Τους λόγους στους οποίους οφείλεται το ράλι του δολαρίου και τι σημαίνει αυτό για την παγκόσμια και ευρωπαϊκή οικονομία, εξήγησε μιλώντας στο Πρώτο Πρόγραμμα 91,6 και 105,8 και την εκπομπή «Ναι μεν Αλλά» με την Ευαγγελία Μπαλτατζή, ο Γιώργος Παγουλάτος, καθηγητής στο Οικονομικό Πανεπιστήμιο Αθηνών και Γενικός Διευθυντής στο ΕΛΙΑΜΕΠ, επισημαίνοντας μάλιστα ότι είναι η μεγαλύτερη ανατίμηση του δολαρίου από την δεκαετία του 1980.
«Αποτελεί επίπτωση του πολέμου, πριν από αυτό είχαμε τις επιπτώσεις της πανδημίας, το σπάσιμο των παγκόσμιων αλυσίδων παραγωγής, τα εμπόδια στο παγκόσμιο εμπόριο, αυτό δημιούργησε μια έλλειψη στο πεδίο της προσφοράς, δηλαδή δεν υπήρχαν επαρκή αγαθά για να ανταποκριθούν στην πολύ μεγάλη ζήτηση, που είχε να κάνει και με το ότι οι άνθρωποι βγήκαν από τα σπίτια τους μετά το τέλος της πανδημίας αλλά και με το γεγονός ότι στις ΗΠΑ η κυβέρνηση Μπάιντεν χρηματοδότησε ένα τεράστιο πρόγραμμα τόνωσης της ζήτησης, μείωσης φόρων για τα χαμηλότερα εισοδήματα και μεγάλων επενδυτικών και κοινωνικών δαπανών. Ο συνδυασμός όλων αυτών και η ενεργειακή κρίση δημιούργησαν πολύ ισχυρές πληθωριστικές πιέσεις στην Αμερική, στις οποίες η Κεντρική Τράπεζα αντέδρασε με μια πάρα πολύ απότομη αύξηση των επιτοκίων και αυτή η απότομη αύξηση των επιτοκίων δημιούργησε αυτή την μεγάλη ανατίμηση του δολαρίου. Αυτό σημαίνει για την παγκόσμια οικονομία και ειδικά για την Ευρώπη εισαγόμενο πληθωρισμό διότι το εμπόριο της ενέργειας γίνεται σε δολάριο, άρα από την στιγμή που το δολάριο ακριβαίνει, ακριβαίνουν οι εισαγωγές και εισάγεται πληθωρισμός στις ευρωπαϊκές οικονομίες και στις άλλες οικονομίες του κόσμου» περιέγραψε ο κ. Παγουλάτος.
Οι πολύ ισχυρές πληθωριστικές πιέσεις στην Ευρώπη υποχρέωσαν την ΕΚΤ να αναγγείλει και αυτή μια απότομη αύξηση των επιτοκίων, 75 μονάδες βάσης, προσέθεσε ο κ. Παγουλάτος, που σημαίνει ότι για την Ευρώπη ακριβαίνει το κόστος του χρήματος, το κόστος χρηματοδότησης των επενδύσεων, το κόστος εξυπηρέτησης των δανείων και πως η αύξηση των επιτοκίων έχει πάντα ένα υφεσιακό αποτέλεσμα για τις οικονομίες.
«Η εμπειρία λέει ότι μια απότομη επιδείνωση των οικονομικών συνθηκών, του κόστους ενέργειας, της ενεργειακής φτώχειας, των τιμών στα προϊόντα που καταναλώνει ένα μέσο νοικοκυριό και ο πληθωρισμός έχει ακόμα βαρύτερη επίδραση στα φτωχότερα νοικοκυριά από ό,τι στα πλουσιότερα, όλα αυτά σε συνδυασμό με μια επιβράδυνση της οικονομίας ή ακόμα και ύφεση, ασφαλώς θα έχουν κοινωνικές επιπτώσεις. Είναι ένα ερώτημα για πόσο καιρό θα διαρκέσει αυτή η επιδείνωση, για πόσο καιρό θα διαρκέσει η στασιμότητα των οικονομιών που ήδη προβλέπουν οι αναλυτές ή και η ύφεση που προβλέπεται στα πιο απαισιόδοξα σενάρια για το 2023» επισήμανε ο κ. Παγουλάτος. Η διάρκεια καθώς και η ένταση του πληθωρισμού αλλά και τα μέτρα που θα πάρουν οι κυβερνήσεις θα κρίνουν αν τελικά θα έχουμε και κοινωνικοπολιτικές αντιδράσεις ή όχι, σημείωσε.
«Γι΄ αυτό χρειάζεται εγρήγορση των κυβερνήσεων έτσι ώστε το κόστος της κρίσης να μετριαστεί όσο γίνεται περισσότερο για τις πιο ευάλωτες ομάδες της κοινωνίας» δήλωσε ο κ. Παγουλάτος.