμος.
Κατά την πρωτοφανή αυτή άποψη που ανατρέπει την ιεραρχία των κανόνων δικαίου και υπονομεύει την κανονιστική υπόσταση του Συντάγματος, δεν ισχύει ούτε η βουλευτική ασυλία, ούτε το ειδικό καθεστώς της ευθύνης υπουργών, ούτε η συνταγματική ρύθμιση για την ευθύνη του Προέδρου της Δημοκρατίας, επειδή ο νόμος 2225/1994, όπως τροποποιήθηκε πολλές φορές μέχρι σήμερα, δεν αναφέρεται ρητά σε αυτές τις ειδικές συνταγματικές προβλέψεις. Αυτό δεν το κάνει ο νόμος γιατί δεν χρειάζεται.
Αυτό που διδάσκει η επιστήμη του Συνταγματικού Δικαίου και είναι αντιληπτό ως αυτονόητο από κάθε νομικό είναι η υποχρέωση ερμηνείας του νόμου σύμφωνα με το Σύνταγμα και όχι η ερμηνεία του Συντάγματος σύμφωνα με το νόμο.
Αν ο κ. Μητσοτάκης θέλει όντως κάποια θεσμική συναίνεση για την υπέρβαση του νοσηρού κλίματος πρέπει να σέβεται τους στοιχειώδεις κανόνες ερμηνείας του Συντάγματος. Αλλιώς δεν θα μπορέσει να βρει νομικό θεμέλιο για μια ρύθμιση που θα εφαρμόζει το Σύνταγμα και θα του επιτρέψει να αποσείσει την κατηγορία ότι όλα τα πολιτικά πρόσωπα τελούν υπό την απειλή δήθεν νομότυπης ”επισύνδεσης” στις τηλεφωνικές τους συνομιλίες», σχολιάζει ο κ. Βενιζέλος.
Αιχμές Βενιζέλου για τις υποκλοπές
Νωρίτερα σήμερα, ο πρώην πρόεδρος του ΠΑΣΟΚ σχολίασε δηκτικά τα λεγόμενα του Κυριάκου Μητσοτάκη στη Βουλή για το σκάνδαλο των υποκλοπών.
Αναφερόμενος στον πρωθυπουργό, ο πρώην πρόεδρος του ΠΑΣΟΚ είπε ότι «αποδέχθηκε ανέτως ότι πρέπει να ισχύουν αυξημένες εγγυήσεις για τα δημόσια πρόσωπα και κάλεσε τα κόμματα να συμβάλλουν στη διαμόρφωση αυτού του ειδικού πλαισίου» και απηύθυνε τα παρακάτω ερωτήματα:
- Με ποια άραγε συνταγματική βάση μπορεί να υπάρχουν ειδικές νομοθετικές προβλέψεις για τα δημόσια πρόσωπα σε απόκλιση από την αρχή της ισότητας που με απλουστευτικό ζήλο επικαλείται;
- Με ποια συνταγματική βάση θα προστατευθεί το τηλεφωνικό απόρρητο του ίδιου του πρωθυπουργού έναντι ενός κακού διοικητή της ΕΥΠ που αποσπά εισαγγελική έγκριση να παρακολουθήσει το κινητό τηλέφωνο του πρωθυπουργού αναφέροντας στον εισαγγελέα μόνο τον αριθμό χωρίς όνομα και χωρίς αιτιολογία;
- Θεωρεί ο κ. Μητσοτάκης ότι μια κυβέρνηση μπορεί επικαλούμενη λόγους εθνικής ασφάλειας με την έγκριση ενός ή έστω δυο εισαγγελέων να θέτει υπό διαρκή παρακολούθηση όλους τους πολιτικούς της αντιπάλους;
- Θεωρεί ο κ. Μητσοτάκης ότι οι πολιτικοί αρχηγοί πρέπει να αντιμετωπίζονται από την ΕΥΠ όπως αλλοδαποί ύποπτοι για κατασκοπεία; Αν όχι, πώς και πού αυτό θεμελιώνεται συνταγματικά;
Όσον αφορά στην υπόθεση των βουλευτών της «Χρυσής Αυγής», ο κ. Βενιζέλος ξεκαθάρισε: «Ελπίζω να του έχει γίνει σαφές ότι είναι άλλο ζήτημα η άρση του απορρήτου για τη διακρίβωση ιδιαιτέρως σοβαρού εγκλήματος με αιτιολογημένο βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών και άλλο η άρση του απορρήτου για λόγους «εθνικής ασφάλειας» που δεν συνιστούν έγκλημα, άρση που γίνεται με αίτημα της ΕΥΠ χωρίς αιτιολογία, συχνά χωρίς μνεία του ονόματος του παρακολουθούμενου και με απλή εισαγγελική διάταξη που δεν αιτιολογείται.
