Το Ταμείο Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας (ΤΧΣ) ανακοίνωσε την ολοκλήρωση της διαδικασίας επικαιροποίησης της Στρατηγικής Αποεπένδυσης, η οποία συντάχθηκε στο πλαίσιο του νόμου (3864/2010 ), έχει συμφωνηθεί με τα εμπλεκόμενα μέρη και έχει λάβει την έγκριση του Υπουργείου Οικονομικών.
Όπως επισημαίνει το ΤΧΣ, η Στρατηγική Αποεπένδυσης τηρεί τις αρχές που ορίζονται στο νομικό πλαίσιο λειτουργίας του ΤΧΣ καθώς και όλες τις σχετικές νομικές και κανονιστικές διατάξεις.
Ο Νόμος αναδεικνύει την αποεπένδυση σε κεντρική επιλογή του ΤΧΣ, εξίσου σημαντική με την κύρια αποστολή του, που αφορά τη διατήρηση της σταθερότητας του τραπεζικού συστήματος για χάρη του δημόσιου συμφέροντος, και καθορίζει ως ορίζοντα ολοκλήρωσής της το τέλος του 2025, που είναι η ημερομηνία λήξης της λειτουργίας του Ταμείου. Το Ταμείο είναι απολύτως προσηλωμένο στην προσπάθεια να διαθέσει τις συμμετοχές του στις συστημικές τράπεζες πριν την εκπνοή του με τρόπο συντεταγμένο και συμβατό με την διατήρηση της χρηματοπιστωτικής σταθερότητας εξασφαλίζοντας ταυτόχρονα την εύλογη αξία τους. Η πώληση των μετοχών σε οποιαδήποτε από τις ελληνικές συστημικές τράπεζες συνάδει πλήρως με την αποστολή του ΤΧΣ για τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα και αντανακλά την πρόοδο του Τραπεζικού τομέα όσον αφορά την αντιμετώπιση αδυναμιών του παρελθόντος και την επίτευξη και επαναλαμβανόμενης λειτουργικής κερδοφορίας. Η αποεπένδυση των συμμετοχών του Ταμείου, τονίζεται, θα προσφέρει ευρύτερα οφέλη στην ελληνική οικονομία και στο δημόσιο συμφέρον, ενισχύοντας περαιτέρω τη ρευστότητα και την αποτελεσματικότητα της ελληνικής κεφαλαιαγοράς και συμβάλλοντας στην παροχή περισσότερων ευκαιριών για άμεσες επενδύσεις στον ελληνικό τραπεζικό τομέα, ο οποίος αναβαθμίζεται εξασφαλίζοντας την περαιτέρω ανάπτυξη του σε καθεστώς πλήρους ιδιωτικής ιδιοκτησίας. Το ΤΧΣ θα εντοπίσει ευκαιρίες για την υλοποίηση καλά σχεδιασμένων συναλλαγών με τον πλέον συμφέροντα τρόπο, πάντα σε συμμόρφωση με το ισχύον νομικό πλαίσιο. Θα αναλάβει ίδιες πρωτοβουλίες αλλά παράλληλα θα εξετάσει τυχόν προσεγγίσεις από επενδυτές και προτάσεις που ενδέχεται να υποβάλουν οι Τράπεζες. Πριν αποφασίσει να επιδιώξει μια πώληση μετοχών, το ΤΧΣ θα λάβει υπόψη τις υποχρεώσεις του για την χρηματοοικονομική σταθερότητα καθώς και τη εξασφάλιση δίκαιης αξίας για τις συμμετοχές του. Σε κάθε περίπτωση, θα ακολουθήσει μια διαφανή και ανταγωνιστική διαδικασία, διατηρώντας παράλληλα την αρμόζουσα εμπιστευτικότητα. Η Στρατηγική ορίζει σαφώς τις βασικές αρχές που εξυπηρετούνται κατά την διαδικασία αποεπένδυσης:
1. Σαφήνεια σκοπού στο πλαίσιο μιας σαφούς και συνοπτικής στρατηγικής που καθορίζει τις γενικές παραμέτρους για μεμονωμένες συναλλαγές.
2. Διαφάνεια σχετικά με τη στρατηγική μέσω της κοινοποίησης σαφών στρατηγικών στόχων στα ενδιαφερόμενα μέρη.
3. Υψηλά πρότυπα λειτουργίας με την τήρηση βέλτιστων πρακτικών οι οποίες είναι πλήρως συμβατές με το ισχύον νομικό και κανονιστικό πλαίσιο.
