Τον κώδωνα του κινδύνου για την ελληνική οικονομία κρούει ο καθηγητής Οικονομικών του ΔΠΘ Διονύσης Χιόνης στη συνέντευξη που ακολουθεί. Όπως λέει «η ελληνική οικονομία βρίσκεται μπροστά σε μια μεγάλη δοκιμασία. Και αυτό γιατί οι αντοχές του προϋπολογισμού δεν είναι τέτοιες που θα μπορέσουν να συντηρήσουν τις εισοδηματικές ενισχύσεις. Πολύ δε περισσότερο όταν από το 2023 και για πολλά χρόνια πρέπει να είναι πλεονασματικός».
Σύμφωνα με τον ίδιο «η περίοδος που διανύουμε είναι πρωτόγνωρη τουλάχιστον για τα δεδομένα των τελευταίων δεκαετιών. Πληθωριστικά φαινόμενα έχουν εμφανιστεί πάλι στην ελληνική οικονομία αλλά οι συνθήκες ήταν τελείως ήταν τελείως διαφορετικές. Τις δεκαετίες του ‘70 και του ‘80 η ελληνική οικονομία δεν είχε τόσο μεγάλο δημόσιο και ιδιωτικό χρέος».
Συνέντευξη στον Χρόνη Διαμαντόπουλο
Κύριε καθηγητά, μετά από 10 και πλέον χρόνια μνημονίων, μιας πρωτοφανούς οικονομικής και κοινωνικής κρίσης στο επίπεδο της πολιτικής σχεδόν δεν έχει αλλάξει τίποτα. Υποσχέσεις για παροχές και επιδόματα. Τελευταίο παράδειγμα η παρουσία των πολιτικών αρχηγών στη Διεθνή Έκθεση Θεσσαλονίκης. Πως σας φαίνεται όλο αυτό;
Η ελληνική κοινωνία έχει μετατραπεί σε μια επιδοματοκεντρική κοινωνία. Κατά αναλογία η πολιτική ακολουθεί με αποτέλεσμα να παρατηρούμε έναν ανταγωνισμό παροχής βοηθημάτων. Σε αυτό το πλαίσιο οι εξαγγελίες στην Έκθεση Θεσσαλονίκης, η οποία παρεμπιπτόντως έχει μεταβληθεί σε ένα βήμα ανταγωνισμού επιδομάτων, φαίνεται ότι αγνόησαν τις διεθνείς εξελίξεις παρακάμπτοντας το γεγονός ότι ο βαρύς χειμώνας που πλήττει την διεθνή οικονομία θα είναι καταστροφικός για χώρες όπως η Ελλάδα. Συνεχίζουμε λοιπόν να συγχέουμε την ανάγκη επικοινωνιακής διαχείρισης της οικονομίας με την οικονομική πολιτική.
Νομίζω ότι ο πληθωρισμός φέρνει το τέλος των ψευδαισθήσεων για την οικονομία. Κακά τα ψέματα, η ελληνική οικονομία βρίσκεται μπροστά σε μια μεγάλη δοκιμασία. Και αυτό γιατί οι αντοχές του προϋπολογισμού δεν είναι τέτοιες που θα μπορέσουν να συντηρήσουν τις εισοδηματικές ενισχύσεις. Πολύ δε περισσότερο όταν από το 2023 και για πολλά χρόνια πρέπει να είναι πλεονασματικός. Επιπλέον οι ρυθμοί ανάπτυξης του α’ εξαμήνου του 2022 δεν μπορούν να προδιαγράψουν τις εξελίξεις για το 2023. Και αυτό γιατί τα αποτελέσματα του α’ εξαμήνου του 2022 συγκρίνονται με αυτά του 2021 όπου η οικονομία βρισκόταν σε κατάσταση καραντίνας. Δεν πρέπει να μας διαφεύγει το γεγονός ότι το 85% της ανάπτυξης προήλθε από την κατανάλωση δηλαδή από ην συντήρηση της επιδοματικής πολιτικής. Τα spreads των ελληνικών ομολόγων φλερτάρουν με το 5% και ο πληθωρισμός δεν θα είναι ένα παροδικό φαινόμενο. Τουναντίον τώρα αρχίζει η εκδήλωση του πληθωριστικού σπιράλ εφόσον οι μισθολογικές και συνταξιοδοτικές διεκδικήσεις βρίσκονται προ των πυλών.
