Προφανώς, τα πράγματα είναι απλά.
Η οικονομική κρίση που ξέσπασε το 2008, και απέχει πολύ από το τέλος της, αποκάλυψε το πραγματικό πρόσωπο του σύγχρονου καπιταλισμού: η οικονομία και, τελικά, το σύνολο της κοινωνίας, κυριαρχούνται από το μεγάλο χρηματοπιστωτικό κεφάλαιο.
Τράπεζες, ασφαλιστικές και επενδυτικά ταμεία δεν επενδύουν στην πραγματική παραγωγή, αλλά διοχετεύουν σχεδόν όλο το χρήμα στην κερδοσκοπία, η οποία δεν πλουτίζει παρά μόνον τους κερδοσκόπους, ενώ καταστρέφει θέσεις εργασίας και δημιουργεί δυστυχία.
Το χρηματοπιστωτικό κεφάλαιο επιβάλλει τους κανόνες του στις κυβερνήσεις, ακόμα και των ισχυρότερων χωρών, όταν δεν επιλέγει να τις διαφθείρει.
Εξαγοράζει επίσης τα μέσα μαζικής ενημέρωσης.
Έτσι, η δημοκρατία έχει χάσει κάθε ουσία.
Μερικοί νομίζουν ότι είναι οι ίδιοι οι «αφέντες του κόσμου» που επινόησαν τη σημερινή κρίση, για να αποκομίσουν ακόμα μεγαλύτερα κέρδη και να επιβάλλουν τα αυστηρά αντιλαϊκά μέτρα.
Πράγματι, τα κράτη, που περιστέλλουν τις σημαντικότερες δημόσιες δαπάνες, έχουν βρει τεράστια ποσά χρημάτων για να διασώσουν τις τράπεζες και τα κέρδη των μετόχων τους.
Μπροστά σ’ αυτή την σκανδαλώδη κατάσταση, θα πρέπει να ασκηθεί επιτέλους μια γνήσια πολιτική επανακτώντας τα δικαιώματά της, και μια αριστερή κυβέρνηση που θα θέσει αυστηρούς περιορισμούς στο χρηματοπιστωτικό κεφάλαιο, θα υπερασπιστεί τη μισθωτή εργασία και θα επαναφέρει την πλήρη απασχόληση.
Δεν απομένει παρά να βρεθούν οι υποψήφιοι που θα μπορέσουν, μπροστά στις κάλπες, να ενώσουν τις διαφορετικές εκδοχές της Αριστεράς.
Είναι όμως τόσο απλό;
Είμαστε σίγουροι ότι η παντοδυναμία του χρηματοπιστωτικού κεφαλαίου, και οι νεοφιλελεύθερες πολιτικές που το υποστηρίζουν, αποτελούν το κύριο αίτιο της σημερινής κρίσης;
Και ότι, αντίθετα, αυτά δεν αποτελούν παρά μόνον ένα σύμπτωμα μιας πολύ βαθύτερης κρίσης, μιας κρίσης ολόκληρης της καπιταλιστικής κοινωνίας;
Αυτό που δίνει την αξία τους στα εμπορεύματα είναι η εργασία που τα δημιουργεί.
Όσο λιγότερος χρόνος απαιτείται για την παραγωγή ενός εμπορεύματος, τόσο μικρότερη είναι η αξία του, και τόσο μικρότερο και το κόστος του.
Αλλά αυτό σημαίνει επίσης και μικρότερο κέρδος.
Η αύξηση της παραγωγικότητας, θεμελιώδες στοιχείο της καπιταλιστικής ανάπτυξης, έχει το παράδοξο αποτέλεσμα να μειώνει την αξία και την υπεραξία κάθε συγκεκριμένου προϊόντος.
Όταν οι αντισταθμιστικοί μηχανισμοί –ιδιαίτερα η αύξηση της παραγωγής– δεν επαρκούν πλέον για να αντισταθμίσουν την μείωση της κερδοφορίας, το κεφάλαιο αρχίζει να στρέφεται – ιδιαίτερα μετά τη δεκαετία του 1970– στο «πλασματικό κεφάλαιο», όπου τα δάνεια δημιουργούν καινούργια δάνεια.
Αυτό εξασφάλισε σημαντικά κέρδη σε ορισμένους, και προκάλεσε τεράστιες κοινωνικές καταστροφές.
Ωστόσο, αυτό δεν αποτελεί μια φυγή προς τα εμπρός του καπιταλιστικού συστήματος, ούτε και επέκτασή του.
Είναι αδύνατον να εξαλειφθεί η βαθύτερη αιτία της συνεχιζόμενης κρίσης της αξιοποίησης του κεφαλαίου: η αντικατάσταση του εργατικού δυναμικού από την τεχνολογία, η οποία ως τέτοια δεν δημιουργεί αξία.
Η κερδοσκοπία, μακράν από το αποτελεί παράγοντα που διαταράσσει μια κατά τα άλλα υγιή οικονομία, επέτρεψε τις τελευταίες δεκαετίες τη διαιώνιση της φαντασιοκοπίας περί καπιταλιστικής ευημερίας.
