Με τις τελευταίες κινήσεις της Ευρωπαϊκής Ένωσης και των επιμέρους χωρών μελών να αντιμετωπίσουν την ενεργειακή κρίση και το κατά πόσο αυτές μπορεί να φανούν αποτελεσματικές ασχολήθηκε η εκπομπή του Πολυδεύκη Παπαδόπουλου «Με το Πρώτο στην Ευρώπη και τον Κόσμο». Καλεσμένος ήταν ο δρ. Χαράλαμπος Έλληνας, εμπειρογνώμονας/σύμβουλος ενεργειακών εταιρειών και πρώην επικεφαλής του κρατικού φορέα της Κύπρου για τα ενεργειακά ζητήματα.
Το έκτακτο Συμβούλιο των υπουργών Ενέργειας, που συνήλθε στις 10/9 στις Βρυξέλλες με κύριο θέμα την επιβολή πλαφόν στο ρωσικό φυσικό αέριο, δεν κατέληξε σε συμφωνία. Όπως χαρακτηριστικά ανέφερε ο προεδρεύων Τσέχος υπουργός Ενέργειας Τζόσεφ Σικέλα «δεν θέλουμε να προετοιμάσουμε περισσότερες κυρώσεις τώρα, αλλά μάλλον να λύσουμε το πρόβλημα με την ενέργεια». Μετά αυτή τη δυστοκία δόθηκε εντολή στην Κομισιόν να επανεξετάσει το ενδεχόμενο παρέμβασης στο χρηματιστήριο ευρωπαϊκής ενέργειας που λειτουργεί στην Ολλανδία και τώρα το βάρος της απόφασης πέφτει στους ηγέτες της Ε.Ε. σε μια από τις Συνόδους Κορυφής που θα πραγματοποιηθούν τον Οκτώβριο (Έκτακτο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο στις 6-7 Οκτωβρίου και τακτικό στις 20-21 του ίδιου μήνα).
Στα Συμπεράσματα της Τσεχικής προεδρίας αναφέρεται σαφώς ότι οι Υπουργοί καλούν την Κομισιόν να καταθέσει εντός των επομένων ημερών «πρόταση επείγουσας και προσωρινής παρέμβασης, συμπεριλαμβανομένου του ανώτατου ορίου τιμών φυσικού αερίου. Συγκεκριμένα μέτρα εν προκειμένω θα πρέπει επίσης να συμβάλλουν στον περιορισμό των επιπτώσεων των υψηλών τιμών φυσικού αερίου στις αγορές ηλεκτρικής ενέργειας της ΕΕ και στις τιμές ενέργειας για τους πελάτες». Τα μέτρα αυτά «θα πρέπει αποσκοπούν στο να ωφελήσουν τους ευρωπαίους καταναλωτές για την ανακούφιση των κοινωνικών και οικονομικών συνεπειών των σημερινών υψηλών τιμών ενέργειας, και τις ευρωπαϊκές επιχειρήσεις προκειμένου να μην τεθεί σε κίνδυνο η ανταγωνιστικότητά τους, διατηρώντας παράλληλα το κίνητρο για μείωση της κατανάλωσης φυσικού αερίου και ηλεκτρικής ενέργειας και το σήμα της αγοράς για απαλλαγή από τις εκπομπές διοξειδίου του άνθρακα».
Επίσης, οι υπουργοί συμφώνησαν για την προσπάθεια μείωσης της κατανάλωσης ηλεκτρικής ενέργειας κατά τις ώρες αιχμής, αλλά όχι και στην υποχρεωτικότητα αυτού του μέτρου όπως είχε προτείνει η Κομισιόν. Ακόμη, συμφώνησαν στο πλαφόν των υπερκερδών των εταιρειών ενέργειας που βασίζονται σε πιο φθηνές μορφές ενέργειας, όπως και των εταιρειών ορυκτών καυσίμων. Τέλος, οι υπουργοί κάλεσαν την Κομισιόν να εγκρίνει πλαίσιο ενίσχυσης της ρευστότητας των εταιρειών ενέργειας που αντιμετωπίζουν δυσκολίες εξαιτίας των αυξημένων τιμών ενέργειας. Να υπενθυμιστεί ότι η Ρωσία είχε προειδοποίησε την ΕΕ και συνολικά τη Δύση πως μία ενδεχόμενη απόφασή της να επιβάλει πλαφόν στην τιμή του εξαγόμενου ρωσικού πετρελαίου και αερίου θα αποτύχουν και θα οδηγήσουν τελικά στην αστάθεια των ιδίων.
