Πριν από εξήντα χρόνια ο Γεώργιος Παπανδρέου είχε πει ότι ένας πόλεμος Ελλάδας-Τουρκίας αποτελεί τρέλα, αλλά αν η Τουρκία ξεκινήσει έναν τέτοιο πόλεμο η Ελλάδα δεν θα διστάσει να την ακολουθήσει στο τρελοκομείο.
Αλέξης Ηρακλείδης*
Ενας ελληνοτουρκικός πόλεμος, ακόμη και μικρής διάρκειας, είναι αδικαιολόγητος, παράλογος και ολέθριος και για τις δυο χώρες. Ο πόλεμος ως επιθετικός πόλεμος και κάθε μορφή επίθεσης (aggression) είναι απαγορευμένος με βάση το Διεθνές Δίκαιο, τον Χάρτη των Ηνωμένων Εθνών και την Τελική Πράξη του Ελσίνκι. Οι όποιες διακρατικές διαφορές επιλύονται μόνο με ειρηνικό τρόπο (διαπραγματεύσεις, διαμεσολάβηση, συνδιαλλαγή, προσφυγή σε διεθνές δικαστήριο, κ.ά.). Η ξεκάθαρη αυτή απαγόρευση έχει οδηγήσει στη μείωση των αυστηρά διακρατικών πολέμων μετά το 1945.
Παρ’ όλα αυτά, οι επιθετικοί διακρατικοί πόλεμοι δεν έχουν εξαφανιστεί όπως θα έπρεπε. Βλέπε πρόσφατη ρωσική επίθεση κατά της Ουκρανίας, τους τέσσερις αραβοϊσραηλινούς πολέμους, τον δεκαετή πόλεμο Ιράκ-Ιράν, τον πόλεμος των Φόκλαντ, την επίθεση του Ιράκ στο Κουβέιτ. Πόλεμοι έχουν συμβεί και από λάθος, ενώ καμία πλευρά δεν ήθελε πόλεμο, από απειλές και επιστρατεύσεις που απέκτησαν δική τους ανεξέλεγκτη δυναμική, όπως ο Α’ Παγκόσμιος Πόλεμος. Από την άλλη, κατά τη ρήση που αποδίδεται στον Κλάουζεβιτς, ο πόλεμος είναι «η συνέχιση της πολιτικής με άλλα μέσα». Αποτελεί, δηλαδή, μια ορθολογική στρατηγική στην υπηρεσία των επιδιώξεων ενός κράτους στην εξωτερική του πολιτική.
Μεταξύ των ορθολογικών λόγων για τον πόλεμο ως συνέχιση της πολιτικής με άλλα μέσα είναι η αύξηση της στρατιωτικής ασφάλειας, η αποδυνάμωση του εχθρού, η προστασία ζωτικών οικονομικών και άλλων συμφερόντων, η διατήρηση της ελευθερίας των θαλασσών ή η εξασφάλιση εξόδου προς τη θάλασσα, η διεξαγωγή ενός μικρού πολέμου τώρα αντί ενός μεγάλου αργότερα, κ.ά. Μια ένοπλη σύγκρουση μπορεί να ξεσπάσει και αν η μία πλευρά θεωρεί ότι η στιγμή είναι η κατάλληλη για να επιλύσει, μια και καλή, μια χρονίζουσα διένεξη με έναν γείτονα που δεν φαίνεται διατεθειμένος να επιλύσει ειρηνικά από κοινού τις διαφορές τους. Επίσης οι διαφορές μεταξύ αντίπαλων κρατών μπορεί να είναι τόσο αγεφύρωτες ώστε να επικρατήσει η άποψη ότι η μόνη λύση είναι ένας πόλεμος, όπως το 1912 με τον Α’ Βαλκανικό Πόλεμο.
Ας έρθουμε στα ελληνοτουρκικά. Και από τις δύο πλευρές και τα ΜΜΕ τους εκτοξεύεται η κατηγορία ότι η άλλη πλευρά φλερτάρει με την ιδέα της επίθεσης ενώ η ίδια είναι αθώα και επιζητεί τον διάλογο. Μέχρι σήμερα στην ιστορία των σχέσεων των δύο κρατών, δηλαδή επί 100 ολόκληρα χρόνια, δεν έχει εμφανιστεί το σενάριο μιας ένοπλης σύγκρουσης, είτε από λάθος είτε εσκεμμένα. Το γεγονός ότι αυτό συμβαίνει για πρώτη φορά συμπληρώνει δε πάνω από δύο χρόνια ως πιθανό σενάριο και σήμερα βρίσκεται στην κορύφωσή του είναι άκρως ανησυχητικό. Οι εναλλακτικές λύσεις είναι δύο, αφήνοντας βέβαια εκτός την πιθανότητα η Ελλάδα να επιζητεί θερμό επεισόδιο (αυτό που εννοεί εξωπραγματικά ο Ερντογάν): 1. σύγκρουση από λάθος, από ένα θερμό επεισόδιο που λαμβάνει διαστάσεις· ή 2. τουρκική επίθεση κατά πάσα πιθανότητα περιορισμένη. Και στις δυο περιπτώσεις η ευθύνη θα εμφανίζεται να βαραίνει την άλλη πλευρά. Αυτό θα φροντίσει ο επιτιθέμενος παρέχοντας μάλιστα σχετικά «αποδεικτικά στοιχεία».
