«Στον αργά αναδυόμενο πολυκεντρικό κόσμο οι ισχυροί περιφερειακοί δρώντες έχουν αναβαθμισμένο ρόλο, οι περιφερειακές συγκρούσεις είναι πιθανότερες και συχνότερες και κάποιες, τουλάχιστον, από τις συμμαχίες είναι εύπλαστες και εξαρτώμενες από τα επιμέρους ζητήματα που ανακύπτουν» τονίζει ο καθηγητής Κώστας Λάβδας, στη συνέντευξη που ακολουθεί.
Ο ίδιος, μιλά για τις νέες ισορροπίες που διαμορφώνονται, τον ρόλο των μεγάλων δυνάμεων αλλά και δυνάμεων όπως είναι η Τουρκία. Ειδικά για την γείτονα χώρα πιστεύει ότι ανεξάρτητα από το αποτέλεσμα των εκλογών «η Τουρκία σε γενικές γραμμές θα εξακολουθήσει να επιδιώκει το νέο της στρατηγικό όραμα: Μια επεκτατική χερσαία και θαλάσσια δύναμη εντός μιας ευρύτερης, ουδετεροποιημένης περιμέτρου».
Συνέντευξη στον Χρόνη Διαμαντόπουλο
Κύριε καθηγητά η Αμερικανική πολιτική τον τελευταίο χρόνο έχει πετύχει πολλούς από τους στόχους της. Και με αφορμή τον πόλεμο που ξεκίνησε στην Ουκρανία έχει μεγάλα οικονομικά οφέλη, ενώ συγχρόνως ασκεί μεγάλη επιρροή στην Ευρώπη. Πώς θα εξελιχθεί αυτή η περίπλοκη κατάσταση που μας αφορά όλους;
Η εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία αποτελεί, όπως εύστοχα το έθεσε ο Μακρόν, μεγάλο ιστορικό λάθος του Κρεμλίνου. Από την πλευρά τους οι ΗΠΑ επιχειρούν να ανατρέψουν ριζικά την κατάσταση που δημιουργήθηκε το 2014, όταν η προσάρτηση της Κριμαίας φάνηκε να αντιμετωπίζεται με σχετική ανοχή από την Ουάσιγκτον.
Επίσης, παρά τις προσπάθειες ισχυρών περιφερειακών δρώντων στο πλαίσιο των BRICSκαι της Σαγκάης για dedollarisation, το δολάριο παραμένει και πανταχού παρόν και ισχυρό, μάλιστα ισχυροποιείται απέναντι και στο ευρώ και την βρετανική λίρα.
Οφείλουμε όμως παράλληλα να ξεχωρίσουμε το άμεσο από το μακροπρόθεσμο. Μακροπρόθεσμα όλα δείχνουν ότι η αργή και επιλεκτική μείωση του αμερικανικού ρόλου από περιοχές εκτός του Ινδο-ειρηνικού, μια τάση που ξεκίνησε από την εποχή Ομπάμα, θα συνεχιστεί. Πόσο μάλλον εάν επανέλθει ένας πρόεδρος όπως ο Τραμπ. Όπως έχω εξηγήσει αναλυτικά στο παρελθόν, η ΕΕ θα πρέπει μέχρι τότε να έχει βρει έναν βηματισμό και να έχει κατοχυρώσει κάποια, έστω, στοιχεία της στρατηγικής αυτονομίας της.
Την ίδια στιγμή η Τουρκία διαμορφώνει μια ρητορική υψηλών τόνων και φαίνεται ότι προετοιμάζεται για όλα τα ενδεχόμενα. Η ψυχραιμία με την οποία αντιδρά η ελληνική πλευρά είναι ικανή για να μη συμβεί κάποιου είδους θερμό επεισόδιο;
Βρισκόμαστε σε μια συγκυρία όπου συναντώνται χρονικά και αλληλοεπηρεάζονται δυο κρίσιμες τάσεις. Αφενός εξελίσσεται η αναθεωρητική στρατηγική της Τουρκίας μεταξύ άλλων και με το δόγμα της Γαλάζιας Πατρίδας που μας αφορά άμεσα. Αφετέρου λόγω της οξύτατης ρωσο-ουκρανικής κρίσης τίθενται για την Άγκυρα κρίσιμα, σχεδόν υπαρξιακά διλήμματα για τον ρόλο της μεταξύ Δύσης και Ανατολής. Η Άγκυρα είχε αναπτύξει με την Μόσχα μια σχέση την οποία είχα προ ετών ονομάσει «ανταγωνιστική συμπληρωματικότητα». Η εισβολή στην Ουκρανία, η ρωσική αποτυχία εύκολης έκβασης και η παγίωση συνθηκών ενός πολέμου διαρκείας φέρνει αυτή τη σχέση στα όριάτης, όμως παράλληλα ο Ερντογάν προσπαθεί συστηματικά να αποκτήσει πιο σταθερές βάσεις ως παρατηρητής και ως πιθανό μέλος και στους BRICS και στο πλαίσιο του Οργανισμού Συνεργασίας της Σαγκάης.