Κατόπιν τούτων τίθεται το ερώτημα αν μπορεί να τεθεί ανώτατο όριο στην τιμή προμήθειας φυσικού αερίου από τις χώρες της ΕΕ όχι ειδικά στη Ρωσία αλλά σε όλους τους προμηθευτές. Η ιδέα ακούγεται καλή, αλλά στην εφαρμογή μπορεί να γίνει αντιπαραγωγική. Αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι τα ανώτατα όρια δεν θα περιορίσουν τη ζήτηση για την ενέργεια που αρχίζει και σπανίζει. Π.χ. σύμφωνα με μελέτη η επιβολή ανώτατου ορίου που εφαρμόστηκε στην Ισπανία οδήγησε σε αύξηση 42% της παραγωγής με φυσικό αέριο από τον Ιούνιο. Έτσι είναι πολύ πιθανό ότι μια ανάλογη εφαρμογή πολιτικής σε όλη την ΕΕ θα αύξανε ακόμη περισσότερο τη ζήτηση για φυσικό αέριο, ενισχύοντας τις πιθανότητες να μπει δελτίο το χειμώνα.
Επίσης, η επιβολή πλαφόν στην τιμή του φυσικού αερίου, ανεξαρτήτως προέλευσης, για όλους τους εισαγωγείς και όχι μόνο για τη Gazprom, θα μπορούσε να μπει μόνο εφόσον υπήρχε μια νέα νομική βάση, που να υποχρεώνει όλους τους εισαγωγείς στην ΕΕ να πωλούν σε προκαθορισμένη τιμή. Όμως τότε θα ακυρώνονταν αυτόματα όλα τα άρθρα των συμβάσεων των ευρωπαϊκών εταιρειών αερίου με παραγωγούς αερίου κάθε χώρας (από τη Ρωσία έως τις ΗΠΑ και το Κατάρ), τα οποία αναφέρονται στις τιμές που έχουν κλείσει οι συμφωνίες. Επομένως οι δύο πλευρές θα έπρεπε να συμφωνήσουν εκ νέου σε μια νέα τιμή. Ποιους όμως θα αφορούσε ένα πλαφόν; Τις ευρωπαϊκές εταιρείες που έχουν την έδρα τους στην ΕΕ, οι οποίες θα απαγορεύονταν να αγοράσουν φυσικό αέριο πάνω από μια προκαθορισμένη τιμή; Και αν κάποιες τη μετέφεραν, π.χ στο Ντουμπάι, για να συναλλάσσονται από εκεί με τη Gazprom ή για να πωλούν σε όποια τιμή επιθυμούν, παρακάμπτοντας το πλαφόν, τι θα έκανε η Κομισιόν;
Ακόμη, πολύς λόγος γίνεται τις τελευταίες μέρες για το πλαφόν στις τιμές του ρωσικού πετρελαίου που αποφάσισαν οι G7. Για την αποτελεσματικότητα της επιβολής γενικότερα πλαφόν σε μια αγορά η πρακτική εμπειρία μάλλον δείχνει ότι είναι προορισμένη να αποτυγχάνει, καθώς τελικά οδηγεί σε αύξηση των τιμών και ελλείψεις στην αγορά. Συγκεκριμένα, οι συνολικές εισαγωγές πετρελαίου των G7 φτάνουν τα 15 εκ. βαρέλια τη μέρα. Σε αυτή την ποσότητα οι G7 θέλουν να επιβάλουν πλαφόν αναγκάζοντας τη Ρωσία να πουλά σε συγκεκριμένη τιμή. Όμως, στα αναφερόμενα 15 εκατ. βαρέλια τα μισά αφορούν τις ΗΠΑ και τον Καναδά, δηλαδή χώρες που είναι οι ίδιες μεγάλοι παραγωγοί πετρελαίου και οι οποίες εισάγουν ελάχιστα από τη Ρωσία. Την ίδια στιγμή, οι εισαγωγές τις Κίνας είναι πάνω από 10 εκ βαρέλια τη μέρα και της Ινδίας πάνω από 4,5 εκ. Έτσι, οι δύο αυτές χώρες μαζί έχουν πάνω από 14,5 εκ βαρέλια εισαγωγών. Από αυτά αγοράζουν πολύ πετρέλαιο από τη Ρωσία, με αυξανόμενα ποσοστά μέσα στο 2022 και δεν έχουν κανένα λόγο να σταματήσουν. Οι G7 λοιπόν δεν διαθέτουν τη δύναμη να επιβάλουν ένα πλαφόν στη Ρωσία η οποία έχει και αλλού να πουλήσει. Όμως, και στο «ιδεολογικό επίπεδο», η ιδέα ενός καρτέλ αγοραστών που επιβάλει τιμές στη αγορά αποτελεί πλήγμα σε αυτή καθ’ αυτή τη λειτουργία των σύγχρονων οικονομιών και κοινωνιών και δημιουργεί επικίνδυνο προηγούμενο.
