Με έντονες τις μνήμες και τους ήχους από τις διαδηλώσεις των φοιτητών, καθώς διέμενε στην πλ. Αμερικής το 1973, ο δημοσιογράφος και συγγραφέας Νίκος Βατόπουλος μίλησε στο Πρώτο Πρόγραμμα 91,6 και 105,8 και στην εκπομπή «Ναι μεν Αλλά» με την Ευαγγελία Μπαλτατζή, για το πολιτικό ορόσημο του Πολυτεχνείου, δίνοντας του δύο ακόμα διαστάσεις, σε μια περίοδο μετασχηματισμού της τότε Αθήνας, όπως την βίωσε ο ίδιος.
«Θεωρώ ότι εκείνα τα χρόνια η Αθήνα είχε ήδη αρχίσει να αλλάζει και το Πολυτεχνείο αν το δούμε έκκεντρα, δηλαδή πέρα από το καθεαυτό γεγονός, έβλεπα δύο σκέλη. Αφενός σε ό,τι αφορά το φοιτητικό κίνημα μπορούμε να πούμε ότι η εξέγερση είναι η αποκορύφωση μιας διεργασίας που είχε ξεκινήσει ήδη από τα χρόνια του 50 με την Κύπρο και αργότερα στην περίοδο του 60 με το φοιτητικό κίνημα, που πραγματικά αναστατωνόταν η Αθήνα με τις πολύ δυναμικές φοιτητικές διαδηλώσεις, θέλω να πω ότι το Πολυτεχνείο δεν είναι μια παρθενογένεση ενάντια στη χούντα μόνο, είναι μια διαδικασία ωρίμανσης του φοιτητικού κινήματος ήδη από τα χρόνια του 50» ανέφερε ο κ. Βατόπουλος.
Επιπλέον, ο συγγραφέας, εστιάζει στο πώς το 1973 βρίσκει την Αθήνα. «Ήδη έχει αρχίσει μία διάθεση καχεξίας, μια διάθεση απαρέσκειας των Αθηναίων απέναντι στην πρωτεύουσα, λόγω της του βεβαρημένου περιβάλλοντος. Ήδη από τα τέλη του 60, αρχές 70, είναι πλέον σαφές ότι η Αθήνα έχει πάρει έναν λάθος δρόμο σε ό, τι αφορά την ποιότητα του αέρα, έχει αρχίσει πλέον και γίνεται και ένα θέμα που το σχολιάζουν οι εφημερίδες της εποχής, το νέφος και αφετέρου η πολύ επιβαρυμένη κίνηση των οχημάτων που έχει γίνει ένα πρόβλημα ήδη από το 70 και μετά, που κορυφώθηκε στα μέσα της δεκαετίας του 70 με πάρα πολύ σημαντική επιβάρυνση. Δηλαδή το να διασχίσεις το τρόλεϊ από την Πατησίων ως τη Βασιλίσσης Σοφίας ήταν μια διαδρομή που μπορούσε να κρατήσει 45-50 λεπτά. Οπότε, το 73 πραγματικά η Αθήνα νιώθει ότι κάτι δεν πάει καλά σε ό, τι αφορά την εξέλιξή της. Και εκείνη ακριβώς την περίοδο, δηλαδή ήδη στα τελευταία χρόνια της δικτατορίας παρατηρούμε την εμφάνιση του φαινομένου, να φεύγουν παλιοί Αθηναίοι από τις παλιές συνοικίες, από την Πατησίων, από το Παγκράτι και να πηγαίνουν πλέον στα προάστια. Είναι η πρώτη έξοδος, που συμβαίνει ήδη στα χρόνια της δικτατορίας. Εγώ το θυμάμαι πολύ χαρακτηριστικά που ήμουν παιδί, θυμάμαι ανθρώπους που μετοικούσαν στο Χαλάνδρι, στην Κηφισιά, στη Βούλα, ήδη είχε ξεκινήσει ένα φαινόμενο απαρέσκειας για την Αθήνα» περιέγραψε χαρακτηριστικά.
Ακόμα ο κ. Βατόπουλος, αναφέρθηκε στο κοινωνικό σκέλος της πρωτεύουσας που είχε αρχίσει να αλλάζει. «Άλλαζε καταρχάς η δομή της οικογένειας. Άλλαζαν πάρα πολλά. Το οικονομικό μοντέλο, τα σχολεία, η εκπαίδευση, όλο αυτό δημιουργούσε έναν άλλο κοινωνικό τρόπο ζωής που αυτό δημιουργούσε την ανάγκη για νέου τύπου πολυκατοικία. Η προαστιακή πολυκατοικία γεννήθηκε ακριβώς για να εξυπηρετήσει μια νέα κοινωνική ανάγκη που ανταποκρινόταν στη νέα οικογένεια, στις νέες απαιτήσεις. Πολλά σχολεία είχαν μετοικήσει στα βόρεια και τα νότια προάστια. Όλα αυτά είχαν παίξει ένα ρόλο» προσέθεσε.
Όσο αφορά στην εξέλιξη της περιοχής στα επόμενα χρόνια της μεταπολίτευσης, ο κ. Βατόπουλος υποστήριξε ότι «δεν είναι άσχετο το γεγονός της ριζοσπαστικοποίησης των Εξαρχείων και της περιοχής με αυτό που ακολούθησε το Πολυτεχνείο».
«Και είναι σαφές ότι από το 74 και μετά που εορτάζεται πλέον το Πολυτεχνείο- όχι ότι το προκάλεσε το Πολυτεχνείο, αλλά είναι κομμάτι ενός σύνθετου και ευρύτερου ζητήματος- άρχισε η αστική παρακμή του άξονα της Πατησίων. Δεν είναι τυχαίο ότι εκεί που αρχίζει η Πατησίων, από την περιοχή των κατοικιών από το Πολυτεχνείο και το Μουσείο προς το τέρμα Πατησίων, όλη αυτή η ανάπτυξη στραγγαλίζεται σταδιακά από τα πολλά προβλήματα που γεννά πλέον όλη αυτή η παραβατικότητα, που κακώς συνδέεται και με την επέτειο του Πολυτεχνείου» συμπλήρωσε ο κ. Βατόπουλος.
Η Αθήνα έχει πάρα πολλές στρώσεις μνήμης, οι οποίες παραμένουν σε ένα ημίφως, είπε ο κ. Βατόπουλος, χαρακτηρίζοντας «αδιανόητο να πηγαίνουμε σε άλλες πρωτεύουσες της Ευρώπης, να θαυμάζουμε και να εκτιμούμε το πολιτισμό τους, τον πολιτισμό της καθημερινότητας, τον πολιτισμό του 19ου και του 20ου αιώνα, πρόσφατα ιστορικά δηλαδή θέματα και στην Αθήνα να απαξιώνονται ή να μην τα γνωρίζουμε».