Σειρά μέτρων για την αντιμετωπίσης της ενεργειακής κρίσης προτείνει ο βουλευτής του ΣΥΡΙΖΑ Αλέξης Χαρίτσης με συνέντευξή του στο libre.
Μεταξύ άλλων προτείνει:
Μείωση του ειδικού φόρου κατανάλωσης στα καύσιμα, πλαφόν κέρδους στην χονδρεμπορική αγορά και φορολόγηση των υπερκερδών.
Ζητά επίσης την εφαρμογή ενός συνεκτικού σχεδίου με στόχο την ενίσχυση της κοινωνικής συνοχής και την αλλαγή του παραγωγικού μοντέλου.
Συνέντευξη στον Χρόνη Διαμαντόπουλο
–Κύριε Χαρίτση, ο χειμώνας που έρχεται αναμένεται δύσκολος για τα νοικοκυριά αλλά και τις μικρές και μεγάλες επιχειρήσεις. Η ενεργειακή κρίση που έχει προκληθεί είναι μία πρόκληση που θα κληθεί να διαχειριστεί η κυβέρνηση. Ποια μπορεί να είναι η πολιτική διαχείριση απέναντι σ’ αυτές τις τεράστιες δυσκολίες;
Η μόνη λύση στην απειλητική ενεργειακή κρίση είναι η άμεση και ριζική αλλαγή πολιτικής. Η κυβέρνηση της ΝΔ ευθύνεται για το σημερινό αδιέξοδο: υποτίμησε εξαρχής το μέγεθος και το χρονικό βάθος του προβλήματος, ξεπούλησε τη ΔΕΗ και τα ενεργειακά δίκτυα, αρνήθηκε να παρέμβει ρυθμιστικά στην κερδοσκοπική αγορά της ενέργειας.
Και σήμερα, αντιμέτωπη με τους υπέρογκους λογαριασμούς που διαλύουν την κοινωνία, επιδοτεί με κρατικό χρήμα τους κερδοσκόπους μέσα από οριζόντια επιδόματα που δεν επαρκούν για να ανακουφίσουν την κοινωνία και ταυτόχρονα εκτροχιάζουν τα δημόσια οικονομικά.
Η πρόταση του ΣΥΡΙΖΑ είναι σαφής:
- μείωση του ειδικού φόρου κατανάλωσης στα καύσιμα, πλαφόν κέρδους στην χονδρεμπορική αγορά και φορολόγηση των υπερκερδών, επαναφορά των προθεσμιακών συμβολαίων, αποσύνδεση της χονδρεμπορικής τιμής από το φυσικό αέριο και πραγματική αναστολή της ρήτρας αναπροσαρμογής.
Τα μέτρα αυτά θα οδηγήσουν άμεσα σε εξορθολογισμό των τιμών και αποκλιμάκωση του πληθωρισμού. Το σπουδαιότερο όμως είναι η ανάκτηση του δημόσιου ελέγχου στην ΔΕΗ και τα Δίκτυα, όπως έγινε στην Γαλλία με την ΕDF και στην Γερμανία με την Uniper.
Χρειαζόμαστε δημόσια εργαλεία για να χαράξουμε εθνική ενεργειακή πολιτική και να μην είμαστε ποτέ ξανά δίχως θωράκιση στις ενεργειακές κρίσεις του μέλλοντος.
–Οι ρυθμοί ανάπτυξης της οικονομίας λόγω και της ενεργειακής κρίσης – με τις συνέπειες που προκάλεσε αυτή – δεν είναι οι αναμενόμενοι. Θετικό σημάδι είναι η ανάκαμψη στην «τουριστική βιομηχανία» της χώρας. Καθώς όμως ο τουρισμός δεν είναι αρκετός από μόνος του για να δώσει ώθηση στην οικονομία, τι άλλο μπορεί και πρέπει να κάνει η κυβέρνηση;
Δεν μπορούμε στα σοβαρά να μιλάμε για ανάπτυξη όταν η χώρα κατακτά διαδοχικές πρωτιές σε ευρωπαϊκή κλίμακα ως προς τις επιπτώσεις της κρίσης -όπως η τιμή της βενζίνης, το κόστος της ενέργειας και το ύψος του πληθωρισμού- και την ίδια στιγμή οι μισθοί είναι, σύμφωνα με την Eurostat, καθηλωμένοι στα επίπεδα του 2010. Αυτή η εικόνα παραπέμπει σε κρίση με καταστροφικές κοινωνικές και οικονομικές συνέπειες.
Για να αποφύγουμε την ύφεση χρειαζόμαστε σύγκρουση με τον πυρήνα της ακρίβειας. Και αυτή η σύγκρουση απαιτεί μέτρα όπως η γενναία αύξηση του κατώτατου μισθού, η ρύθμιση του ιδιωτικού χρέους, οι παρεμβάσεις στους τομείς που οδηγούν την κούρσα του πληθωρισμού όπως αυτός της ενέργειας. Κρίσιμος όμως κρίκος είναι και η αξιοποίηση του Ταμείου Ανάκαμψης ώστε να λειτουργήσει ως αναπτυξιακό εργαλείο και όχι -όπως κάνει η κυβέρνηση- ως κομματικό ταμείο εξυπηρέτησης λίγων και ισχυρών επιχειρηματικών συμφερόντων.
