Ο Διονύσης Χαριτόπουλος είναι ένας συγγραφέας που θαυμάζω. Το πυκνό, ψυχωμένο υλικό που εμπεριέχεται στα βιβλία του, σε συνδυασμό με αυτό που επέλεξε να είναι, όλα αυτά τα χρόνια, συστήνουν έναν άνθρωπο γενναιόδωρο και ειλικρινή, με πίστη στη ζωή και τους κεκτημένους ορίζοντες.
Ο ορεσίβιος από τον Πειραιά, διαρκώς παρών και άφοβος, μοιράζεται το βίωμα χωρίς εξιδανικεύσεις. Είναι λαϊκός χωρίς να φιλάει τα χέρια του. Δωρικός ακόμη και στην προσέγγιση των πιο ηχηρών αντιθέσεων, με μια δυναμική, που τού αφαιρεί τα όρια και τις κατηγοριοποιήσεις. Που τού χαρίζει, αφειδώς, νίκες. Και μια τέτοια νίκη είναι ότι νέοι άνθρωποι τον επιλέγουν συνειδητά και με επιχειρήματα. Γιατί ο δικός του ποιητικός ρεαλισμός είναι αποτελεσματικός. Ένας ποιητικός ρεαλισμός όλο ουσιαστικά και ρήματα.
Με αφετηρία το «Άρης, ο αρχηγός των ατάκτων» (1997), οι «Άτακτοι» (εκδόσεις «Τόπος»), το πιο πρόσφατο βιβλίο του Διονύση Χαριτόπουλου, είναι προϊόν όλων των νέων στοιχείων και πληροφοριών που συγκεντρώθηκαν τα τελευταία εικοσιπέντε χρόνια, για να φωτιστούν γεγονότα και σπουδαίες μορφές του βουνού. Πρόσωπα που θέριεψαν δίπλα στον Άρη, αλλά και που η μεγάλη του σκιά αναπόφευκτα τα σκέπασε.
Συνέντευξη στον Χρόνη Διαμαντόπουλο
-Στα Άγραφα, έχετε στήσει μιαν επιλεκτική πατρίδα, που σας επιτρέπει τα ταξίδια στον χώρο και τον χρόνο, τις «συναναστροφές» με ανθρώπους, που υπήρξαν και θα υπάρχουν. Πώς είναι να ζει κανείς με το κέρδος ενός τόσο παραγωγικού και ποιοτικού χρόνου;
Τον χώρο και τον χρόνο τους ορίζουμε εμείς, γι αυτό ξεχωρίζουμε απ’ τα άλλα θηλαστικά. Έχω αποσυρθεί οριστικά εδώ, σ’ ένα μικρό σπίτι, πλάι στο δάσος, που φρόντισα να φτιάξω από τα αρχές του 1980, γι’ αυτόν ακριβώς τον λόγο. Γιατί όχι στη θάλασσα; με ρωτάνε. Γιατί εδώ συναντιέμαι με τον εαυτό μου. Ναι, η θάλασσα είναι λαμπερή και ξώχαρη, όμως τα βουνά έχουν κάτι αυστηρό, αρχέγονο κι αμετακίνητο κι εδώ θέλω να περάσω τις τελευταίες μου μέρες. Και για να το προβοκάρω κάπως, ο Βίτγκενσταϊν που είχε την ίδια τρέλα με τα βουνά, έλεγε «η θάλασσα είναι για όλους, τα βουνά για λίγους».
Συγκεκριμένα για τα Άγραφα, είναι Ιερός Τόπος των Ελλήνων. Μια πανάρχαια ορεινή περιοχή, που περιλαμβάνει το μεγαλύτερο μέρος της Ευρυτανίας και το δυτικό τμήμα της Καρδίτσας. Δεν είναι μόνο τα ομώνυμα βουνά με τα λιγοστά χωριουδάκια τους, αλλιώς δεν θα είχαν αυτό το ιστορικό μέγεθος.
