Ο Εντουάρ Λουί γεννήθηκε στην Αλενκούρ της Γαλλίας το 1992 με το όνομα Εντύ Μπελγκέλ και σπούδασε κοινωνικές επιστήμες στην Ecole Νormale. Το πρώτο του μυθιστόρημα ήταν το «Να τελειώνουμε με τον Εντύ Μπελγκέλ» (σε μετάφραση Μιχάλη Αρβανίτη) και προκάλεσε εκτεταμένη δημόσια συζήτηση, γνωρίζοντας υψηλές πωλήσεις και πετυχαίνοντας να μεταφραστεί σε πάνω από είκοσι γλώσσες. Ακολούθησε το μυθιστόρημα «Ιστορία της βίας» ενώ εν συνεχεία δημοσιεύτηκαν η νουβέλα με τίτλο «Ποιος σκότωσε τον πατέρα μου» και το δίκην μαρτυρίας κείμενο «Αγώνες και μεταμορφώσεις μιας γυναίκας» (όλα σε μεταφράσεις της Στέλας Ζουμπουλάκη). Η ιστορία του πρώτου βιβλίου είναι για ένα παιδί που μεγαλώνει στα τέλη της δεκαετίας του 1990. Ο κόσμος του νεαρού ήρωα, το χωριό, το σχολείο και η οικογένειά του αποτελούν ένα καθεστώς βίας, εκφοβισμού και αποκλεισμού, που ο Εντύ βιώνει ακόμα πιο τραυματικά επειδή είναι (ή επειδή αναγκάζεται να γίνει) διαφορετικός. Ο Λουί καταφέρνει, με μια συγκινησιακά φορτισμένη αφήγηση, που υπερβαίνει τα όρια της αυτοβιογραφίας και του ρεαλισμού, να αναμετρηθεί με τον περίγυρο ο οποίος τον διέπλασε, καθώς και με το παρελθόν το οποίο τον στιγμάτισε.
Το καινούργιο βιβλίο του Λουί έχει τίτλο «Αλλαγή: μέθοδος» και κυκλοφορεί, όπως και τα υπόλοιπα, από τις εκδόσεις Αντίποδες, εκ νέου σε υποδειγματική και εξαιρετικά ζωντανή μετάφραση της Στέλας Ζουμπουλάκη. «Είναι δύσκολο να αναλυθεί ο αυτοβιογραφικός μου λόγος», έλεγε ο συγγραφέας για το «Να τελειώνουμε με τον Εντύ Μπελγκέλ», κατά τη διάρκεια της πρώτης επίσκεψής του στην Αθήνα, προσθέτοντας: «Μίλησα για τον τόπο μου επειδή υποχρεώθηκα να τον αφήσω πίσω μου. Η αρρενωπότητα, που ήταν το υπέρτατο πρότυπο για το λαϊκό περιβάλλον του χωριού μου, και η ομοφυλοφιλία, που αποτελούσε ένα φάντασμα τόσο για τον πατέρα μου όσο και για μένα, οδήγησαν στην αποτυχία. Το πρώτο μου βιβλίο αφηγείται ακριβώς αυτή την αποτυχία. Έφυγα γιατί απέτυχα να προσαρμοστώ και να εγκλιματιστώ. Η δυνατότητα της μαρτυρίας μου, η δυνατότητα του ίδιου του βιβλίου μου, καθορίστηκε από τη δυνατότητα που είχα να φύγω».
Το θέμα του καινούργιου μυθιστορήματος είναι ακριβώς η δυνατότητα της φυγής, ο σχηματισμός των προϋποθέσεων που βοήθησαν τον νεαρό Εντύ να γίνει Εντουάρ και να ανοίξει τα φτερά του για ένα σύμπαν το οποίο ο τόπος και οι γονείς του δεν θα μπορούσαν καν να φανταστούν. Την είσοδο γι’ αυτό το αδιανόητο σύμπαν θα ανοίξουν η αφοσιωμένη φίλη (μια φίλη που λίγο απέχει από τον έρωτα) του Εντουάρ και η μαμά της: θα τον μάθουν να αγαπάει τις τέχνες και τα βιβλία, να μιλάει τα γαλλικά με αστική προφορά, να ντύνεται κομψά και χαριτωμένα, να κρατάει με τον ενδεδειγμένο τρόπο τα μαχαιροπήρουνα και να κόβει σωστά τις μπουκιές του- θα του προσφέρουν με δύο λόγια τα αναγκαία εφόδια για να βγει από τον στενό κύκλο των παιδικών του χρόνων και από το εργατικό περιβάλλον της καταγωγής του. Η επιθυμία, ωστόσο, ή μάλλον το πάθος του Εντουάρ για αλλαγή τον οδηγεί πέρα από την ευπρεπή γαλλική επαρχία, τον στρέφει στο Παρίσι και στην Ecole Normale, όπου θα χρειαστεί να εκλεπτύνει περαιτέρω τη γλώσσα και τη συμπεριφορά του. Κι όταν και αυτός ο κύκλος θα ολοκληρωθεί, θα απομείνουν για την οριστική του μεταμόρφωση η βασιλική οδός της λογοτεχνίας και η παγκόσμια επιτυχία του πρώτου βιβλίου του.