Η ψυχραιμία και η αυτοσυγκράτηση είναι σαφώς αναγκαία αλλά δυστυχώς όχι επαρκή στοιχεία για την αντιμετώπιση της μεγάλης πρόκλησης που συνιστά ο τουρκικός αναθεωρητισμός. Χρειάζεται επιπλέον ενίσχυση της αποτρεπτικής ικανότητας στης χώρας, διαμόρφωση ενός ήρεμου αλλά πλήρως ενήμερου και αποφασιστικού εσωτερικού μετώπου και συνεχής προσπάθεια ενημέρωσης και άσκησης επιρροής σε φιλικές χώρες όχι μόνο σε κυβερνητικό αλλά και σε επίπεδο κοινωνίας πολιτών. Ευτυχώς γίνονται σημαντικά βήματα τα τελευταία χρόνια, όμως θα πρέπει να θυμόμαστε πάντα ότι η αποτροπή εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από την αντίληψη του απέναντι σε σχέση με το κόστος που θα έχει. Με άλλα λόγια, η επιτυχής αποτροπή (deterrence) είναι 80% πρόσληψη (perception) του απέναντι. Αυτή βασίζεται προφανώς και σε σκληρά στοιχεία (στοιχεία εξοπλισμών, ποιοτική αναβάθμιση, αριθμητική υπεροχή, ισορροπία δυνάμεων) αλλά εξαρτάται και από παράγοντες όπως η αποτίμηση της αποφασιστικότητάς μας, οι αναλύσεις για την εσωτερική πολιτική μας, η ερμηνεία της στρατηγικής κουλούρας μας, κλπ.
Τόσο ο Ερντογάν όσο και οι όποιοι διάδοχοί του – εάν υποτεθεί ότι ο σημερινός πρόεδρος και θα χάσει τις εκλογές και θα παραδώσει την εξουσία – θα επιμείνουν στο γενικό σχεδιασμό τους. Με δυο λόγια, ανεξαρτήτως εσωτερικών πολιτικών και εκλογικών εξελίξεων, η Τουρκία σε γενικές γραμμές θα εξακολουθήσει να επιδιώκει το νέο της στρατηγικό όραμα: Μια επεκτατική χερσαία και θαλάσσια δύναμη εντός μιας ευρύτερης, ουδετεροποιημένης περιμέτρου.
Φαίνεται ότι η Τουρκία και ο ίδιος ο Ταγίπ Ερντογάν δέχονται πιέσεις από τη διεθνή κοινότητα, τόσο για τη στενή σχέση με τη Ρωσία όσο και το ρόλο που διεκδικεί η γειτονική μας χώρα εντός του ΝΑΤΟ. Μπορεί η Τουρκία να αντέξει αυτές τις πιέσεις και για πόσο καιρό;
Παρά τα προβλήματά της, η Τουρκία αποτελεί οικονομικά, δημογραφικά και γεωπολιτικά εξαιρετικά υπολογίσιμη περιφερειακή δύναμη. Όποιος υποτιμά τον αντίπαλο είναι ή υπερφίαλος ή απλά ηλίθιος. Το ζήτημα είναι ότι η απόφαση για οριστική ρήξη με τη Δύση δεν έχει ληφθεί ακόμη στην Άγκυρα. Και είναι δύσκολο να ληφθεί (α) λόγω αντικρουόμενων εσωτερικών δυνάμεων και συμφερόντων και (β) λόγω αντικειμενικών οικονομικών αναγκών της Τουρκίας σε σχέση με τη Δύση. Όσο η πλήρης ρήξη με τη Δύση δεν έρχεται και ο Ερντογάν προσπαθεί να πατάει σε πολλές βάρκες, η πίεση από Ουάσιγκτον, Βρυξέλλες, Παρίσι και Βερολίνο θα διαδραματίζει κάποιον ρόλο. Εάν μια απόφαση ρήξης ληφθεί το εμβληματικό έτος 2023, αυτό θα φέρει την πολεμική σύγκρουση με την Ελλάδα πιο κοντά.Όμως και τότε όπως και τώρα, η Άγκυρα θα προσπαθεί να διαμορφώσει ένα σενάριο στο πλαίσιο του οποίου να φαίνεται ότι αυτός που άρχισε πρώτος τις εχθροπραξίες θα είναι η Ελλάδα.