Επί Τουρκοκρατίας υπήρξαν, το «Αραράτ» της Ελλάδας. Εδώ σώθηκαν όχι μόνο οι κυνηγημένοι από τους Τούρκους, μα και ο πολιτισμός και η γλώσσα στις Σχολές που είχαν ιδρυθεί. Τότε, η περιοχή των Αγράφων αριθμούσε πάνω από 120 χωριά και αρκετούς μικρότερους οικισμούς.
Είμαι κάπως μονοκόμματος, μοναχικός λύκος. Δεν ξέρω να ελίσσομαι, δεν μπορώ να είμαι αλλιώς. Από παιδί, λύκος ήμουν.
-Ο αναγνώστης σας αντιλαμβάνεται, εξ αρχής, ότι σας διακρίνει η συνέπεια. Ότι είστε τίμιος. Κι αμέσως, η οποία απόσταση γίνεται εγγύτητα. Εσείς θα μου πείτε ότι απλά κάνατε το καθήκον σας. Νομίζω, όμως, ότι η απουσία ανακολουθίας στην πορεία ενός ανθρώπου απαιτεί τουλάχιστον σθένος.
Ευχαριστώ που το βλέπετε έτσι. Θα σας πω κάτι χωρίς σεμνότητες. Η ματιά μου είναι έτσι στα πράγματα και δεν αλλάζει. Είμαι κάπως μονοκόμματος, μοναχικός λύκος. Δεν ξέρω να ελίσσομαι, δεν μπορώ να είμαι αλλιώς. Από παιδί, λύκος ήμουν. Εσείς το λέτε συνέπεια, άλλοι το λένε μονομέρεια ή εμμονή, και ίσως κάποιοι, πολύ λίγοι, μπορεί και να έχουν υποφέρει από αυτό. Όμως έτσι είμαι. Αυτή είναι η φύση μου, που με έφερε ως εδώ, με τις ανάλογες απώλειες και τα κέρδη.
-Αυτή τη στιγμή, τα καθημαγμένα σημεία της χώρας είναι πιο ορατά από ποτέ. Δύο αντίθετες όψεις νομίζω κυριαρχούν. Η όψη του ανεπαρκούς αγώνα και η όψη της μάχης που κερδίζεται. Είναι παθογένεια να παλεύει κανείς στην Ελλάδα, σήμερα;
Τι άλλο μας μένει; Ο αγώνας κάνει τον άνθρωπο άνθρωπο. Αγώνες χαμένοι δεν υπάρχουν. Νίκες και ήττες σε μάχες υπάρχουν. Το ανθρώπινο καθήκον είναι να αγωνίζεσαι γι’ αυτά που θέλεις. Αλλιώς μια χαρά ήμασταν στις σπηλιές, δεν βρεχόμαστε, δεν κρυώναμε τόσο κι όλο κάτι θα βρίσκαμε να φάμε. Αν κάποιος θεωρεί ότι αυτά του αρκούν ας κάτσει στη σπηλιά του, δηλαδή στο σπιτάκι του. Όμως όλοι οι μεγάλοι πολιτισμοί που μας πήγαν μπροστά, δημιουργήθηκαν επειδή κάποιοι είχαν μια αδήριτη ανάγκη για περισσότερα.
-Μια μεγάλη, προσωπική έρευνα οδήγησε στο «Ο Άρης, ο αρχηγός των άτακτων» και στους «Άτακτους», το πιο πρόσφατο βιβλίο σας. Πώς επιστρέφει ένας συγγραφέας στην πραγματικότητα μετά από κάτι τόσο μεγαλειώδες;
Εγώ γράφω για την Ελλάδα, όχι για κόμματα και πολιτικούς, για να εξαργυρώσω τα γραπτά μου. Κάθε βιβλίο είναι μια επώδυνη διαδικασία για τον συγγραφέα ανεξαρτήτως επιτυχίας. Ο Άρης εμένα με εθέσπισε, γι αυτό και τον έψαχνα είκοσι χρόνια. Γι’ αυτό «όπου πήγε, πήγα». Έδωσα σε έναν λαό τον ήρωά του, που τον έκρυψαν και τον δολοφόνησαν πολλές φορές. Τι άλλο να κάνει ένας συγγραφέας; Απλώς, επιστρέφει στη ζωή του.