Ακόμα κι όταν ο Εντουάρ έχει αγγίξει το ύστατο στάδιο της πορείας του, η αίσθηση του περιορισμένου ορίζοντα δεν λέει να τον εγκαταλείψει. Διότι τώρα έχει πλέον να αντιμετωπίσει χωρίς συσκοτισμούς το ταξικό του παρελθόν- γιατί πια ξέρει πως οι γονείς του τσάκισαν την ύπαρξή τους και κακόπαθαν κοινωνικά εξαιτίας των αποκλεισμών τούς οποίους επέβαλε η θέση της εργατικής τάξης στο οικονομικό σύστημα της εποχής και του τόπου τους. Και δεν είναι, βεβαίως, τυχαίο πως ο Λουί έχει συνδεθεί ιδιαιτέρως με τον Μισέλ Φουκώ και τον Πιέρ Μπουρντιέ, με τον πρώτο λόγω της προσέγγισής του για τις πολλαπλές (συχνά αδιόρατες) λαβές του πλέγματος της εξουσίας, με τον δεύτερο λόγω της κατανόησης της γαλλικής κοινωνίας ως κοινωνίας ισχυρών διακρίσεων. Κι αν ως προς τη λογοτεχνία του ο Λουί επηρεάστηκε βαθιά από τον αυτοβιογραφικό λόγο του φιλοσόφου Ντιντιέ Εριμπόν και της βραβευμένης φέτος με Νόμπελ Ανί Ερνό, βλέπουμε τι γίνεται και στο «Αλλαγή: μέθοδος»: Η αυτοβιογραφία, η αυτομυθοπλασία και η βιογραφία (ο Λουί έχει γράψει επίσης ξεχωριστά βιβλία για τον πατέρα του και τη μητέρα του, στους οποίους αναφέρεται κι εδώ) αποκτούν τη δύναμη ενός συνταρακτικού ντοκουμέντου, όπου οι διάλογοι, οι επιστολές, η προσωπική εξομολόγηση και τα τεκμήρια για τον τρόπο ζωής και την καθημερινότητα της «βαθιάς Γαλλίας» μετατρέπονται σε κοινωνική ιστορία, μπαίνοντας στο κοινωνιολογικό μικροσκόπιο των ταξικών σχέσεων του 21ου αιώνα. Όσο για την ίδια τη λογοτεχνία του Λουί, δεν καταλήγει ποτέ στη στράτευση, στον διδακτισμό και στην καταγγελία εφόσον τόσο η εργατική τάξη, με τις αρσενικές βιαιοπραγίες εντός της οικογένειας, όσο και η ομοφυλοφιλία, με τις εικόνες μιας παντελώς διεφθαρμένης πορνείας, απομυθοποιούνται χωρίς φόβο και δίχως την παραμικρή ευνοϊκή προδιάθεση.
Κι όλα αυτά -αξίζει τον κόπο να το σημειώσουμε- με μια έκφραση η οποία μπορεί να μοιάζει ουδέτερη ή και άνυδρη αλλά πυροδοτεί με τη στέγνια και τα απογυμνωμένα κοινωνικά και ψυχικά της τοπία μια λογοτεχνία που αν δεν φιλοδοξεί να αλλάξει τον κόσμο, έχει πλήρη συνείδηση του πώς μπορεί να φωτίσει ξανά, και να αραιώσει, τις πανάρχαιες πλην ασφυκτικά παρούσες σκιές του.