Η Τουρκία μπαίνει στην τελική ευθεία για τις εκλογές οι οποίες σύμφωνα με δήλωση του Προέδρου της θα γίνουν σε επτά μήνες. O Πρόεδρος Ερντογάν έχει προσωποποιήσει τις εκλογές όπως και την εικοσαετή διακυβέρνηση της χώρας από το ΑΚΡ.
Της Έλενας Μπουλετή
Η έμπνευση και η ευθύνη των πολιτικών επιδιώκει να αποδίδονται αποκλειστικά στον ίδιο και όχι στο ΑΚΡ ή τον κυβερνητικό συνασπισμό. Η εξουσία του είναι αυταρχική και λίγες προσπάθειες γίνονται για να κρυφτεί το γεγονός έστω σε επίπεδο συμβολισμού. Έτσι, στη μεγάλη προεκλογική συγκέντρωση που έγινε την 28η Οκτωβρίου, στην οποία αναφέρθηκε για πρώτη φορά στον «Αιώνα της Τουρκίας» δεν επετράπη σύμφωνα με δημοσιογραφικές πηγές σε κανέναν να αποχωρήσει πριν ολοκληρωθεί η ομιλία του και εξυπακούεται πως ήταν ο μοναδικός ομιλητής.
Αυτά όμως είναι σταθερά και γνωστά χαρακτηριστικά της «ερντογανικής» διακυβέρνησης, έχει ενδιαφέρον να εντοπιστούν τα νέα στοιχεία, οι νέες αναγνώσεις του παρελθόντος αλλά και οι υποσχέσεις για το μέλλον, με τις οποίες θα αποπειραθεί να ελέγξει το παρόν, δηλαδή τις εκλογές. Εκλογές που γνωρίζει πως θα έχανε αν πήγαινε σε αυτές με βάση μόνο τις πολιτικές που έχει εφαρμόσει έως τώρα και υποσχόμενος τη συνέχισή τους. Ήδη από το 2019 ο τουρκικός λαός έδειξε τις προθέσεις του όταν του στέρησε τις δημαρχίες της Άγκυρας και της Σμύρνης, αλλά και της -με ιδιαίτερη συμβολική αξία- Κωνσταντινούπολης από όπου και ο ίδιος είχε ξεκινήσει την πολιτική του καριέρα.
Τι νέο ωστόσο μπορεί να ευαγγελιστεί ένας υπερ-συντηρητικός πολιτικός που κυβερνά μια χώρα για είκοσι συναπτά έτη, προκειμένου να κερδίσει εκ νέου μια εμπιστοσύνη χαμένη -σύμφωνα με τις σχετικές έρευνες- από την πλειοψηφία των πολιτών, θα αναρωτηθεί κανείς.
Υπάρχει το ιδεολογικό κομμάτι, το οποίο ο Πρόεδρος ερμηνεύει ανανοηματοδοτώντας το ιστορικό παρελθόν και τη στάση του απέναντι σε αυτό όπως τον εξυπηρετεί κάθε φορά. Στην τελευταία του ομιλία έκανε λόγο για τον «αιώνα της Τουρκίας», με αφορμή τη συμπλήρωση 100 χρόνων από την ίδρυση του τουρκικού κράτους το 2023. Τόνισε ότι όποιος προσπάθησε να χωρίσει ή να συγκρουστεί με τους ανθρώπους της χώρας στο παρελθόν, «συνέβαλε σε αυτή τη μεγάλη επανάσταση που έκανε η Τουρκία τα τελευταία 20 χρόνια του πρώτου αιώνα της», και τόνισε ότι «Μουσουλμάνοι που αποκλείονται λόγω της πίστης τους, Κούρδοι που υφίστανται διακρίσεις λόγω της γλώσσας τους, Αλεβίτες που καταπιέζονται λόγω της ταυτότητάς τους. Σταθήκαμε δίπλα στους Χριστιανούς και Εβραίους γιους αυτών των εδαφών, που εκτέθηκαν στην αδικία. Με λίγα λόγια, υποστηρίξαμε τον αγώνα και αποζημιώσαμε τις απώλειες όλων όσοι διώχθηκαν από την κηδεμονία σε αυτή τη χώρα». Εδώ ο Πρόεδρος Ερντογάν άσκησε μια έμμεση κριτική στις ιστορικές επιλογές του κεμαλισμού ενώ ισχυρίστηκε ότι η δική ΤΟΥ εξουσία ήρθε να λειτουργήσει επανορθωτικά στα λάθη του παρελθόντος, εισάγοντας τη χώρα σε μια νέα, αυτοκρατορική εποχή.