Όλα τα παραπάνω δείχνουν ότι το σενάριο του στασιμοπληθωρισμού γίνεται όλο και πιο πιθανό για την ελληνική οικονομία και σ’ αυτό το σενάριο τα περιθώρια αντίδρασης είναι πολύ περιορισμένα.
Οι επιλογές που έκαναν οι ελληνικές κυβερνήσεις – υπό την πίεση των δανειστών – δεσμεύουν την οικονομική πολιτική βραχυχρόνια αλλά και μακροχρόνια αν θυμηθούμε τι έγινε με την σύσταση του λεγόμενου υπερταμείου. Όλα αυτά δείχνουν είτε ότι δεν έχουν γίνει κατανοητές οι συνέπειες των επιλογών, είτε ότι κάποιοι προσπαθούν να τις ξεχάσουν. Για πόσο μπορεί να συνεχιστεί η πολιτική αυτού του είδους;
Οι βασικές επιλογές και προϋποθέσεις που βασίστηκαν τα ελληνικά σταθεροποιητικά προγράμματακατά την περίοδο των μνημονίων θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν εργαστηριακές με την έννοια ότι υιοθέτησαν τις προβλέψεις που εξυπηρετούσαν το βασικό σενάριο του χρέους, της ανάπτυξηςκ.λπ. Απέκλεισαν με αυτό τον τρόπο την οποιαδήποτε παρέκκλισηλες και η ελληνική οικονομία για ένα διάστημα 50 ετών δεν θα γνώριζε ποτέ κρίση, πληθωρισμό ή ένα εξωγενές σοκ. Δυστυχώς έχουμε βραχεία μνήμη και ξεχνούμε τις λογικές και επιστημονικές υπερβάσεις που έγιναν προκειμένου να στηριχτούν τα απίθανα σενάρια. Παράλληλα εκποιήθηκαν ή υποθηκεύτηκαν τα ελληνικά περιουσιακά στοιχεία και τα δίκτυα προκειμένου να πετύχουμε την οικονομική μας εξυγίανση. Δώδεκα χρόνια μετά και κανένα από τα προβλήματα που υποτίθεται ότι θα αντιμετωπίζονταν από τα μνημόνια δεν έχει επιλυθεί. Ας απορυθμίσουμετα κυριότερα θέματα προκειμένου να αξιολογήσουμε την αποτελεσματικότητα των πολιτικών. Η ανάπτυξη συνεχίζει να είναι εξαρτώμενη αποκλειστικά από την κατανάλωση, άρα όσο υπάρχουν επιδόματα υπάρχει αύξηση του ΑΕΠ, το χρέος είναι μεν ρυθμισμένο αλλά τα spreads των ελληνικών ομολόγων φλερτάρουν με το 5% και η Ελληνική Δημοκρατία είναι ουσιαστικά εκτός αγορών, το έλλειμμα του εξωτερικούισοζύγιού είναι το μεγαλύτερο από την εποχή που παρακολουθείται από την ΕΛΣΤΑΤ, το τραπεζικό σύστημα που έχειανακεφαλαιοποιηθεί τέσσερεις φορές και ακόμα βρίσκεται σε μια προβληματική λειτουργία.
Και φθάσαμε στην σημερινή κρίση που χρειάζεται ένας ισχυρός δημόσιος πυλώναςκαι μια κρατική παρουσία είτε στις μεταφορές είτε στην ενέργεια ή ακόμα και στον χρηματοπιστωτικό τομέα προκειμένου να στηρίξει την ελληνική παραγωγή. Δυστυχώς αυτή η ισχυρή κρατική παρουσία σήμερα είναι ανύπαρκτη εφόσον έχουμε πωλήσει τα βασικά περιουσιακάστοιχεία και τα δίκτυα της χώρας.