Παρά τους ψηφοθηρικούς λόγους για τον εθνικιστικό παροξυσμό της τουρκικής κυβέρνησης που έχει κυκλοφορήσει ευρέως ως ερμηνεία για τη στάση του προέδρου Ερντογάν (τόσο στην Ελλάδα ως ερμηνεία όσο και από Τούρκους αναλυτές), η ένοπλη σύγκρουση, νομίζω, θα αποφευχθεί και το σημερινό παράδειγμα της Ρωσίας δεν θα ανοίξει την όρεξη του Ερντογάν, το αντίθετο μάλιστα.
Σπεύδω πάντως να πω στους ακραίους Ελληνες εθνικιστές (και Ελληνοκύπριους) δύο πράγματα: (α) όπως είχε υποστηρίξει ο πρύτανης των ελληνοτουρκικών από πλευράς διπλωματών, πρέσβης Βύρων Θεοδωρόπουλος, ουδέποτε η Ελλάδα μόνη της έχει κατορθώσει να νικήσει την Τουρκία, όταν το είχε καταφέρει ήταν επειδή είχε συμμάχους στο πεδίο της μάχης (Α’ Βαλκανικός Πόλεμος)· και (β) όπως, ας μου επιτραπεί να πω, έχω υποστηρίξει εδώ και είκοσι χρόνια (απαντώντας τότε στην ολέθρια θεωρία του φιλόσοφου Παναγιώτη Κονδύλη για «πρώτο μαζικό αιφνιδιαστικό πλήγμα» κατά της Τουρκίας) ένας πόλεμος εναντίον της Τουρκίας «θα μπορούσε να οδηγήσει σε ήττα και αβάσταχτη ταπείνωση του ελληνικού λαού… Αλλά και μια νίκη θα ήταν μάλλον στιγμιαία ή πύρρεια και είναι μάλλον απίθανο να λειτουργούσε αποτρεπτικά για την Τουρκία. Η ατίμωση, και μάλιστα από μικρότερη χώρα, θα έκανε τη γνωστή για την υπερηφάνεια της Τουρκία να επιζητήσει ακόμη έναν γύρο (όπως συνέβη με την Αίγυπτο μετά τον πόλεμο του Ιουνίου του 1967)» (βλ. Ηρακλείδης, Η Ελλάδα και ο «εξ ανατολών κίνδυνος», σελ.154).
Ερχομαι τώρα στον κίνδυνο της αυτοεκπληρούμενης προφητείας σε σχέση με τη διένεξη του Αιγαίου. Αυτοεκπληρούμενη προφητεία, η έννοια που ανέδειξε ο Ρόμπερτ Μέρτον, «είναι ένας, στην αρχή, εσφαλμένος ορισμός μιας κατάστασης ο οποίος προκαλεί μια νέα συμπεριφορά [από την άλλη πλευρά] που καθιστά την αρχικά εσφαλμένη σύλληψη αληθινή. Η αληθοφανής εγκυρότητα της αυτοεκπληρούμενης προφητείας διαιωνίζει ένα βασίλειο του λάθους. Ο δε προφήτης θα παραθέσει την πορεία των γεγονότων ως απόδειξη ότι είχε δίκαιο από την αρχή».
Στο Αιγαίο η επί δεκαετίες ελληνική α λα καρτ θέση (ότι υπάρχει μόνο η υφαλοκρηπίδα προς επίλυση και τίποτα άλλο) κάνει έξαλλους τους Τούρκους, που τη θεωρούν στάση απαράδεκτη και άδικη. Εχοντας να αντιμετωπίσουν την ελληνική απόρριψη ανεύρεσης λύσεων στα έξι θέματα του Αιγαίου και τη συνεχή απειλή επέκτασης στα 12 μίλια των χωρικών υδάτων (συν την ελληνική συμμαχία με το Ισραήλ), όλο και σκληραίνουν τη στάση τους και τελικά γίνονται όντως προκλητικοί και διεκδικητικοί, φλερτάροντας με επιθετική ενέργεια ως ίσως τη μόνη λύση για «να συνετίσουν» τους Ελληνες.
Και έτσι ο Ελληνας εθνικιστής προφήτης στα θέματα του Αιγαίου νομίζει ότι βγαίνει δικαιωμένος, ενώ τα πράγματα τέθηκαν σε αυτή την τροχιά από τη στιγμή που οι Ελληνες ιθύνοντες έσερναν τα πόδια τους σε σχέση με την επίλυση της πολλαπλής διένεξης του Αιγαίου (η επίλυση στις ελληνικές καλένδες, σχολή Μολυβιάτη) επιμένοντας στην κοντόφθαλμη εθνοκεντρική τους στάση (μόνο ένα θέμα στο Αιγαίο – μόνο μια διαδικασία επίλυσης, το Διεθνές Δικαστήριο).
* Ομότιμος καθηγητής Διεθνών Σχέσεων και Eπίλυσης Συγκρούσεων στο Πάντειο Πανεπιστήμιο
Πρώτη δημοσίευση στην ΕΦ.ΣΥΝ.