Οι δηλώσεις αυτές ήρθαν συμπληρωματικά στις «κινήσεις καλής θέλησης» του Προέδρου προς τους Σιίτες Αλεβίτες ψηφοφόρους, καθώς προχώρησε στη σύσταση μιας νέας κρατικής υπηρεσίας (Alevi-Bektashi Culture and Cemevi Presidency) που θεωρητικά θα καλύπτει τις ανάγκες των χώρων λατρείας (Τζεμεβί) των Αλεβιτών. Ο ίδιος ο Ερντογάν ανήκει στο Σουννιτικό Ισλάμ, ενώ Αλεβίτης είναι ο ηγέτης του αντιπολιτευόμενου Ρεπουμπλικανικού Λαϊκού Κόμματος (CHP) και πιθανότερος ανθυποψήφιος του για την προεδρία, ο Κεμάλ Κιλιτσντάρογλου, οπότε οι κινήσεις του Προέδρου στοχεύουν στο να ανακόψουν -λίγο αργά είναι η αλήθεια- το ρεύμα ενός δυνητικού αντιπάλου σε ένα προνομιακό πεδίο υποστήριξης και ψηφοφόρων. Στην ίδια λογική είχε μιλήσει προ ημερών για τα «αδέλφια του τους Κούρδους» που πέφτουν «θύματα εκμετάλλευσης» από παράγοντες του Εργατικού Κόμματος του Κουρδιστάν (PKK) και του φιλοκουρδικού Κόμματος Δημοκρατίας των Λαών (HDP) αν και παρέλειψε να πει για την ηγεσία του τελευταίου ότι είναι στο σύνολό της φυλακισμένη από τον ίδιο και την κυβέρνησή του εδώ και χρόνια εντελώς παράνομα. Τέλος, κατά την επίσκεψή του στο -πλειοψηφικά κουρδικό- Ντιγιάρμπακιρ ανακοίνωσε το κλείσιμο της τοπικής φυλακής, μιας φυλακής που έφερε βαριές μνήμες στο ντόπιο πληθυσμό λόγω των διώξεων του καθεστώτος Εβρέν, και τη συνακόλουθη μετατροπή της σε μουσείο.
Τα ανοίγματα αυτά στην «πολυπολιτισμικότητα» από έναν υπερσυντηρητικό ηγέτη ο οποίος αναγκάζεται να κάνει στρατηγικές υποχωρήσεις -προεκλογικά πάντα και μόνο στη θεωρία- σημαίνουν από ιδεολογική άποψη την απόπειρα συνέχισης μιας «αυτοκρατορίας» όπου όλοι έχουν θέση με προεξάρχουσα όμως εκείνη της συντηρητικής θρησκευτικής ορθόδοξης πλειοψηφίας που στήριξε στο παρελθόν πλειοψηφικά τον Πρόεδρο Ερντογάν και για την οποία συζητά να περάσει ειδικό νόμο στο επόμενο Σύνταγμα για «το δικαίωμα των γυναικών στη μαντίλα», παρά το γεγονός ότι η αντιπολίτευση δεν αντιτίθεται στην ελεύθερη εξάσκηση του δικαιώματος των γυναικών να τη φορούν. Και άρα δε συντρέχει πρακτικός λόγος για μια τέτοια κίνηση πέρα από το επικοινωνιακό και συμβολικό στοιχείο που ο Πρόεδρος επιχειρεί να εξαργυρώσει στην κάλπη.
Παράλληλα, η μετατροπή της Αγίας Σοφίας σε τζαμί, μια μετατροπή που ακυρώνει την προηγούμενη επιλογή της κεμαλικής εξουσίας για την ουδέτερη λειτουργία της ως μουσείο, «πραγματοποίησε» κατά δήλωσή του «ένα όνειρο γενεών», αποκατέστησε την επιθυμία και την παρακαταθήκη του Μωάμεθ του Β’ του Πορθητή, ενώ συνιστά κατά τη γνώμη του «μια μεγάλη πρόκληση ενάντια στην παγκόσμια κηδεμονία». Εδώ ο Πρόεδρος αποπειράται μια αυθαίρετη σύνδεση με επιλεγμένα στοιχεία του αυτοκρατορικού παρελθόντος εξαιρώντας τον κεμαλισμό που ακολούθησε καθώς κατά την άποψή του τότε φαλκιδεύτηκε η επιθυμία του Φατίχ και ο αληθινός -δηλαδή ο θρησκευτικός- χαρακτήρας του Έθνους, κτλ. Αυτό το χαρακτήρα υπερασπίζεται ο ίδιος και η εξουσία του. Στο ίδιο πλαίσιο της αντίστασης «στον δυτικό καπιταλισμό και στα εγχειρίδιά του» εντάσσεται εν μέρει -αλλά μόνο εν μέρει- και η τουρκική προκλητικότητα έναντι της Ελλάδας, ο αναθεωρητισμός και οι παραβιάσεις στο Αιγαίο, οι επιθετικές διακηρύξεις στα διεθνή φόρα κτλ.