Χωρίς τα δεκανίκια που προσέφερε η χρηματοπιστωτικοποίηση, η κοινωνία της αγοράς θα είχε ήδη καταρρεύσει, μαζί με τις θέσεις εργασίας και, επίσης, τη δημοκρατία της.
Τώρα, το σχοινί φαίνεται έτοιμο να σπάσει οριστικά.
Ο ιταλός υπουργός Οικονομικών Giulio Tremonti, το εξέφρασε ως εξής: «Είναι σαν ένα βιντεοπαιχνίδι.
Σκοτώνεις ένα τέρας, νομίζεις ότι μπορείς να χαλαρώσεις, αλλά να που κάθε φορά εμφανίζεται ένα καινούργιο τέρας ακόμα πιο επικίνδυνο.»
(Αυτή η μεταφορά επιτρέπει επίσης να καταλάβουμε τι κάνει σήμερα ένας υπουργός στον ελεύθερο χρόνο του.)
Αυτό που διακρίνεται πίσω από την οικονομική κρίση είναι η εξάντληση των βασικών κατηγοριών του καπιταλισμού: του εμπορεύματος και του χρήματος, της εργασίας και της αξίας.
Ο καπιταλισμός δεν είναι μόνον η κυριαρχία των λίγων κακών πλούσιων πάνω στους εργαζόμενους.
Συνίσταται ουσιαστικά στην απρόσωπη κυριαρχία που ασκούν το εμπόρευμα και το χρήμα, η εργασία και η αξία πάνω στο σύνολο της κοινωνίας.
Αυτές οι κατηγορίες έχουν δημιουργηθεί από την ίδια την ανθρωπότητα – αλλά η ίδια τις θεωρεί σαν θεούς που την κυβερνούν.
Αυτό είναι που ο Καρλ Μαρξ αποκαλούσε «φετιχισμό του εμπορεύματος».
Σήμερα, όλος ο κόσμος συμμετέχει, αν και προφανώς ούτε στον ίδιο ρόλο ούτε με τα ίδια οφέλη.
Αντιμέτωποι με τον ολοκληρωτισμό του εμπορεύματος, δεν αρκεί να φωνάζουμε κατά των κερδοσκόπων και των υπόλοιπων κλεπτοκρατών: «Δώστε μας πίσω τα χρήματα μας.»
Θα έπρεπε κυρίως να κατανοήσουμε τον ιδιαίτερα καταστροφικό χαρακτήρα του χρήματος, του εμπορεύματος και της εργασίας που τα παράγει.
Η απαίτηση για «εξυγίανση» του καπιταλισμού ώστε να υπάρξει ένα καλύτερο ξεκίνημα και ώστε να καταστεί πιο δίκαιος, είναι απατηλή: οι σημερινές καταστροφές δεν οφείλονται σε μια συνωμοσία της πιο αρπακτικής κλίκας της κυρίαρχης τάξης, αλλά αποτελούν αναπόφευκτη συνέπεια των προβλημάτων που ήταν πάντα μέρος της ίδιας της φύσης του καπιταλισμού.
Η ζωή επί πιστώσει δεν είναι μια θεραπεύσιμη διαστροφή, αλλά το τελευταίο απότομο ξύπνημα για τον καπιταλισμό – και όλους εκείνους που ζουν εκεί.
Συνειδητοποιώντας όλα αυτά, αποφεύγουμε να πέσουμε στην παγίδα του λαϊκισμού που θέλει να απελευθερώσει τους «έντιμους εργαζόμενους και επιχειρηματίες» –που θεωρούνται απλά θύματα του συστήματος – από την επιρροή ενός κακού, προσωποποιημένου στη μορφή του κερδοσκόπου.
Η διάσωση του καπιταλισμού με την απόδοση όλων των σφαλμάτων του στις πράξεις μιας διεθνούς μειοψηφίας «παρασίτων», είναι κάτι που έχουμε ξαναδεί.
Είναι πολύ λίγο το να πούμε, όπως ο Stéphane Hessel σε συνέντευξή του στην εφημερίδα Le Monde: «Η χρηματοπιστωτική οικονομία είναι ο κύριος εχθρός».
Η μόνη εναλλακτική λύση είναι η πραγματική κριτική της καπιταλιστικής κοινωνίας σε όλες τις πτυχές της (και όχι μόνο του νεοφιλελευθερισμού).
Ο καπιταλισμός δεν ταυτίζεται μόνον με την αγορά: το κράτος είναι ένα άλλο πρόσωπό του, που έχει υποστεί τη δομική αναδιάρθρωση του κεφαλαίου, και που είναι υποχρεωμένο να της παρέχει τα απαραίτητα οικονομικά μέσα παρέμβασης.
Το κράτος δεν μπορεί να είναι ο δημόσιος χώρος της απόφασης των κυρίαρχων.
