Για ακόμα μία φορά επανέρχεται στη δημόσια σφαίρα το ζήτημα των Γλυπτών του Παρθενώνα.
Δέδες Λιώνης
Σύμφωνα με δημοσίευμα του Bloomberg, το Νέο Μουσείο Ακρόπολης και το Βρετανικό Μουσείο βρίσκονται κοντά στην επίτευξη συμφωνίας για την επιστροφή των Γλυπτών του Παρθενώνα στο πλαίσιο πολιτιστικών ανταλλαγών. Αντίστοιχα δημοσιεύματα της Telegrapgh και του Guardian προχωρούν ένα βήμα παραπέρα, καθώς από τα βρετανικά ΜΜΕ μαθαίνουμε ότι είναι πιθανό στις αρχές του έτους να υπάρξει τμηματική επιστροφή των Γλυπτών, πάντα με τη μορφή δανείου.
Εχει σημασία ότι, με βάση τα δημοσιεύματα, το σύνολο του γλυπτού διάκοσμου που λεηλάτησε ο λόρδος Έλγιν τον 19ο αιώνα θα επιστρέψει με δόσεις στη χώρα, ενώ παράλληλα το Βρετανικό Μουσείο θα κρατήσει πιστά αντίγραφα στις αίθουσές του και επιπλέον η Ελλάδα αναλαμβάνει την υποχρέωση να δανείσει άλλα αρχαία έργα τέχνης που βρίσκονται σήμερα σε ελληνικά μουσεία.
Η διατύπωση αυτών των όρων μιας υποτιθέμενης συμφωνίας μεταξύ των δύο μουσείων είναι από την αρχή προβληματική. Εντύπωση προκαλεί επίσης η σπουδή με την οποία διαψεύστηκαν τα δημοσιεύματα από το ελληνικό υπουργείο Πολιτισμού.
Αρκεί να ανασύρουμε στη μνήμη μας ότι το ΥΠΠΟΑ δεν διέψευδε με την ίδια ταχύτητα τα δημοσιεύματα για τις μυστικές συναντήσεις σε ξενοδοχεία στο Λονδίνο, όπου συζητήθηκε η τύχη των Γλυπτών του Παρθενώνα.
Από την εποχή που πρώτη η Μελίνα Μερκούρη έβαλε το θέμα στα διεθνή fora, έχουμε μάθει πια καλά ότι ουσιαστικά συγκρούονται δύο εκ διαμέτρου αντίθετες θέσεις. Από τη μία η βρετανική θέση, που υποστηρίζει πως οποιαδήποτε συζήτηση πρέπει να ξεκινά από την παραδοχή ότι το Βρετανικό Μουσείο κατέχει νόμιμα τα Γλυπτά. Από την άλλη, υπάρχει η πάγια μέχρι πρότινος ελληνική θέση ότι τα Γλυπτά πρέπει να επιστρέψουν στη χώρα χωρίς να υπάρχει ζήτημα αναγνώρισης νόμιμης ιδιοκτησίας, κυριότητας και νομής του Βρετανικού Μουσείου.
Είναι προφανές ότι το χάσμα μεταξύ αυτών των δύο θέσεων επιλύεται είτε μέσω νομικής διεκδίκησης, είτε μέσω διπλωματικής λύσης για την αποκατάσταση της ακεραιότητας του μνημείου. Άλλος δρόμος δεν υπάρχει. Όσον αφορά το πρώτο -το ζήτημα της νομικής διεκδίκησης-, το παράδειγμα της αποτυχημένης προσπάθειας της κυβέρνησης Σαμαρά το 2012, με την εμπλοκή τoύ δικηγορικού γραφείου της Αμάλ Aλαμουντίν, είναι διδακτικό. Το 2012 παραλίγο να χαθεί κάθε επιχείρημα υπέρ της επιστροφής των Γλυπτών με αποκλειστική υπαιτιότητα της τότε κυβέρνησης. Το 2023 φαίνεται να επαναλαμβάνεται με διαφορετικό σενάριο η ίδια άρρητη ανάγκη μιας κυβέρνησης να φέρει κάτι το «θετικό» παραγνωρίζοντας όλους τους πιθανούς κινδύνους.
Μέσα στον ορυμαγδό της πληροφόρησης για μυστικές συναντήσεις, επιλεκτικές διαρροές, διαψεύσεις και επιβεβαιώσεις, τελικά χάνεται η ουσία της υπόθεσης. Δύο στοιχεία έχουν τη δική τους βαρύτητα.
