Η επόμενη πανδημία μπορεί να μην προέλθει από νυχτερίδες ή πτηνά αλλά από την ύλη που θα βγει στην επιφάνεια από το λιώσιμο των πάγων, σύμφωνα με νέα έρευνα.
Η γενετική ανάλυση του εδάφους και των ιζημάτων από τη λίμνη Hazen, τη μεγαλύτερη λίμνη γλυκού νερού της υψηλής Αρκτικής στον κόσμο, υποδηλώνει ότι ο κίνδυνος διάχυσης του ιού – όπου ένας ιός μολύνει έναν νέο ξενιστή για πρώτη φορά – μπορεί να είναι υψηλότερος κοντά σε παγετώνες που λιώνουν.
Τα ευρήματα της μελέτης υποδηλώνουν ότι, καθώς οι παγκόσμιες θερμοκρασίες αυξάνονται λόγω της κλιματικής αλλαγής, γίνεται όλο και πιο πιθανό οι ιοί και τα βακτήρια που έχουν εγκλωβιστεί σε παγετώνες και μόνιμο παγετό, να «ξαναξυπνήσουν» και να μολύνουν την τοπική άγρια πανίδα, ιδίως καθώς η εμβέλειά τους μετατοπίζεται πιο κοντά στους πόλους.
Για παράδειγμα, το 2016 μια επιδημία άνθρακα στη βόρεια Σιβηρία που σκότωσε ένα παιδί και μόλυνε τουλάχιστον επτά άλλους ανθρώπους αποδόθηκε σε ένα κύμα καύσωνα που έλιωσε τον μόνιμο πάγο και έφερε στην επιφάνεια ένα μολυσμένο κουφάρι ταράνδου. Πριν από αυτό, το τελευταίο ξέσπασμα στην περιοχή ήταν το 1941.
Για να κατανοήσουν καλύτερα τον κίνδυνο που ενέχουν οι παγωμένοι ιοί, ο Stéphane Aris-Brosou και οι συνεργάτες του στο Πανεπιστήμιο της Οτάβα στον Καναδά, συνέλεξαν δείγματα εδάφους και ιζημάτων από τη λίμνη Hazen, κοντά στο σημείο όπου εισρέουν μικρές, μεσαίες και μεγάλες ποσότητες νερού από τους τοπικούς παγετώνες.
Στη συνέχεια, ανέλυσαν την αλληλουχία RNA και DNA σε αυτά τα δείγματα για να εντοπίσουν «υπογραφές» που ταιριάζουν με εκείνες των γνωστών ιών, καθώς και με πιθανούς ζωικούς, φυτικούς ή μυκητιασικούς ξενιστές, και χρησιμοποίησαν έναν αλγόριθμο που αξιολόγησε την πιθανότητα αυτοί οι ιοί να μολύνουν άσχετες ομάδες οργανισμών.
Η έρευνα, η οποία δημοσιεύθηκε στο «Proceedings of the Royal Society B», έδειξε ότι ο κίνδυνος μετάδοσης των ιών σε νέους ξενιστές ήταν υψηλότερος σε τοποθεσίες κοντά σε περιοχές όπου εισρέουν μεγάλες ποσότητες λιωμένου νερού – μια κατάσταση που γίνεται πιο πιθανή καθώς το κλίμα θερμαίνεται.
Η ομάδα δεν ποσοτικοποίησε πόσοι από τους ιούς που εντόπισε ήταν προηγουμένως άγνωστοι -κάτι που σκοπεύει να κάνει τους επόμενους μήνες- ούτε αξιολόγησε αν οι ιοί αυτοί ήταν ικανοί να προκαλέσουν μόλυνση.
Ωστόσο, άλλες πρόσφατες έρευνες έχουν δείξει ότι άγνωστοι ιοί μπορεί να παραμονεύουν στον πάγο των παγετώνων. Για παράδειγμα, πέρυσι, ερευνητές του Πολιτειακού Πανεπιστημίου του Οχάιο στις ΗΠΑ, ανακοίνωσαν ότι βρήκαν γενετικό υλικό από 33 ιούς – 28 από τους οποίους ήταν νέοι – σε δείγματα πάγου που ελήφθησαν από το οροπέδιο του Θιβέτ στην Κίνα. Με βάση τη θέση τους, οι επιστήμονες εκτίμησαν ότι οι ιοί είναι ηλικίας περίπου 15.000 ετών.
Το 2014, επιστήμονες του Εθνικού Κέντρου Επιστημονικών Ερευνών της Γαλλίας στην Aix-Marseille κατάφεραν να αναβιώσουν έναν γιγάντιο ιό που απομόνωσαν από τον μόνιμο πάγο της Σιβηρίας, καθιστώντας τον ξανά μολυσματικό για πρώτη φορά μετά από 30.000 χρόνια. Ο συγγραφέας της μελέτης, Jean-Michel Claverie, είχε δηλώσει τότε στο BBC ότι η αποκάλυψη στρωμάτων πάγου θα μπορούσε να είναι καταστροφική.
Παρόλα αυτά, η ομάδα του Aris-Brosou προειδοποίησε ότι η πρόβλεψη υψηλού κινδύνου διάχυσης δεν είναι το ίδιο με την πρόβλεψη πραγματικών διασπορών ή πανδημιών. «Όσο οι ιοί και οι ‘φορείς-γέφυρές’ τους δεν συνυπάρχουν στο περιβάλλον, η πιθανότητα δραματικών γεγονότων παραμένει πιθανώς χαμηλή», έγραψαν οι ερευνητές.
Από την άλλη πλευρά, η κλιματική αλλαγή προβλέπεται να μεταβάλει το εύρος των υφιστάμενων ειδών, φέρνοντας ενδεχομένως νέους ξενιστές σε επαφή με αρχαίους ιούς ή βακτήρια.
«Το μόνο συμπέρασμα που μπορούμε να διατυπώσουμε με σιγουριά είναι ότι καθώς οι θερμοκρασίες αυξάνονται, ο κίνδυνος διάχυσης στο συγκεκριμένο περιβάλλον επίσης αυξάνεται», τόνισε ο ερευνητής. «Θα οδηγήσει αυτό σε πανδημίες; Δεν γνωρίζουμε απολύτως τίποτα».
Ωστόσο, «χρειάζεται επειγόντως να εξερευνήσουμε τους μικροβιακούς κόσμους σε όλο τον πλανήτη μας για να κατανοήσουμε τους κινδύνους σε αυτό το πλαίσιο», είπε. «Δύο πράγματα είναι πολύ ξεκάθαρα τώρα. Πρώτον, ότι η Αρκτική θερμαίνεται με ταχείς ρυθμούς και οι σημαντικότεροι κίνδυνοι για την ανθρωπότητα προέρχονται από την επιρροή της στο κλίμα μας. Δεύτερον, ότι ασθένειες από αλλού βρίσκουν το δρόμο τους στις ευάλωτες κοινότητες και τα οικοσυστήματα της Αρκτικής», δήλωσε o Arwyn Edwards, διευθυντήw του Διεπιστημονικού Κέντρου Περιβαλλοντικής Μικροβιολογίας στο Πανεπιστήμιο Aberystwyth.
ΠΗΓΗ: Guardian