Σε κάθε περίπτωση, οι αναφορές σε ένα ένδοξο αυτοκρατορικό παρελθόν, η υπερβατική σύνδεσή του με ένα -εξίσου ένδοξο αν όχι ενδοξότερο στη σκέψη του- «αυτοκρατορικό» μέλλον υπό τον ίδιο, φαίνεται ότι δεν αρκούν για να πείσουν τον τουρκικό λαό, η συντριπτική πλειοψηφία του οποίου ζει δύσκολα, υπαμειβόμενη και έχοντας να αντιμετωπίσει έναν ιλιγγιώδη πληθωρισμό, τεράστια ενοίκια και ακόμη πιο τεράστια φτώχεια, να ψηφίσει τον Πρόεδρο Ερντογάν στο παρόν. Και εκεί υπεισέρχεται το δεύτερο σκέλος του προεκλογικού αγώνα του που στοχεύει στην οικονομία. Οι -τουλάχιστον ανορθόδοξες- οικονομικές επιλογές του Προέδρου έως τώρα, με την παροιμιώδη του επιμονή στη μείωση των επιτοκίων[1], τις προσπάθειες για σταθεροποίηση της υποτιμημένης τουρκικής λίρας, την ενίσχυση των εξαγωγών, τη μείωση του ελλείμματος τρεχουσών συναλλαγών και την αύξηση των εσόδων από το εμπόριο δεν είχαν τα αναμενόμενα από τον ίδιο -και κυρίως από την κοινωνία- αποτελέσματα. Και αυτό γιατί, οι στρεβλώσεις ενός συστήματος που αναπαράγει την εξουσία του και ευνοεί συγκεκριμένους κύκλους επιχειρηματιών, επικεντρωμένους στον τομέα παραγωγής προϊόντων έντασης εργασίας, αύξησαν κατακόρυφα την κερδοφορία συγκεκριμένων ατόμων μεν, δεν έκαναν τίποτε για να μειώσουν τον πληθωρισμό δε, καθώς δεν μειώθηκε ούτε το κόστος των ακριβότερων εισαγωγών λόγω του υποτιμημένου νομίσματος αλλά και η τουρκική βιομηχανία φαίνεται πως δεν αναπτύχθηκε συνολικά και με τρόπο και ρυθμό εφάμιλλο προς τον ανταγωνισμό από το εξωτερικό.
Συνέπεια των παραπάνω ήταν η δραματική αύξηση της φθηνής ή και ανασφάλιστης εργασίας και η συμπίεση των μισθών προς τα κάτω, ενώ μεγάλες μερίδες του πληθυσμού σπρώχτηκαν και πάλι στο περιθώριο καθώς ακόμη και η εργασία με τον κατώτατο μισθό ρίχνει την πλειοψηφία των εργαζόμενων κάτω από το όριο της φτώχειας. Ο πληθωρισμός βρίσκεται πλέον στο 83,5%, η λίρα σε νέο χαμηλό ρεκόρ (18,56) έναντι του δολαρίου ενώ σύμφωνα με στοιχεία της τουρκικής Κεντρικής Τράπεζας, οι τιμές στα ακίνητα αυξήθηκαν κατά 53% την περίοδο μεταξύ Ιουλίου 2021 και Ιουλίου 2022. Μπροστά σε αυτό το πολυεπίπεδο κοινωνικό αδιέξοδο ο Πρόεδρος δεν άλλαξε το μείγμα της οικονομικής του πολιτικής παρά έσπευσε να υιοθετήσει πυροσβεστικά μέτρα «ανακούφισης» με προφανείς ψηφοθηρικούς σκοπούς.