Το ζήτημα της ιδιοκτησίας, στο οποίο οποιαδήποτε παραχώρηση συνιστά ήττα εθνικών διαστάσεων και παράλληλα ανοίγει διάπλατα δρόμους για την εφαρμογή παρόμοιων συμφωνιών και σε άλλες περιπτώσεις. Δεν μπορούμε παρά να υπομνήσουμε την επονείδιστη συμφωνία για την τμηματική επιστροφή σε βάθος πεντηκονταετίας της αμφιβόλου νομιμότητας και γνησιότητας συλλογής Στερν, όπου πάλι οι μυστικές συναντήσεις έδωσαν την υποτιθέμενη λύση. Τελικά, αν αναγνωριστεί το δικαίωμα ιδιοκτησίας του Βρετανικού Μουσείου επί των Γλυπτών, ανατρέπεται επιχειρηματολογία ετών της Ελλάδας για να προσποριστεί η κυβέρνηση πρόσκαιρα προεκλογικά οφέλη εργαλειοποιώντας τις αρχαιότητες και θυσιάζοντας στον βωμό της κάλπης εθνικές στρατηγικές.
Δεύτερο σημείο, που ακολουθεί ως λογικό επιγενόμενο το πρώτο: την αλλαγή επίσης της διαχρονικής ελληνικής θέσης για την επανένωση των Γλυπτών. Πλέον, με βάση τα δημοσιεύματα σχετικά με τις «παραγωγικές συζητήσεις» που γίνονται μεταξύ των δύο πλευρών, η ελληνική πλευρά δεν μιλά πια για επανένωση, αλλά αρκείται στην τμηματική τους επιστροφή. Αυτονόητα πρόκειται κυρίως για αντιεπιστημονική θέση, καθώς το αίτημα που έχει τεθεί σοφά αναφέρεται σε επανένωση και όχι επιστροφή. Τα Γλυπτά του Παρθενώνα αποτελούν μια ξεχωριστή περίπτωση, καθώς είναι οργανικό τμήμα του κτηρίου για το οποίο κατασκευάστηκαν και μαζί μ’ αυτό αποτελούν ενιαίο και αδιάσπαστο σύνολο, το οποίο δεν έγινε γνωστό για πρώτη φορά στο κοινό και στους επιστήμονες μετά την ανακάλυψή του και την αγορά του από μουσεία ως μεμονωμένα έργα τέχνης. Αντιθέτως, ο Παρθενώνας ως ιστάμενο μνημείο αποτελούσε πάντα σύμβολο του αρχαίου ελληνικού πολιτισμού και στα σύγχρονα χρόνια ένα από τα Μνημεία Παγκόσμιας Πολιτιστικής Κληρονομιάς με ευρεία αναγνωρισιμότητα σε παγκόσμια κλίμακα.
Τελικά η κυβέρνηση οφείλει να δηλώσει ξεκάθαρα τι είναι αυτό που την απασχολεί περισσότερο. Να επιτύχει με βάση την ισχυρή μέχρι πρότινος ελληνική επιχειρηματολογία την επανένωση και την αποκατάσταση της ακεραιότητας ενός Μνημείου Παγκόσμιας Πολιτιστικής Κληρονομιάς ή το κόψιμο της κορδέλας και τα εγκαίνια μιας έκθεσης με τμήματα του γλυπτού διάκοσμου, δίνοντας αντιδάνεια στο Βρετανικό Μουσείο έργα τέχνης από ελληνικά μουσεία για ακαθόριστο χρονικό διάστημα -βάσιμα μπορεί κανείς να πιθανολογήσει για τουλάχιστον μισόν αιώνα με βάση ό,τι έχει νομοθετηθεί- και παράλληλα αναγνωρίζοντας ως νόμιμο ιδιοκτήτη το Βρετανικό Μουσείο;
Η αλήθεια είναι ότι αυτό το δίλημμα, μέχρι το 2019 και τις δηλώσεις του Κ. Μητσοτάκη περί δανεισμού, δεν είχε μπει ποτέ. Σήμερα, που η βρετανική κοινή γνώμη έχει μεταστραφεί, διεθνείς οργανισμοί πιέζουν προς την κατεύθυνση της επανένωσης και το αίτημα έχει ισχυρή διεθνή υποστήριξη, είναι τουλάχιστον παράδοξο η ελληνική πλευρά να αδυνατίζει αυτοβούλως τη θέση της γιατί υπάρχουν μπροστά εκλογές. Είναι καιρός να αντιληφθεί έστω και τώρα η κυβέρνηση ότι δεν μπορεί να βάζει το εκλογικό συμφέρον πάνω από την εθνική επιταγή. Είναι χρέος μας να το θυμίζουμε σε κάθε περίσταση.
Ο Δέδες Λιώνης είναι αρχαιολόγος, πρόεδρος του Ενιαίου Συλλόγου Υπαλλήλων υπουργείου Πολιτισμού Αττικής, Στερεάς και Νήσων
πηγή: Αυγή