Στις τελευταίες μετρήσεις (MRB/Open, Alco/Alpha, Pulse/Σκάϊ) διαπιστώνεται πώς η διαφορά μεταξύ της Ν.Δ και του ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ κυμαίνεται μεταξύ 6 και 7%, σημειώνοντας σημαντική αποκλιμάκωση από εκείνη του 8 έως 10%, στις αρχές του φθινοπώρου. Μετά την παρουσία του πρωθυπουργού στην ΔΕΘ, το κυβερνών κόμμα χάνει μισή έως και μία μονάδα κάθε μήνα, η δε αύξηση των ποσοστών του κόμματος της αξιωματικής αντιπολίτευσης είναι μεν υπαρκτή, δεν φαίνεται, ωστόσο, να εισπράττει σε τέτοιο βαθμό που να προκαλεί επιτάχυνση του κλεισίματος της “ψαλίδας”.
Σχετικά με το τελευταίο υπάρχουν ενστάσεις και επιφυλάξεις, ίσως και καχυποψία, όμως πρέπει να συμφωνήσουμε ότι ρεύμα ανατροπής δεν έχει διαμορφωθεί ακόμα. Υπάρχουν, όμως, πρόδρομα φαινόμενα και ποιοτικές διαφοροποιήσεις που δείχνουν πως η Ν.Δ απομακρύνεται ολοένα και περισσότερο από την “προβολή αυτοδυναμίας”, και σε αυτό συνηγορεί και η ίδια η αλλαγή τακτικής από το Μέγαρο Μαξίμου που προσωποποιεί την διαμάχη στο δίλημμα “Μητσοτάκης ή Τσίπρας” και ανεβάζει τους τόνους με μία πολιτική αργκό (χαβιάρια, σαμπάνιες, “δεν μασάω”, κουβαδάκια κ.ά), μάλλον ασυνήθιστη για το αστικό και χαρβαρντιανό προφίλ του πρωθυπουργού. Είναι, ίσως, αποτέλεσμα της κατανόησης πως οι εκλογικές μάχες κρίνονται στον δρόμο και στην ζοφερή, πιά, κοινωνική πραγματικότητα, και όχι στα φουαγιέ αναμονής επενδυτών.
Στην μέτρηση της Pulse για τον ΣΚΑΪ, που καταγράφει τα σημεία στην αναμέτρηση Μητσοτάκη-Τσίπρα φαίνεται ότι: Το σκορ υπέρ του πρώτου είναι 35-26 στα θέματα οικονομίας, 35-27 στο θέμα της ενεργειακής κρίσης, 43-26 στα θέματα εξωτερικής πολιτικής και άμυνας, αλλά ανατρέπεται σε 27-28 υπέρ Τσίπρα σε θέματα διαφάνειας. Βεβαίως, η συγκεκριμένη εταιρεία δεν αποτόλμησε να μετρήσει το σκορ και στο (μείζον και σε πρώτο εκλογικό πλάνο) πεδίο της ακρίβειας-αισχροκέρδειας, κάτι που έκαναν άλλες εταιρείες και διαπίστωσαν σημαντικό προβάδισμα του αρχηγού της αξιωματικής αντιπολίτευσης. Η περιγραφή πεδίων, ως οικονομία, γενικά και αόριστα, και ενεργειακή κρίση, προφανώς δεν βοηθά στην πιστή αποτύπωση των κοινωνικών και εκλογικών τάσεων.
Διότι, είναι εν τέλει παράδοξο να προηγείται με εννέα μονάδες ο πρωθυπουργός του Αλέξη Τσίπρα (αφού το προσωποποιήσαμε το δίλημμα), όταν σε όλες τις μετρήσεις οι πολίτες εμφανίζονται κατά 70-80% δυσαρεστημένοι με τα κυβερνητικά μέτρα, στην ίδια δε μέτρηση της Pulse το 80-93% των ερωτηθέντων δηλώνουν πολύ ανήσυχοι για το τρίπτυχο ακρίβειας (καύσιμα, τρόφιμα, πληθωρισμός).
