Είμαι καταδικασμένος, λόγω ύψους, να βλέπω μόνο τα πόδια σας όταν περπατώ. Δεν ξέρω ποιος ευθύνεται γι΄ αυτό, η μάνα ή μήπως ο πατέρας μου; Πάει καιρός που έφυγαν και δεν τους θυμάμαι καλά.
Τριγυρνάω όλη μέρα στους δρόμους της πόλης και λίγες φορές σηκώνω τα μάτια μου στον ουρανό. Τη θάλασσα τη λοξοκοιτώ όταν δεν πεινάω, αλλά αυτό συμβαίνει σπάνιες φορές. Ξέρω κάθε στενό του κέντρου, κάθε διάβαση και φανάρι, κάθε δέντρο και κάθε μαγαζάτορα. Χρόνια ασθένεια και ανίατη οι περιπλανήσεις μου. «Είσαι ο πιο γνήσιος φλανέρ», μου είπε μια φορά ένας νεαρός στην Πλατεία Αριστοτέλους. Δεν ξέρω τι εννοούσε, άγνωστη λέξη για μένα γιατί μόνο μια γλώσσα μιλώ. Μου άρεσε όμως ο τρόπος που την είπε. Είχε μια γλύκα αυτό το φλ στην αρχή της, σαν τον κυματάκι που σκάει στον Θερμαϊκό.
Τη μέρα καταλήγω στα πάρκο του Λευκού Πύργου, ξαπλώνω δίπλα στον Μηνά, έναν άστεγο με μακριά γενειάδα και χίλια τσιμπράγκαλα μαζεμένα στη ζώνη του. Είναι και ο μοναδικός μου φίλος. Φίλος… μεγάλη κουβέντα αλλά τέλος πάντων, μ΄ αφήνει να κάθομαι κοντά του. Δεν μιλάει πολύ, βουβαίνομαι αναγκαστικά κι εγώ. Κουβαλάει μαζί του ολόκληρο νοικοκυριό. Απορώ πώς δεν λυγίζει η μέση του με τόσο βάρος. Μοιάζει με τους καρναβαλιστές του Σοχού που είχαμε δει κάποιες Αποκριές να παρελαύνουν ζωσμένοι με κουδούνια στην παραλιακή λεωφόρο Νίκης. Έτσι μαύρος κι άραχλος κι αυτός κατηφορίζει τα πρωινά απ’ την Άνω Πόλη κι απλώνει τα σέα του στο γρασίδι, μπροστά στο Βασιλικό θέατρο. Εκεί τον βρίσκω, του λέω την καλημέρα μου, βγάζει έναν απροσδιόριστο ήχο μέσα από τα σάπια δόντια του και ρίχνουμε τις ξάπλες μας για να ρουφήξουμε τη ζέστη του ήλιου. Τα κόκκαλα και των δυο μας τρίζουν σαν τα σαπιοκάραβα στο λιμάνι που στράβωσαν από την υγρασία. Άτιμα αρθριτικά λέει ο Μηνάς, δε βαριέσαι, του απαντώ, όλη η πόλη τρίζει. Αν βάλεις αυτί τα βράδια που κάπως ησυχάζει, θ’ ακούσεις το σαράκι στα θεμέλια της. Μπορεί να μου λείπει ύψος, η ακοή όμως δουλεύει τέλεια. Ακούω τριγμούς που κανένα πλάσμα δεν πιάνει στ’ αυτιά του. Και η όσφρηση μου είναι ασυναγώνιστη. Πιάνει η μύτη μου από χιλιόμετρα τη βρωμιά και τον καπνό, ακόμα κι αυτόν που δεν φαίνεται. Μάλιστα κάποιοι καίγονται αλλά από πείσμα και περηφάνια δεν καπνίζουν. Εγώ όμως έχω το χάρισμα και τους μυρίζω, ξέρω καλά τι μαύρα συκώτια κουβαλούν. Τα τελευταία χρόνια μάλιστα έγιναν περισσότεροι. Έρχονται με τα παιδιά τους, τρέχουν αυτά στο φρεσκοκομμένο γκαζόν, φωνάζουν, γελάνε, αγέλαστοι αυτοί αδειάζουν τις τσέπες, μετράνε τα ψιλά, με το ζόρι φτάνουν να αγοράσουν το ροζ μαλλί της γριάς, να γλυκαθούν κομματάκι, ανάβουν τσιγάρο, θεόπικρα συννεφάκια ξεφυσάει το στόμα τους.