Πιο επιτακτικά έχει τεθεί το θέμα αποσύνδεσης της τιμής του ηλεκτρικού ρεύματος με την τιμή του φυσικού αερίου, το οποίο είναι μεν κάτι που μπορεί να συμβεί αλλά η υλοποίησή του γίνεται και πάλι εξαιρετική δύσκολη. Το αυτό ισχύει και με την ιδέα τιμολόγησης της κάθε μορφής παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας χωριστά, δηλαδή διαφοροποιημένα για την παραγωγή από ΑΠΕ, την πυρηνική ενέργεια, το φυσικό αέριο, τον άνθρακα, το πετρέλαιο.
Ένας τρόπος για να μπορέσουν να συγκρατηθούν οι τιμές και να τεθεί πλαφόν σ’ αυτές είναι ο ευρωπαϊκός προϋπολογισμός να αναλάβει μέρος του κόστους ενέργειας. Μέχρι στιγμής, πάντως, κοινές λύσεις δεν έχουν αποφασιστεί κι αν γίνει κάτι τέτοιο φαίνεται πως θα είναι πόροι από το Ταμείο Ανάκαμψης, που προορίζονταν για ενεργειακές επενδύσεις και όχι επιδοτήσεις τιμών. Πάντως, προς το παρόν είναι τα κράτη-μέλη της Ε.Ε. που είχαν δεσμεύσει έως τον Αύγουστο του 2022 από εθνικούς πόρους (που σημαίνει δημοσιονομικό κόστος και τελικά καταλήγει να επιβαρύνει πιο μακροπρόθεσμα πάλι τους φορολογούμενους/πολίτες) περίπου 280 δισ. ευρώ σε μέτρα όπως φοροαπαλλαγές και επιδοτήσεις, στην προσπάθειά τους να περιορίσουν τις επιπτώσεις της ενεργειακής κρίσης σε νοικοκυριά και επιχειρήσεις. Μεταξύ αυτών η Ελλάδα, η Ιταλία και η Ισπανία, δηλαδή τα πιο υπερχρεωμένα μέλη της ευρωζώνης, έχουν ξοδέψει το 2-4% του ΑΕΠ τους σε δημοσιονομικά προγράμματα στήριξης για να μετριάσουν το ενεργειακό σοκ. Στη Βρετανία η Λιζ Τρας έφερε το πρώτο νομοσχέδιο της κυβέρνησης της για επιδότηση του ενεργειακού κόστους των βρετανικών νοικοκυριών από τον κρατικό προϋπολογισμό με 150 δις. λίρες για δύο χρόνια (χωρίς να διευκρινίζει από πού θα τα βρει).
Παρόλα αυτά, επικρατεί ανησυχία ότι ο αντίκτυπος τέτοιων μέτρων θα εξανεμιστεί εξαιτίας της κλίμακας της κρίσης. Έτσι ακούγονται από διαφορετικές πλευρές προτάσεις για έκτακτη φορολόγηση των υπερβολικών κερδών των εταιρειών πετρελαίου και φυσικού αερίου, καθώς και των εταιριών ηλεκτρικής ενέργειας. Κάτι τέτοιο θα δημιουργούσε πόρους για ενισχύσεις των πιο ευάλωτων ομάδων χωρίς να επιβαρυνθούν επιπλέον οι κρατικοί προϋπολογισμοί. Τα ερώτημα όμως είναι και πάλι πως μπορούν να προσδιοριστούν τα υπερβολικά κέρδη και πόσα έσοδα θα προέκυπταν.