Εάν, με την διατύπωση της σχετικής ερώτησης, ταυτίζουν την έννοια “οικονομία” με τις θετικές μακροοικονομικές καταγραφές, τότε η διαφορά υπέρ του Κυριάκου Μητσοτάκη δικαιολογείται. Όμως δεν είναι η πορεία του χρέους, οι ιδιωτικές επενδύσεις και οι ρυθμοί ανάπτυξης που ανησυχούν τους πολίτες, αλλά η αδυναμία εξασφάλισης των στοιχειωδών για διαβίωση.
Από την άλλη, δεν είναι παράδοξο που ο πρωθυπουργός προηγείται σαρωτικά στα θέματα εξωτερικής πολιτικής. Τα καλλιεργημένα εδώ και πολλά χρόνια στερεότυπα (πατρίδα=Δεξιά), με ευθύνη και της Αριστεράς, δημιουργούν συνθήκες ευνοϊκές για τη Ν.Δ.
Είναι, όμως, αν όχι παράδοξο,τουλάχιστον παράξενο, ο Αλέξης Τσίπρας να αποκτά προβάδισμα μίας μόνο μονάδας στα θέματα διαφάνειας. Πόσο πιθανό είναι να συμβαίνει, πράγματι, κάτι τέτοιο, όταν ο πρωθυπουργός, σε όλες τις μετρήσεις, θεωρείται από το 60-80% ότι τουλάχιστον γνώριζε για το σκάνδαλο των παρακολουθήσεων; Αυτό, ας το εξηγήσουν οι δημοσκόποι, η λογική αδυνατεί.
Η Ν.Δ, λοιπόν, χάνει μισή έως μία μονάδα κάθε μήνα, και όλοι αυτοί οι πολίτες φαίνεται πως οδηγούνται, είτε στην περιοχή της υπερδεξιάς και ακροδεξιάς, είτε, το πιθανότερο, στην γκρίζα ζώνη των αναποφάσιστων. Αυτή η αδιευκρίνιστη περιοχή είναι αναμφίβολα υπαρκτή, είναι, από την άλλη, και η ασφαλιστική δικλείδα των δημοσκόπων.
Φθάνοντας στους συσχετισμούς: Ο Κυριάκος Μητσοτάκης φαίνεται να υπερέχει συντριπτικά μεταξύ των πολιτών που αυτοτοποθετούνται στη Δεξιά, την Κεντροδεξιά αλλά και το Κέντρο, ενώ ο Αλέξης Τσίπρας είναι ισχυρά ριζωμένος στην Κεντροαριστερά και την Αριστερά.
Προκύπτει, ωστόσο, ένα ερώτημα: Τι είναι, τέλος πάντων, αυτό το Κέντρο;
Οι περισσότεροι συμφωνούν πως η εκλογική μάχη θα κριθεί στους κεντρώους. Από την άλλη οι μετρήσεις ομονοούν πώς ο μεν Κυριάκος Μητσοτάκης κυριαρχεί στην Δεξιά και την κεντροδεξιά, ο δε Αλέξης Τσίπρας ηγεμονεύει στην Αριστερά και την κεντροαριστερά. Οι τέσσερις αυτοί όροι/περιοχές είναι σαφείς, ορίζουν όμως κάτι ακόμα: ο πρωθυπουργός καταλαμβάνει εκείνο το τμήμα του Κέντρου που ρέπει προς την Δεξιά (κεντροδεξιά), ο δε αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης έχει εγκατασταθεί στέρεα σε εκείνο το τμήμα του κέντρου που ρέπει προς την Αριστερά (κεντροαριστερά). Ακούγεται απλοϊκό, αλλά έτσι είναι.