Έρχονται όμως και ζευγαράκια. Αυτά και τα παιδιά είναι η χαρά μας. Στρώνουν τα παπλωματένια μπουφάν τους στο γρασίδι, πώς δεν κρυώνουν, σκέφτομαι. Πλέκουν τα δάχτυλά τους, ενώνουν τα στόματα τους, βρε πώς μπορούν και ανασαίνουν; Κοιτάζονται με τις ώρες κατευθείαν στα μάτια, δεν κουνιέται ματόκλαδο, τότε σαν να ζεσταινόμαστε και μεις με τον Μηνά, που δεν στρέφει κεφάλι να τους δει αλλά τη θέρμη που αποπνέουν τα κορμιά τους αδύνατον να την αποφύγει. Κάτι μουρμουρίζει βέβαια, ξέρω, πάει αιώνας που ένιωσε ανθρώπινο χέρι πάνω του. Θέλω αυτές τις στιγμές να του πω πως είμαι πιο άτυχος απ’ αυτόν, μόνο κλωτσιές τρώω στα πλευρά μου, κρατιέμαι όμως. Σε τι θα βοηθούσε να προσθέσω κι άλλο βάρος στη ζώνη του; Θα λυγίσει τελείως.
Πολλοί περνάνε δίπλα μας, μας κοιτάνε κρατώντας τη μύτη τους με δυσφορία. Σιγά τους καθαρούς. Πού να μιλήσω εγώ για τις βρωμιές τους; Δεν κοιτάνε καλύτερα τα χάλια τους, κατάντησαν την πόλη έναν σκουπιδότοπο που ζέχνει κακογουστιά. Τρέχουν, τρέχουν, σαν να τους κυνηγάνε αόρατα σκυλιά, τι στο καλό θέλουν να προλάβουν; Ευτυχώς για πολλούς μήνες εξαφανίστηκαν, νέκρωσαν οι δρόμοι, μια περίεργη σιωπή απλώθηκε από τα κάστρα μέχρι την παραλία. Ούτε τα αυτοκίνητά τους δεν έβγαζαν στον δρόμο. Τι συνέβη, κανείς δεν μας είπε. Με τον Μηνά απολαμβάναμε επιτέλους την ηρεμία. Τι δώρο ήταν αυτό! Ούτε βρισιές και περιφρονητικά βλέμματα, ούτε κλωτσιές και βρωμόλογα, ούτε ο φόβος μη μας πατήσουν τρελοί οδηγοί. Χαρά θεού! Κατεβαίναμε στο πάρκο μας άνετοι και ωραίοι, κανείς δεν ασχολούνταν με μας. Αράζαμε την αρίδα μας στην πρασινάδα κι ακούγαμε για πρώτη φορά τα πουλιά στις λεύκες και στα πλατάνια. Και μια μέρα, πάει, τελείωσε κι αυτό. Βγήκαν αλλόφρονες, ξεσαλωμένοι, όπως τα θηρία που τους ανοίγει ο δεσμοφύλακας την πόρτα στο κλουβί και ξεχύνονται να κατασπαράξουν ό, τι βρουν μπροστά τους. Είχαν φράξει μάλιστα μικροί-μεγάλοι τα στόματά τους με πανιά σε όλα τα χρώματα. Αποκριές πάντως δεν είχαμε. Ακούσαμε από ένα κορίτσι πως ένα τρομερός ιός σερνόταν στον αέρα, αυτός τους είχε κλείσει μέσα και πήρε πολλούς από τη ζωή. Μη με ρωτάτε το όνομά του, γέρασα κι η μνήμη αδυνάτισε, κάτι ξενικό είπε η κοπέλα και δεν το συγκράτησα.