«Στην υπόθεση της Χρυσής Αυγής μετά την τραγική δολοφονία Φύσσα, υπήρχε αυτόφωρο κακούργημα, δεν απαιτείτο άδεια της Βουλής για την άρση του βουλευτικού ακαταδίωκτου, η δικαιοσύνη όφειλε να ενεργήσει αμέσως, όπως και έκανε, επί των ημερών της κυβέρνησης Σαμάρα – Βενιζέλου. Δεν είχαν τεθεί οι βουλευτές της ΧΑ υπό προηγούμενη παρακολούθηση για λόγους εθνικής ασφάλειας. Εκ των υστέρων ήρθη η προστασία των εξωτερικών στοιχείων των τηλεφωνικών συνομιλιών που είχαν κάνει μεταξύ τους οι εμπλεκόμενοι ανάμεσα τους και βουλευτές. Ας μου επιτρέψει ο κ. Μητσοτάκης να ξέρω καλύτερα από αυτόν τι συνέβη τότε και τι πρωτοβουλίες πήραμε με τον Αντώνη Σαμαρά».
Καταλήγοντας στη δήλωσή του, ο κ. Βενιζέλος αναφέρει ότι αν ο κ. Μητσοτάκης «δεν θέλει να σέβεται τις πολιτικές μου απόψεις πάντως να προσέχει και να λαμβάνει υπόψη του τις νομικές μου απόψεις. Θα μπορούσε να τον βοηθήσει αυτό στην αντιμετώπιση της κρίσης του συγκεντρωτικού και μονοπρόσωπου μοντέλου εξουσίας».
Ολόκληρη η δήλωση Βενιζέλου
«Ο κ. Κυριάκος Μητσοτάκης θεώρησε σκόπιμο να αντιταχθεί ο ίδιος προσωπικά ενώπιον της Βουλής στην επιστημονική μου θέση ότι οι βουλευτές (και ως εκ τούτου ο εκάστοτε πρωθυπουργός, οι αρχηγοί των κομμάτων, οι υπουργοί αλλά, όπως θα δούμε, και η ίδια η Πρόεδρος της Δημοκρατίας) περιβάλλονται με ειδικές συνταγματικές εγγυήσεις ως προς το απόρρητο των επικοινωνιών τους.
Ταυτόχρονα όμως ο κ. Μητσοτάκης αποδέχθηκε ανέτως ότι πρέπει να ισχύουν αυξημένες εγγυήσεις για τα δημόσια πρόσωπα και κάλεσε τα κόμματα να συμβάλλουν στη διαμόρφωση αυτού του ειδικού πλαισίου. Με ποια άραγε συνταγματική βάση μπορεί να υπάρχουν ειδικές νομοθετικές προβλέψεις για τα δημόσια πρόσωπα σε απόκλιση από την αρχή της ισότητας που με απλουστευτικό ζήλο επικαλείται;
Με ποια συνταγματική βάση θα προστατευθεί το τηλεφωνικό απόρρητο του ίδιου του πρωθυπουργού έναντι ενός κακού διοικητή της ΕΥΠ που αποσπά εισαγγελική έγκριση να παρακολουθήσει το κινητό τηλέφωνο του πρωθυπουργού αναφέροντας στον εισαγγελέα μόνο τον αριθμό χωρίς όνομα και χωρίς αιτιολογία;
Θεωρεί ο κ. Μητσοτάκης ότι μια κυβέρνηση μπορεί επικαλούμενη λόγους εθνικής ασφάλειας με την έγκριση ενός ή έστω δυο εισαγγελέων να θέτει υπό διαρκή παρακολούθηση όλους τους πολιτικούς της αντιπάλους;
Θεωρεί ο κ. Μητσοτάκης ότι οι πολιτικοί αρχηγοί πρέπει να αντιμετωπίζονται από την ΕΥΠ όπως αλλοδαποί ύποπτοι για κατασκοπεία; Αν όχι, πώς και πού αυτό θεμελιώνεται συνταγματικά;
Επικαλέστηκε ο κ. Μητσοτάκης την υπόθεση των βουλευτών της «Χρυσής Αυγής». Ελπίζω να του έχει γίνει σαφές ότι είναι άλλο ζήτημα η άρση του απορρήτου για τη διακρίβωση ιδιαιτέρως σοβαρού εγκλήματος με αιτιολογημένο βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών και άλλο η άρση του απορρήτου για λόγους «εθνικής ασφάλειας» που δεν συνιστούν έγκλημα, άρση που γίνεται με αίτημα της ΕΥΠ χωρίς αιτιολογία, συχνά χωρίς μνεία του ονόματος του παρακολουθούμενου και με απλή εισαγγελική διάταξη που δεν αιτιολογείται.