Τι μένει; Ποιό είναι το υπόλοιπο Κέντρο;
Τμήμα αυτού του ενδιάμεσου χώρου (δημοσκοπικά αποτυπώνεται στο 11-12%) καλύπτεται από το ΠΑΣΟΚ, αλλά και πάλι περιλαμβάνει κεντρώους με φιλελεύθερη άποψη που θεωρούν εαυτούς πιο κοντά στη Ν.Δ, και κεντρώους με αριστερή κλίση που θεωρούν εαυτούς πιο κοντά στον ΣΥΡΙΖΑ. Μαζί με γονιδιακά πιστούς “πασόκους” που επιδιώκουν να επιζήσουν πολιτικά και να ανασυντάξουν το αυτόνομο κίνημά τους με μάλλον ανδρεϊκές καταβολές.
Σε κάθε περίπτωση και με εκλογικούς όρους, αυτός ο χώρος καταλαμβάνεται από το ΠΑΣΟΚ, και επειδή το κόμμα αυτό δεν θα εξαφανιστεί, το μόνο που μπορεί να αναμένει κανείς είναι ο προσεταιρισμός τμήματος του ποσοστό που θα απωλέσει μεταξύ πρώτης και δεύτερης κάλπης.
Τι άλλο είναι το Κέντρο; Πιθανότατα, μία διόλου ασήμαντη μερίδα ψηφοφόρων που “κρύβονται” στην αδιευκρίνιστη ψήφο και θα εκδηλωθούν την τελευταία στιγμή. Ή, μία ακόμα, αλλά πολύ μικρότερη, μερίδα που μπορεί –ανάλογα με την συγκυρία και τον βαθμό απογοήτευσης– να κινηθεί απευθείας από το ένα μεγάλο κόμμα στο άλλο. Κάτι τέτοιο συνέβη, και στις εκλογές του Ιανουαρίου του 2015, και σε αυτές του Ιουλίου του 2019.
Τις μετακινήσεις ψηφοφόρων, τελικά, περισσότερο θα τις κρίνουν οι κοινωνικές συνθήκες. Το βαρύ αποτύπωμα της ακρίβειας, των συνθηκών διαβίωσης, η απογοήτευση, η ελπίδα εξόδου, οι πλειστηριασμοί, η ασφυξία των νέων κ.ά.
Και κάτι τελευταίο: Η εμμονή να αποτιμάται στις αναλύσεις των μετρήσεων ότι οι υποκλοπές δεν παίζουν ρόλο είναι αποπροσανατολιστική. Στην ιεράρχηση των θεμάτων (εκλογικής) προτεραιότητας, σε αυτή της Pulse, ανησυχία (απογοήτευση;) για το θέμα αυτό εκδηλώνει περίπου το 40% του εκλογικού σώματος (32% στην βάση της Ν.Δ, πάνω από 50% σε αυτή του ΣΥΡΙΖΑ, περίπου 43% σε εκείνη του ΠΑΣΟΚ).
Αυτό το ποσοστό είναι το μισό εκείνου που ιεραρχεί πρώτο θέμα την ακρίβεια (λογικότατο και αναμενόμενο), σαφώς μικρότερο από εκείνο που δείχνει να ανησυχεί για μία πολεμική συμπλοκή με την Τουρκία (επίσης λογικό), θεωρούν, όμως, οι σπεύδοντες να το υποτιμήσουν, πως το γεγονός ότι τέσσερις στους δέκα ψηφοφόρους το εντάσσουν στην ατζέντα ενδιαφέροντος και ανησυχίας τους, είναι αμελητέο; Εφόσον, μάλιστα, η εκλογική μάχη θα κριθεί στο νήμα και τις λεπτομέρειες, κάνουν λάθος να θεωρούν ότι δεν θα παίξει ρόλο. Επιπροσθέτως και σωρρευτικά, αναμφίβολα, δευτερογενώς και όχι πρωτογενώς, αναντίρρητα, όμως αποτελεί τον διάβολο στις λεπτομέρειες. Και εάν προκύψουν και άλλα, θα βαρύνει ακόμα περισσότερο, θα επηρεάσει, δε, πολύ (όπως έχουμε σημειώσει πολλές φορές), το μετεκλογικό τοπίο στην περίπτωση των συνεργασιών.