Μιλιούνια κατέβαιναν στην παραλία και δεν φιλιόταν όπως πριν ούτε άγγιζαν τα χέρια τους που είχαν ασπρίσει από το πολύ πλύσιμο. Ακόμα και κείνα τα μελαμψά αγόρια που είχαν έρθει χωρίς γονείς από τη άλλη πλευρά της θάλασσας, τον μύριζα κι αυτόν τον καπνό στα σκονισμένα μάτια τους, και μιλούσαν μια περίεργη γλώσσα, κι αυτά είχαν χαθεί όλο το διάστημα της καραντίνας. Συνέχεια ακούγαμε αυτή τη νέα λέξη. Στην αρχή μάλιστα τη μπέρδευα με την καντίνα της παραλίας που πουλούσε τα λουκάνικα και με χόρταινε με τα πεταμένα στα σκουπίδια αποφάγια. Μετά κατάλαβα πως έτσι ονόμαζαν τη σιωπή. Τώρα όλοι ξεμούδιαζαν τα κουρασμένα πόδια τους στο χορτάρι. Δεν βρίσκαμε πια μέρος να καθίσουμε με τον Μηνά, η παραλία είχε κατακλυστεί από κύματα ανθρώπων. Έπρεπε ν’ αλλάξουμε τόπο. Ανηφορίσαμε προς τα κάστρα, στο γιατάκι που είχε ο φίλος μου, ένα παλιόσπιτο δηλαδή με χράμια σχισμένα κι εφημερίδες να κλείνουν τα σπασμένα παράθυρα του. Ας είναι, δε ήθελα και πολλά. Μου έφτανε η ανάσα του. Δε με χτυπούσε, δε με έβριζε, δε με έφτυνε όπως τους άλλους που τον παραμέριζαν ή τον κοιτούσαν με οίκτο. Είχα γίνει το κολλητήρι του, όπως στον Καραγκιόζη που είδαμε μια φορά στην Πλατεία Τσιτσάνη, στην Άνω Πόλη. Ήταν η πρώτη και τελευταία φορά που τον είδα να γελάει. Μείναμε για μέρες στο σπίτι του, ξεμυτίζαμε μόνο για να βρούμε τροφή και φως. Ο Μηνάς δεν φορούσε μάσκα ούτε και γω βέβαια. Δεν ξέρω τι έγινε κι αρρώστησε, αν φταίει αυτό το θανατικό που μόλυνε την πόλη, ή τα αρθριτικά που είχαν λιώσει τους αρμούς του. Οι θέρμες που τον έπιασαν ήταν τόσο δυνατές που ζεστός αέρας έβγαινε απ’ το στόμα του. Ξάπλωνα στο πλευρό του ανήμπορος να βοηθήσω. Ύστερα ένα βήχας τάραζε το κορμί του μέρα και νύχτα. Βγήκα, φώναξα, ούρλιαξα, κανείς δεν ήρθε να τον πάρει κι ας ανέβαιναν ασταμάτητα τα ασθενοφόρα στο νοσοκομείο του Αι Δημήτρη. Ένα μήνα μετά η ανάσα του είχε παγώσει και το δωμάτιο έγινε αβάσταχτο από τη μυρωδιά. Εφυγα. Πήγα και χώθηκα στους Κήπους του Πασά. Τα τέσσερα πόδια μου δεν με βαστούσαν πια και το τρίχωμα είχε μαδήσει αφήνοντας μισοφέγγαρα στην πλάτη μου. Με βρήκε ένα ζευγάρι και με λυπήθηκε το αδέσποτο. Να είναι καλά τα παιδιά, μου φέρνουν κάθε μέρα φαϊ και νερό. Και αλοιφή μου βάζουν στις πληγές μου.
Μου έδωσαν και όνομα. Φλανέρ με λένε.
Αθηνά Π.
4 Οκτώβρη 2022
Via Ποπη Λαμπρακη