Στην υπόθεση της Χρυσής Αυγής μετά την τραγική δολοφονία Φύσσα, υπήρχε αυτόφωρο κακούργημα, δεν απαιτείτο άδεια της Βουλής για την άρση του βουλευτικού ακαταδίωκτου, η δικαιοσύνη όφειλε να ενεργήσει αμέσως, όπως και έκανε, επί των ημερών της κυβέρνησης Σαμάρα – Βενιζέλου. Δεν είχαν τεθεί οι βουλευτές της ΧΑ υπό προηγούμενη παρακολούθηση για λόγους εθνικής ασφάλειας. Εκ των υστέρων ήρθη η προστασία των εξωτερικών στοιχείων των τηλεφωνικών συνομιλιών που είχαν κάνει μεταξύ τους οι εμπλεκόμενοι ανάμεσα τους και βουλευτές. Ας μου επιτρέψει ο κ. Μητσοτάκης να ξέρω καλύτερα από αυτόν τι συνέβη τότε και τι πρωτοβουλίες πήραμε με τον Αντώνη Σαμαρά.
Κατά το άρθρο 62 Συντ. για την άρση του τηλεφωνικού απορρήτου βουλευτή απαιτείται άδεια της Βουλής με σκοπό τη διερεύνηση ιδιαιτέρως σοβαρού εγκλήματος και πριν την άδεια δεν μπορούν να διενεργηθούν ανακριτικές πράξεις που θίγουν προσωπικά τον βουλευτή ( άρθρο 56 παρ.1 ΚΠΔ), όπως σωματική έρευνα και πολύ περισσότερο πράξεις σχετικές με τα προσωπικά του δεδομένα και τις συνομιλίες του. Εκτός και αν υπάρχει αυτόφωρο κακούργημα.
Η άρση του τηλεφωνικού απορρήτου για λόγους εθνικής ασφάλειας – και όχι για ιδιαίτερα σοβαρό έγκλημα – επιτρέπεται κατά το άρθρο 19 παρ.1 Συντ. να γίνει από τη δικαιοσύνη και όχι από την ΕΥΠ με απλή έγκριση εισαγγελέα. Πρόκειται για δυσμενές μέτρο που σύμφωνα με τα κριτήρια της νομολογίας του ΕΔΔΑ ( κριτήρια Engel) έχει ποινικό χαρακτήρα. Ισχύει συνεπώς το άρθρο 62 Συντ. με τις εγγυήσεις και τις εξαιρέσεις του.
Επιπλέον ισχύει το βουλευτικό απόρρητο του άρθρου 61 παρ. 3 που προστατεύει τις πληροφορίες που παίρνει και δίνει ο βουλευτής.
Τα άρθρα 61 και 62 Συντ. δεν θεσπίζουν προσωπικά προνόμια του βουλευτή και ευρωβουλευτή (του πρωθυπουργού, του υπουργού) αλλά θεσμική εγγύηση της ομαλής λειτουργίας του πολιτεύματος. Συναφής είναι η διάταξη του άρθρου 49 παρ.1 εδ. β΄ για τον ΠτΔ.
Αλλιώς τι νόημα έχει ο κοινοβουλευτικός έλεγχος επί της ΕΥΠ μέσω της Επιτροπής Θεσμών και Διαφάνειας, αν η ΕΥΠ μπορεί να παρακολουθεί τα μέλη της Επιτροπής Θεσμών και Διαφάνειας; Ή μήπως μπορεί τώρα η ΕΥΠ να παρακολουθεί και τα μέλη της εξεταστικής επιτροπής που θα συγκροτηθεί για να ελέγχει τυχόν διαρροές από τις κοινοβουλευτικές συζητήσεις που μπορεί να θιγούν την εθνική ασφάλεια;
Παρακαλώ συνεπώς τον κ. Μητσοτάκη αν δεν θέλει να σέβεται τις πολιτικές μου απόψεις πάντως να προσέχει και να λαμβάνει υπόψη του τις νομικές μου απόψεις. Θα μπορούσε να τον βοηθήσει αυτό στην αντιμετώπιση της κρίσης του συγκεντρωτικού και μονοπρόσωπου μοντέλου εξουσίας».