Μετά τις δεσμεύσεις που έχει αναλάβει η χώρα μας – μέσω των επιλογών που έκαναν οι ελληνικές κυβερνήσεις – μπορεί να γίνει δημόσια και πάλι η ΔΕΗ; Ανεξάρτητα από το αν έχει οφέλη αυτή η επιλογή.
Η περίοδος που διανύουμε είναι πρωτόγνωρη τουλάχιστον για τα δεδομένα των τελευταίων δεκαετιών. Πληθωριστικά φαινόμενα έχουν εμφανιστεί πάλι στην ελληνική οικονομία αλλά οι συνθήκες ήταν τελείως ήταν τελείως διαφορετικές. Τις δεκαετίες του ‘70 και του ‘80 η ελληνική οικονομία δεν είχε τόσο μεγάλο δημόσιο και ιδιωτικό χρέος καιο ρόλος του κράτους στην παραγωγή και στην διακίνηση της ενέργειας ήταν καθοριστικός, ουσιαστικά μονοπωλιακός,επίσης η συμβολή του ιδιωτικού τομέα ήταν αρκετά περιορισμένη. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι σε περιόδους κρίσης τα πάντα μπορούν να αλλάξουν ακόμα και το ιδιοκτησιακό status μεγάλων επιχειρήσεων. Όλα αυτά όμως δεν μπορεί να γίνουν χωρίς κόστος δεδομένου της μεγάλης παρουσίας που έχουν ιδιώτες επενδυτές.
Αν διαρκέσει αυτή η κατάσταση των υψηλών τιμών των καυσίμων τότε η αντιμετώπιση του ενεργειακού προβλήματος της Χώρας θα χρειάζεται πολλά περισσότερα από την κρατικοποίηση της ΔΕΗ. Δυστυχώς αυτή η ενεργειακή κρίση μας βρήκε σε μια φάση μετάβασης από τις παραδοσιακές πηγές ενέργειας στις ΑΠΕ. Είναι γεγονός ότι βιαστήκαμε να υιοθετήσουμε ενεργειακά και παραγωγικά πρότυπα που δεν ήταν και τόσο συμβατά με το ελληνικό παραγωγικό σύστημα. Το θέμα του λιγνίτη είναι χαρακτηριστικό. Αυτό που χρειάζεται ιδιαίτερη σημασία και πρέπει να τονιστεί είναι η στήριξη της μεταποίησης και γενικά της επιχειρηματικότητας. Είναι λογικό να ασχολούμαστε με την στήριξη της οικιακής κατανάλωσης αλλά το έλλειμμα ανταγωνιστικότητας και η πτώση της παραγωγικότητας θα αρχίσει να μεταφράζεται σε οικονομική συρρίκνωση και ανεργία.
Τέλος, υπάρχει ένα θέμα που απ’ ότι φαίνεται μας διαφεύγει και έχει να κάνει με τις δυνατότητες του προϋπολογισμού, τις λεπτές ισορροπίεςστις σχέσεις μας τους επενδυτές και το Ενωσιακό δίκαιο. Η Γερμανική Κυβέρνηση για την κρατικοποίηση της Uniper προτίθεται να δαπανήσει 8 δισ.€ αλλά σε άμεση συνεννόηση με τους βασικούς μετόχους, την φιλανδική Fortum.Σίγουρα τα ελληνικά μεγέθη είναι μικρότερα αλλά θα πρέπει να ξεκαθαρίσουμε από που θα προέλθουν τα αντίστοιχα κονδύλια για τις κρατικοποιήσεις. Επιπρόσθετα μονομερείς ενέργειeς δεν μπορούν να γίνουν αποδεκτές και σημειώστε ότι το άρθρο 6 της πρότασης της Κομισιόν για τα μέτρα στην αγορά ενέργειας υποχρεώνει ‘’τα κράτη μέλη μπορούν να διατηρούν ή να θεσπίζουν μέτρα που περιορίζουν περαιτέρω τα αγοραία έσοδα των παραγωγών, υπό την προϋπόθεση ότι τα εν λόγω μέτρα είναι αναλογικά και αμερόληπτα, δε θέτουν σε κίνδυνο τα επενδυτικά μηνύματα, εξασφαλίζουν την κάλυψη των επενδυτικών δαπανών, δε στρεβλώνουν τη λειτουργία των αγορών χονδρικής πώλησης ηλεκτρικής ενέργειας και είναι συμβατά με το ενωσιακό δίκαιο”.