-Τα τιμαλφή είναι οι έρωτες. Μια φράση που θα μπορούσε να στέκεται κι ως πρόλογος κι ως επίλογος. Θέλουν ειδική συνθήκη για να ερωτευτούν οι άνθρωποι, κύριε Χαριτόπουλε;
Το έχω ξαναπεί, αλλά ας το επαναλάβω… Το σημαντικό δεν είναι να σε ερωτευτούν, αλλά εσύ να ερωτευτείς. Να έχεις την ευρυχωρία καρδιάς και τον πλούτο συναισθημάτων για να αναγορεύσεις τον άλλον σε θεότητα. Και φυσικά οι έρωτες, που ασφαλώς θα ξεφτίσουν στον χρόνο είναι τα τιμαλφή μιας ζωής. Γιατί ποτέ δεν θα ξανανιώσεις όπως τότε, ποτέ δεν θα φτάσεις σε πλούτο συναισθημάτων τον ερωτευμένο εαυτό σου. Κι ας λες ή ακούς, πικρά λόγια μετά, όπως «έχασα τα καλύτερά μου χρόνια μαζί σου». Όχι. Τότε ήταν τα καλύτερα χρόνια, τότε που πλημμύριζες από αισθήματα, έλιωνες για έναν άλλον άνθρωπο και τον νοιαζόσουν περισσότερο από τον εαυτό σου.
Ο αγώνας κάνει τον άνθρωπο άνθρωπο. Αγώνες χαμένοι δεν υπάρχουν. Νίκες και ήττες σε μάχες υπάρχουν. Το ανθρώπινο καθήκον είναι να αγωνίζεσαι γι’ αυτά που θέλεις.
Ο Πειραιάς και το “λιμάνι που σου ανοίγει ορίζοντες” – Τα ψηλά βουνά και η Μάνη
Όπως είναι γνωστό είμαι γέννημα θρέμμα Πειραιώτης, με πατέρα από την Μέσα Μάνη και μάνα από τα ψηλά βουνά, το Μικρό Χωριό Ευρυτανίας. Τα γονιδιακά παίζουν ασφαλώς τον ρόλο τους, αλλά και ο τόπος που γεννιέσαι και μεγαλώνεις έχει βαρύνουσα σημασία. Μόνο ευγνώμων μπορεί να είμαι που είχα την τύχη να ζήσω, έστω σε ζόρικες συνθήκες, στον Πειραιά. Το Λιμάνι και ο κόσμος του μού έκαναν ταχύρυθμα μαθήματα επιβίωσης, αξιοπρέπειας και ανθρωπογνωσίας, καθώς δούλευα από την ηλικία που τα σημερινά παιδιά τα πάει σχολείο η μάνα τους.
-Βιώνονται οι τόποι σήμερα, σε τέτοιο βαθμό, ώστε να μη γίνονται βορά των κομπάρσων (με λεφτά);
Κατά τη γνωστή παραδοξολογία, που δεν στερείται σοφίας, «οι πλούσιοι είναι φτωχοί. Έχουν μόνο λεφτά». Πάντα υπήρχαν ολίγιστοι άνθρωποι με φουσκωμένο τραπεζικό λογαριασμό και μεγάλο «εγώ». Αλλά για την Ελλάδα, ίσως λόγω υπερβολικής αγάπης στον τόπο μας, είμαι αθεράπευτα αισιόδοξος, ακόμα και στις δύσκολες στιγμές. Είμαστε τυχεροί που ζούμε σ’ έναν από τους τελευταίους παραδείσους της Γης. Η ομορφιά μας επηρεάζει όλους κι ας την έχουμε δεδομένη στην τσέπη μας.