Με θεωρητικό στόχο την κοινωνική κατοικία, ανακοινώθηκε η ανέγερση 500.000 κτιρίων, κυρίως συγκροτημάτων κατοικιών και μικρών επιχειρήσεων για πολίτες με χαμηλά εισοδήματα σε 81 Περιφέρειες. Στους ενδιαφερόμενους θα επιβάλλεται ένα επιδοτούμενο δανειακό πρόγραμμα με μηνιαίες δόσεις που θα ξεκινούν από τις 2.280 τουρκικές λίρες (περίπου 120 δολάρια ΗΠΑ) δόση το μήνα, με χρονικό ορίζοντα αποπληρωμής τα 20 χρόνια. Από τον Σεπτέμβριο που ξεκίνησε να ισχύει το μέτρο, έχουν γίνει επτά εκατομμύρια αιτήσεις, καταδεικνύοντας ακριβώς το αδιέξοδο στο οποίο βρίσκονται πάρα πολλοί Τούρκοι πολίτες. Η χρονική στιγμή κατά την οποία ανακοινώθηκε το «ευεργέτημα» αλλά και ο όρος ότι στις τρεις χαμένες δόσεις η οικογένεια θα εκδιώκεται από το σπίτι, δείχνουν ότι υπάρχει η πρόθεση οι δανειολήπτες να αναπτύξουν σαφή εξάρτηση με τον κομματικό μηχανισμό του ΑΚΡ. Και αυτό γιατί, ακόμη και με τους προνομιακούς όρους που προαναφέραμε, θα είναι πάρα πολύ δύσκολο όσοι τελικά εγκριθούν να καταφέρουν να αποπληρώσουν τα δάνειά τους.
Δημοσιογραφικές πηγές αναφέρουν ότι στο ίδιο πνεύμα με «το μεγαλύτερο έργο κοινωνικής στέγασης στην ιστορία της τουρκικής δημοκρατίας», όπως το ονομάζει ο Τούρκος Πρόεδρος, επίκεινται αυξήσεις στον κατώτατο μισθό, στους μισθούς του Δημοσίου, στους συνταξιούχους και φθηνά δάνεια για νοικοκυριά και επιχειρήσεις. Πρόκειται για κινήσεις που προβλέπεται να έχουν μεγάλο δημοσιονομικό κόστος και οι οποίες όπως καταγγέλλει η αντιπολίτευση θα ωφελήσουν τους λίγους και εκλεκτούς επιχειρηματίες πέριξ του Προέδρου με τεράστιες απευθείας αναθέσεις. Πέραν όμως των προσδοκώμενων εκλογικών ωφελημάτων για το ΑΚΡ, μικρή χρησιμότητα θα καταλήξουν να έχουν για τον τουρκικό λαό, από τη στιγμή που δεν συνοδεύονται από σημαντική αλλαγή πολιτικών που θα τα πλαισίωνε και θα τα ενίσχυε προκειμένου να έχουν κάποιο ουσιαστικό αντίκτυπο στην ποιότητα ζωής, ιδιαίτερα των πιο φτωχών ανθρώπων.
Με το άλμα αύξησης του πληθωρισμού στη χώρα να είναι το μεγαλύτερο μετά το Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, με τους πολίτες να δυσκολεύονται να καλύψουν βασικές τους ανάγκες σε διατροφή και θέρμανση, ο Πρόεδρος Ερντογάν δηλώνει ευθαρσώς ότι «ναι, φέραμε τη χώρα μας στους στόχους της περπατώντας με αγάπη αυτά τα 20 χρόνια, κάναμε το έθνος μας να πετύχει τα όνειρά του». Παραμένοντας προσηλωμένος στη συνταγή της άναρχης και μαζικής ανοικοδόμησης και στα έργα μεγάλης κλίμακας που τον είχαν ευνοήσει στο παρελθόν, επιμένει σε προσεγγίσεις όχι μόνο παρωχημένες, αλλά και εξαιρετικά επιζήμιες για το περιβάλλον και τη συνολική ποιότητα ζωής των ανθρώπων, προσεγγίσεις των οποίων τα αποτελέσματα γνωρίζουν πλέον και οι Τούρκοι πολίτες.
Οι επόμενες κινήσεις του, οι διεθνείς οικονομικές και πολιτικές εξελίξεις, η δυνατότητα της τουρκικής αντιπολίτευσης να κάνει τις υπερβάσεις που απαιτούνται ώστε να μπορέσει να συσπειρωθεί απέναντι σε έναν κομματικό μηχανισμό που χτίζεται επί 20 χρόνια και μπορεί να θεωρηθεί κράτος εν κράτει, και, τέλος, η δυναμική που θα αναπτύξει η τουρκική Αριστερά είναι οι βασικοί παράγοντες που θα κρίνουν το πολύ σημαντικό για τη χώρα αποτέλεσμα των διπλών εκλογών που επίκεινται.
[1] Ο ίδιος χαρακτηρίζει τα επιτόκια ως «μητέρα και πατέρα κάθε κακού».
πηγή: Ινστιτούτο ΕΝΑ