Ο πλανήτης είναι πλέον τόσο αλληλένδετος σε όλα τα επίπεδα, που φαίνεται ότι όσα συμβαίνουν στη Ρωσία ή το Ιράν έχουν οικονομικές και κοινωνικές συνέπειες τόσο στην Ευρώπη, όσο και στην Αμερική. Την Ελλάδα πόσο την επηρεάζουν όλα όσα συμβαίνουν γύρω μας; Και μη ξεχνάμε ότι βρισκόμαστε στα Βαλκάνια, μια περιοχή που οι κάτοικοι της έχουν βιώσει πολλά τα τελευταία 30 χρόνια.
Ο πλανήτης προφανώς δεν ταυτίζεται με τη Δύση. Υπάρχει παγκοσμιοποίηση αλλά υπάρχουν και πολλές διαφορετικές οπτικές γωνίες. Παράλληλα, οι εξελίξεις των τελευταίων μηνών βρίσκονται στην αρχή διαμόρφωσηςκάποιων τάσεων επανακαθορισμού της παγκοσμιοποίησης με όρους αυξημένου κατακερματισμού. Σε αυτό το εξελισσόμενο πλαίσιο, παρά τα πολλά προβλήματά του ο Ερντογάν φαίνεται να αντιλαμβάνεται την μεγάλη εικόνα με σχετική ακρίβεια. Ενώ στην Αθήνα διάφοροι μηρύκαζαν τις ανοησίες περί τιμωρίας του αναθεωρητισμού σε παγκόσμια κλίμακα με αφορμή την εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία, η Άγκυρα φάνηκε να αντιλαμβάνεται ότι ο πόλεμος στην Ουκρανία αποτελεί παράθυρο ευκαιρίας για την ίδια αλλά – παρά τα φαινόμενα – και ενδιάμεσο σταθμό στην πορεία προς ένα νέο, πολυκεντρικό και εγγενώς αβέβαιο περιβάλλον.
Στον αργά αναδυόμενο πολυκεντρικό κόσμο οι ισχυροί περιφερειακοί δρώντες έχουν αναβαθμισμένο ρόλο, οι περιφερειακές συγκρούσεις είναι πιθανότερες και συχνότερες και κάποιες, τουλάχιστον, από τις συμμαχίες είναι εύπλαστες και εξαρτώμενες από τα επιμέρους ζητήματα που ανακύπτουν. Είναι ένας κόσμος στον οποίο η βασική επικέντρωση των ΗΠΑ στον Ινδο-ειρηνικό θα επιβεβαιωθεί εκ νέου μετά το τέλος του πολέμου στην Ουκρανία ενώ η ΕΕ δεν θα έχει ακόμη εδραιώσει τη στρατηγική αυτονομία την οποία σοφά υποστηρίζει το Παρίσι.
Αν προσπαθήσουμε να δούμε από κάποιου είδους απόσταση όλα όσα συμβαίνουν διεθνώς, ακόμη και τις πολιτικές εξελίξεις στην Σουηδία και την Ιταλία, πιστεύετε ότι όλα αυτά οφείλονται στην πιθανή έλλειψη ηγεσιών; Ανθρώπων που εμπνέουν και εμπνέονται από αξίες και υψηλούς στόχους; Γιατί δυστυχώς οι επιλογές που έχουν κάνει οι πολίτες παραπέμπουν σε ηγεσίες «χαμηλού επιπέδου», αν μου επιτρέπεται η έκφραση.
Υπάρχει εντεινόμενη πίεση στις ευρωπαϊκές κοινωνίες. Την χρηματοπιστωτική κρίση διαδέχθηκε η πανδημία την οποία τώρα διαδέχονται η ενεργειακή κρίση και οι γενικότερες συνέπειες του πολέμου στη Ουκρανία, με κίνδυνο να εισέλθουμε σε μια νέα εκδοχή στασιμοπληθωρισμού. Προφανώς θα υπάρξουν πολιτικές συνέπειες. Όμως πρέπει παράλληλα να αντιληφθούμε κάποτε ότι οι εύκολες ταμπέλες και οι ψευδο-αναλύσεις δεν βοηθούν.Αποτελεί αβάσιμη γενίκευση η χρήση όρων όπως «μετα-φασισμός» για διαφορετικές εκδοχές της πολιτικής δεξιάς σε διαφορετικά πολιτικά συστήματα σήμερα.Εξίσου αποτελεί, κατά την άποψή μου, όρο-λάστιχο ο «λαϊκισμός» όπως χρησιμοποιείται από πολλούς.