Αλλά ακόμη και ως το δίπολο κράτος-αγορά, ο καπιταλισμός δεν είναι, ή δεν είναι πια, ένας απλός εξαναγκασμός που επιβάλλεται από τα έξω στους πάντα ανυπότακτους υπηκόους του.
Ο τρόπος ζωής που δημιούργησε έχει πάψει προ πολλού να θεωρείται ως ιδιαίτερα επιθυμητός, και το πιθανό τέλος του ως καταστροφή.
Η ιδέα της «αποανάπτυξης», από την άλλη, εγγράφεται στη σχολή σκέψης εκείνων που επικρίνουν το ίδιο το περιεχόμενο της καπιταλιστικής «ευημερίας».
Η αποκήρυξη της προσδοκίας για μια μόνιμη οικονομική ανάπτυξη και, συνεπώς, η αποκήρυξη την προσδοκίας για μια ακόμη μεγαλύτερη διαθεσιμότητα των εμπορευμάτων, προϋποθέτει ουσιαστικά την υπέρβαση των ορίων ενός «εναλλακτικού οικονομικού μοντέλου» και το όραμα της εξόδου από το σύνολο του καπιταλιστικού «πολιτισμού».
Αλλά εδώ είναι ο κόμπος.
Η αποανάπτυξη θέλει να είναι λογική, μεταρρυθμιστική, σταδιακή, τώρα.
Απευθύνεται στην καλή θέληση όλων «όσων αποφασίζουν», συμπεριλαμβανομένων των «εκλεγμένων».
Έτσι, αποφεύγει, εκ προθέσεως ή εξ αφελείας, το βασικό πρόβλημα: η έμμονη επιθυμία για «ανάπτυξη», που στις κοινωνίες μας αποτελεί ουσιαστικά μια πίστη με θεολογικά χαρακτηριστικά, δεν είναι μια ψευδαίσθηση του νου που θα μπορούσαμε να την αντιμετωπίσουμε με σωστά επιχειρήματα, χωρίς ταυτόχρονα να αντιπαρατεθούμε στην αιτία αυτής της διαρκούς ανάγκης για «μεγέθυνση», που η νεωτερική εποχή, και μόνον αυτή, νιώθει.
Αυτή η αιτία, δηλαδή η συνεχής μετατροπή της εργασίας σε αξία και η ανάγκη αύξησης της παγκόσμιας παραγωγής ώστε να εξουδετερωθούν οι επιπτώσεις της μείωσης της αξίας που περιέχεται σε κάθε συγκεκριμένου εμπόρευμα.
Η οικολογική κρίση είναι η αναπόφευκτη συνέπεια.
Συνεπώς, δεν πρέπει να διεκδικούμε την επιστροφή στην «πλήρη απασχόληση», που στην πραγματικότητα δεν είναι ούτε δυνατή ούτε επιθυμητή, ούτε μια «άλλη ανακατανομή της εργασίας». Θα πρέπει κυρίως να τελειώνουμε με το γεγονός ότι δεν μπορούμε να ζήσουμε αν δεν καταφέρουμε προηγουμένως να πουλήσουμε την εργασία μας, την συχνά αλλοτριωτική και άχρηστη ή ακόμα και επιβλαβή.
Εάν οι αποαναπτυξιακοί δεν θέλουν να καταντήσουν, αργά ή γρήγορα, να θεωρούνται ως εκείνοι που έδωσαν στα θύματα της μανίας του καπιταλισμού τις συνταγές για τον καλύτερο τρόπο να ζουν «αξιοπρεπώς» τη φτώχεια τους, ή να γίνουν σύμβουλοι των όποιων πεφωτισμένων οικολογικά πριγκίπων, πρέπει να αντιμετωπίσουν το ζήτημα της εξόδου από την εμπορευματική κοινωνία, όπου η κοινωνική δραστηριότητα λαμβάνει τη μορφή του εμπορεύματος και του χρήματος, της εργασίας και της αξίας.
Ο τρόπος μένει να βρεθεί: αλλά μπορούμε ήδη να πούμε ότι δεν θα περάσει μέσα από την ιδιοποίηση των θεσμών του κράτους, σε οποιοδήποτε επίπεδο.
Θα περνούσε κυρίως από ένα κίνημα εγκατάλειψης όλων των μορφών που θέλουν να μας κάνουν να πιστέψουμε ότι είμαστε ακόμα πολίτες μιας αξιοσέβαστης δημοκρατίας, ακόμη και όταν η οικονομία της αγοράς μάς έχει ήδη μετατρέψει, ή θα μας μετατρέψει, σε «ασύμφορους» και «πλεονάζοντες.
Το κείμενο αυτό του Anselm Jappe δημοσιεύτηκε στο γαλλικό περιοδικό Le Sarkophage, n°23, 12 Μαρτίου – 14 Μαΐου 2011.
Στα ελληνικά μεταφράστηκε από το ιστολόγιο Κουρελάριος.
Anselm Jappe: Tous contre la finance ?