Ωστόσο η «νέα κρίση» συνδέεται με το ζήτημα της ενέργειας. Και εδώ τα πράγματα δεν έχουν γίνει σαφή. Ακούμε για «υπερκέρδη» και βλέπουμε για άλλη μια φορά παροχή επιδομάτων. Μπορείτε να μας δώσετε μια εικόνα ποιοι και πω εκμεταλλεύονται αυτή την κρίση;
Με την πολιτική των επιδομάτων απλά διαχειριζόμαστε παροδικά τις συνέπειες της κρίσης δεν επιλύουμε κάποιο πρόβλημα. Τι θα γίνει αν συνεχίσουν οι τιμές των ενεργειακών καυσίμων να είναι υψηλές και πόσο θα αντέχει ο προϋπολογισμός να συντηρεί αυτή την επιδοματική πολιτική δεδομένου ότι από το 2023 και για πολλά χρόνια πρέπει να παρουσιάζει δημοσιονομικόπλεόνασμα;
Στην ελληνική οικονομία τόσο ο ενεργειακός πληθωρισμός όσο και ο πληθωρισμός είναι σημαντικά μεγαλύτερος από τον μέσο ευρωπαϊκό. Αυτή η διαπίστωση σημαίνει ότι υπάρχουν πολλά περιθώρια βελτίωσης της λειτουργίας της εγχώριας αγοράς.
Ο προβληματισμός για τα υπερκέρδη των εταιρειών είναι λογικός αλλά επιτρέψτε μου να θέσω καιορισμένους ερωτηματικά για να κατανοήσουμε ότι δεν υπάρχουν εύκολες λύσεις. Η έκτακτη φορολόγηση είναι πιθανό να οδηγήσει αυτές τιςεταιρίες να αποδημήσουν και να μεταφέρουν την έδρα τους εξωχώρια λόγω της υψηλής φορολογίας. Σε αυτή την περίπτωση τι θα γίνει; θα κρατικοποιήσουμε και τους φορείς εμπορίας και διακίνησηςπετρελαιοειδών, αερίου και ηλεκτρικού. Ας κάνουμε μια χρονική προβολή της ελληνικής κοινωνίας όπου το μεγαλύτερο μέρος της οικονομικής δραστηριότητας θα εξαρτάται απόκρατικά και οι ενισχύσεις θα αποτελούν το κύριο μέσο συντήρησης των πολιτών. Αυτά ούτε ο Νάσσερ της Αιγύπτου δεν θα μπορούσε να τα φανταστεί.