Να επισημάνουμε καταρχήν ότι οι εκλογές στη Σουηδία και την Ιταλία έγιναν φθινόπωρο. Πιθανότατα τα ποσοστά των ανερχόμενων δυνάμεων της δεξιάς θα ήταν ακόμη υψηλότερα αν ο δύσκολος χειμώνας που έρχεται τις έβρισκε εκτός εξουσίας και οι εκλογές λάμβαναν χώρα μετά πέντε-έξι μήνες.
Ειδικά ως προς την Ιταλία, η προοριζόμενη για νέα πρωθυπουργός έχει σαφή τοποθέτηση υπέρ της τήρησης των δεσμεύσεων που έχουν αναληφθεί από την Ιταλία στο πλαίσιο του NATO και υπέρ της υποστήριξης της Ουκρανίας αλλά και (όπως ισχύει και με τον Ντράγκι αλλά και τον Μακρόν) την ενθάρρυνση κάθε διπλωματικής προσπάθειας για να εξευρεθεί λύση στη σύγκρουση.
Πέρα από τα προφανή (το δεξιό ως ακροδεξιό ιδεολογικό πρόσημο της δυνάμει κυβερνητικής συμμαχίας, την περαιτέρω ενίσχυση της πολιτικής των ταυτοτήτων και στην Ιταλία αλλά και τις αντιθέσεις στο εσωτερικό της τριμερούς συμμαχίας) πρέπει να δούμε και τις κοινές προγραμματικές θέσεις τους. Οι προγραμματικές θέσεις της συμμαχίας δεν μπορεί π.χ. να θεωρηθούν αντισημιτικές, εφόσον ρητά αναφέρουν την ιουδαιο-χριστιανική παράδοση ως πηγή του ευρωπαϊκού πολιτισμού. Παράλληλα, ορισμένες από αυτές τις θέσεις μας ενδιαφέρουν στο πλαίσιο της κοινής ευρωπαϊκής μας συζήτησης στην ΕΕ. Π.χ. για την αναθεώρηση των κανόνων του Συμφώνου Σταθερότητας, την υπεράσπιση των εθνικών και ευρωπαϊκών συνόρων, τις επιφυλάξεις για την κατάργηση του βέτο σε ευαίσθητα θέματα της ΕΕ, κλπ.
Επίσης, στο πλαίσιο πάντα του χτισίματος του πολιτικού προφίλ της (που ουσιαστικά ξεκίνησε με την τοποθέτησή της ως νεότατης υπουργού από τον Μπερλουσκόνι το 2008), η κυρία Μελόνι έχει συχνά επικρίνει δριμύτατα τις πολιτικές Ερντογάν.
Όπως ισχύει για κάθε κοινοβουλευτική πλειοψηφία, ας δοκιμαστεί στην κυβέρνηση η συμμαχία της κυρίας Μελόνι. Η σύνθεση του νέου κυβερνητικού σχήματος θα παρουσιάζει ενδιαφέρον, όπως και η πιθανότητα ενός κάπως παρεμβατικού ρόλου του προέδρου Ματαρέλα στη σύνθεσή της (έχει ξαναγίνει στο παρελθόν). Σε κάθε περίπτωση, η Αθήνα έχει κάθε λόγο να συνεργαστεί συστηματικά, ανεξαρτήτως ιδεολογικού χρώματος, με τη νέα, δημοκρατικά εκλεγμένη κυβέρνηση στη Ρώμη, όταν αναλάβει μετά απόεβδομάδες.
Το γενικότερο πάντως θέμα της ηγεσίας είναι όντως τεράστιο.Αυτό π.χ. που συμβαίνει σήμερα στη Βρετανία είναι από ιστορική άποψη απίστευτο.Με δυο λόγια, είναι προφανές ότι παντού στην Ευρώπη, με μόνη εξαίρεση την Γαλλία σε επίπεδο προεδρίας, έχουν αναδειχθεί πολιτικοί χωρίς αίσθηση ή ενδιαφέρον ή ικανότητες αντίληψης, επεξεργασίας και αντιμετώπισης τωνμεγάλων σημερινών προκλήσεων.Σε τελική ανάλυση, το ζήτημα είναι ότι οι χρηματοδοτικές, επικοινωνιακές και πελατειακές διαμεσολαβήσεις καταλήγουν στην ανάδειξη πολιτικών που είτε είναι περιορισμένου βεληνεκούς και κλειστών οριζόντων είτε αποτελούν όργανα των συμφερόντων που τους χρηματοδότησαν και τους στήριξαν.
*Ο Κώστας Α. Λάβδας είναι Καθηγητής στο Πάντειο Πανεπιστήμιο και έχει εργαστεί σε πανεπιστήμια και ερευνητικά κέντρα στην Ευρώπη και τις ΗΠΑ. Βιβλία και επιστημονικά άρθρα του έχουν δημοσιευτεί στα ελληνικά, τα αγγλικά και τα γερμανικά.