Αν δεν εφαρμόσουμε ένα ολοκληρωμένο, συνεκτικό σχέδιο με στόχο την ενίσχυση της κοινωνικής συνοχής και την αλλαγή του παραγωγικού μοντέλου στην κατεύθυνση της διεύρυνσης της παραγωγικής βάσης και της παραγωγής εγχώριας προστιθέμενης αξίας, δεν θα βγούμε από τον φαύλο κύκλο της αέναης μετάβασης από τη μια κρίση στην άλλη. Και αυτή η έξοδος μπορεί να γίνει μόνο από μία προοδευτική κυβέρνηση.
–Καθώς το θέμα της κρίσης είναι διεθνές πως πιστεύετε ότι θα έπρεπε να το αντιμετωπίσει η χώρα μας; Με τι είδους συμμαχίες;
Το όσα συνέβησαν στην κρίσιμη Σύνοδο Κορυφής του Μαρτίου συμπυκνώνουν τόσο τις δυνατότητες που υπάρχουν, όσο και τις καταστροφικές συνέπειες των επιλογών της κυβέρνησης. Εκεί, η Ισπανία και η Πορτογαλία διεκδίκησαν και πέτυχαν καθεστώς εξαίρεσης από την ΕΕ, ώστε να λάβουν έκτακτα μέτρα μειώνοντας τις τιμές του ηλεκτρικού ρεύματος.
Τι έκανε ο κ. Μητσοτάκης; Αντί να συνταχθεί με το μπλοκ του Νότου, επέλεξε τον ρόλο του θεατή και τελικά γύρισε πίσω με άδεια χέρια. Αποτέλεσμα; Την ημέρα (30/08) που η χονδρεμπορική τιμή του ρεύματος στην χώρα μας εκτοξεύτηκε στα 697 ευρώ/MWh – η υψηλότερη στην Ευρώπη – στην Ισπανία και στην Πορτογαλία περιορίστηκε κάτω από τα 200 ευρώ. Η σημασία των πολιτικών επιλογών αποτυπώνεται σε αυτά τα στοιχεία με τον πιο δραματικό τρόπο.
Αυτό δεν είναι συμπτωματικό. Η Νέα Δημοκρατία αντί να ακολουθήσει την κατεύθυνση άλλων χωρών στην Ευρώπη, που προχωρούν σε γενναίες αυξήσεις του βασικού μισθού, θέτουν πλαφόν στην τιμή του ηλεκτρικού, ανακτούν τον δημόσιο έλεγχο στις επιχειρήσεις ενέργειας και αξιοποιούν τα ευρωπαϊκά κονδύλια για την προστασία της κοινωνικής συνοχής, επιλέγει έναν μοναχικό δρόμο: υπερασπίζεται -μέχρι τέλους- τα καρτέλ της αισχροκέρδειας.
–Η Ευρωπαϊκή Ένωση στο παρελθόν δεν λειτούργησε ομόθυμα ως όφειλε. Τώρα μπορεί να το κάνει;
Έστω και με μεγάλη καθυστέρηση, έστω και αρκετά δειλά, η ΕΕ δείχνει να εγκαταλείπει σταδιακά τις πολιτικές λιτότητας υπό την πίεση της οικονομικής πραγματικότητας – χαρακτηριστικά παραδείγματα είναι η άρση των δημοσιονομικών περιορισμών και η δημιουργία του Ταμείου Ανάκαμψης. Αυτό που έχει όμως μεγαλύτερη σημασία είναι τι κάνει – ή μάλλον τι δεν κάνει – η ελληνική κυβέρνηση.
Εν προκειμένω, η κυβέρνηση Μητσοτάκη αρνείται να αξιοποιήσει τις δυνατότητες που δημιουργεί η ευρωπαϊκή μετατόπιση. Αρνήθηκε να υλοποιήσει αυτονόητα μέτρα που προτάθηκαν μέσα από την εργαλειοθήκη της Κομισιόν για την αντιμετώπιση της ενεργειακής κρίσης, ήδη από τον προηγούμενο Οκτώβριο. Την εισαγωγή πλαφόν στις τιμές ενέργειας, την μείωση του ειδικού φόρου κατανάλωσης σε καύσιμα και φυσικό αέριο και την φορολόγηση των υπερκερδών των εταιρειών ενέργειας. Ενώ σπαταλά μια ιστορική ευκαιρία για την κοινωνική και οικονομική ανασύνταξη της χώρας μας, μετατρέποντας το Ταμείο Ανάπτυξης σε εργαλείο ενίσχυσης των λίγων και ισχυρών.
Μόνο μια προοδευτική κυβέρνηση μπορεί να αξιοποιήσει τις νέες δυνατότητες που δημιουργούν οι ευρωπαϊκές εξελίξεις, δίνοντας θετική διέξοδο στην κρίση. Και παράλληλα να ασκήσει πίεση ώστε οι πολιτικές ενεργητικής παρέμβασης να αποκτήσουν μόνιμα χαρακτηριστικά σε ευρωπαϊκό επίπεδο. Κι αυτός είναι ένας ακόμη λόγος που η πολιτική αλλαγή στη χώρα μας είναι πιο αναγκαία από ποτέ.