Πριν από περίπου 15 χρόνια κατέρρευσε η LehmanBrothers. Και ήταν η αρχή της κρίσης που κανένας δεν υπολόγισε τότε ότι θα έφερνε την Ελλάδα στην χρεωκοπία. Οι οικονομίες είναι τόσο αλληλένδετες, που κανένας δεν μπορεί να προβλέψει τι μπορεί να σημαίνει για την Ευρώπη μια κρίση στην Γερμανική οικονομία. Πως μπορεί να εξελιχθούν τα πράγματα;
Το πλήγμα στην ευρωπαϊκή ανταγωνιστικότητα φαίνεται ότι θα είναι συντριπτικό και θα οδηγήσει σε απώλειες αγορών. Στην συνέχεια υπάρχει ένα πρόβλημα το οποίο αφορά τις υπερχρεωμένες χώρες όπως την Ελλάδα. Η άνοδος των επιτοκίων μοιραία συμπαρασύρει τα spreads των ελληνικών ομολόγων του δημόσιου και του ιδιωτικού τομέα. Η παρατεταμένη άνοδος των spreads σε υψηλά επίπεδα θα αρχίσει να δημιουργεί προβληματισμούς για την βιωσιμότητα του ελληνικού χρέους την στιγμή όπου η ΕΚΤ έχει υπερφορτωθεί από ελληνικά και ιταλικά ομόλογα. Ας μην ξεχνάμε ότι το επίπεδο του πρωτογενούς πλεονάσματος θα επιβαρυνθεί από την επαναχρηματόδοτηση των ομολόγων που λήγουν άρα εξαρτάται κυρίως από το ύψος του επιτοκίου. Η αύξηση των spreads απαιτεί υψηλότερα μακροχρόνια πρωτογενή πλεονάσματα.
Τα προβλήματα στην εφοδιαστική αλυσίδα είναι ένα άλλο πρόβλημα που θα συνεχίσει να πλήττει την οικονομία και την παραγωγή. Ετσι στον πόλεμο στην Ουκρανία πρέπει να προστεθεί και ο υφέρπον εμπορικός πόλεμος μεταξύ Δύσης και Κίνας, Ν.Α. Ασίας. Οι δυσχέρειες που ανακύπτουν από τον περιορισμό των εισαγωγών, τελικών και ενδιάμεσων προϊόντων (παρουσιάστηκαν στην εφοδιαστική αλυσίδα πολύ πριν την εκδήλωση της ενεργειακής κρίσης) εντείνουν τα προβλήματα της παραγωγής πιέζοντας ανοδικά τις τιμές. Η μεταποίηση τόσο στην Ελλάδα όσο και στην ΕΕ ωφελήθηκε διαχρονικά από την εισαγωγή ενδιάμεσων βιομηχανικών προϊόντων από την Κίνα και από τις χώρες της Ν.Α. Ασίας. Αυτές οι εισαγωγές συνέβαλαν στην ανταγωνιστικότητα πολλών επιχειρήσεων καθώς και στην διαμόρφωση ανταγωνιστικών τιμών. Η σταδιακή αναστροφή αυτής της διαδικασίας και η υποκατάστασή της με εγχωρίως παραγόμενα προϊόντα νομοτελειακά θα οδηγήσει σε αύξηση των τιμών.
Πρέπει να σημειωθεί ότι η πολιτική αντιμετώπισης του πληθωρισμού αποτελεί έναν από τους ακρογωνιαίους λίθους της ΟΝΕ. Ο χαμηλός πληθωρισμός καθώς και η σύγκλιση των πληθωρισμών των κρατών μελών αποτελούν την αναγκαία συνθήκη για την εφαρμογή της κοινής νομισματικής πολιτικής. Aντίθετα ο υψηλός ρυθμός αύξησης των τιμών, οι μεγάλες αποκλίσεις των τιμών των χωρών μελών με ταυτόχρονη έλλειψη δημοσιονομικής ενοποίησης είναι ένας συνδυασμός προβληματικός για την ΕΕ. Αν τώρα τα παραπάνω συνδυαστούν και με ύφεση τότε για να αντέξει το ευρωπαϊκό οικοδόμημα ίσως χρειαστεί κάτι πολύ παραπάνω από τις επαναλαμβανόμενες υποσχέσεις περί ευρωπαϊκού οράματος, αλληλεγγύης και οικονομικής ενοποίησης.
Όλα οι παραπάνω επιφυλάξεις είναι πλέον μετρήσιμες και δεν αποτελούν σενάρια και μπορούν πολύ εύκολα να οδηγήσουν σε δημοσιονομική αστάθεια και ύφεση.