4. Διαφανής και ανταγωνιστική διαδικασία η οποία προβλέπει σε όλους τους τύπους συναλλαγών ότι οι καλή τη πίστει επενδυτές θα έχουν την βεβαιότητα ότι θα αντιμετωπιστούν με διαφανή και αμερόληπτο τρόπο. Το ΤΧΣ δεν θα ακολουθήσει διμερή διαπραγμάτευση ή συναλλαγή η οποία δεν θα περιλαμβάνει ανταγωνιστική διαδικασία, η χρονική στιγμή της οποίας θα ανακοινώνεται κατά την έναρξη της συναλλαγής.
Κατά τη διάρκεια της διαδικασίας αποεπένδυσης, το ΤΧΣ θα επιδιώκει να ενισχύσει την αξία του χαρτοφυλακίου του, παρότι ο σχεδιασμός, η δομή, η διαδικασία και η εκτέλεση των επι μέρους συναλλαγών θα είναι προσαρμοσμένες στις συνθήκες της αγοράς και στις επιδόσεις των Τραπεζών. Το ΤΧΣ δεν θα δεσμευτεί σε συγκεκριμένο χρονισμό ή αλληλουχία συναλλαγών εντός του συνολικού πλαισίου εκποίησης με ορίζοντα τριετίας, προκειμένου να μην επιβαρυνθεί η εμπορική αξία του χαρτοφυλακίου του. Επιπλέον, δεν θεωρεί ότι οι μεμονωμένες συναλλαγές αποτελούν σημείο αναφοράς για τις επόμενες που θα σχεδιαστούν και θα εκτελεστούν υπό το φως των τότε επικρατουσών συνθηκών. Ο πρόεδρος του Διοικητικού Συμβουλίου του ΤΧΣ, Ανδρέας Βερύκιος, δήλωσε: «Η αποεπένδυση αποτελεί ιδιαίτερα σημαντική και πολύπλοκη διαδικασία η οποία θα υλοποιηθεί με πλήρη σεβασμό στις αρχές της διαφάνειας και αποτελεσματικότητας προς όφελος της Ελληνικής οικονομίας. Το Ταμείο θα κληθεί να πάρει αποφάσεις ζυγίζοντας την ταχύτητα με την οικονομική αποδοτικότητα σε ένα περιβάλλον αβεβαιότητας. Το γεγονός ότι τα εμπλεκόμενα μέρη συμφώνησαν στην στρατηγική αποεπένδυσης, εγγυάται ότι το εγχείρημα θα υλοποιηθεί με αξιοπιστία και απαρέγκλιτη προσήλωση στο δημόσιο συμφέρον.» Ο Διευθύνων Σύμβουλος του ΤΧΣ Ηλίας Ε. Ξηρουχάκης έκανε το ακόλουθο σχόλιο: «Η δημοσιοποίηση της στρατηγικής αποεπένδυσης του ΤΧΣ, συνιστά ορόσημο σε μία μακρά πορεία μεγάλων προκλήσεων στις οποίες το Ταμείο έχει, διαχρονικά, ανταπεξέλθει επιτυχώς. Είμαστε ιδιαίτερα περήφανοι και αισιόδοξοι καθώς παρά τις δυσκολίες της τρέχουσας συγκυρίας, οι ελληνικές συστημικές τράπεζες βελτίωσαν θεαματικά τις επιδόσεις τους και κρίνονται έτοιμες να κινηθούν δυναμικά τα επόμενα χρόνια προς όφελος των μετόχων τους, του δημοσίου συμφέροντος, της περαιτέρω ανάπτυξης της εθνικής μας οικονομίας και φυσικά της χρηματοπιστωτικής σταθερότητας.»
ην κοινοποίηση της έκθεσης αποεπένδυσης του άρθρου 10 παρ. 1α του ΤΧΣ του ν. 4941/2022, ζητά από τον υπουργό Οικονομικών, Χρήστο Σταϊκούρα, ο βουλευτής του ΣΥΡΙΖΑ-Προοδευτική Συμμαχία και υπεύθυνος της κοινοβουλευτικής ομάδας του κόμματος για το χρηματοπιστωτικό τομέα, Αλέκος Φλαμπουράρης, με αίτηση κατάθεσης εγγράφων που κατέθεσε.
Ο βουλευτής επισημαίνει ότι σύμφωνα “με το πλαίσιο του ν. 4941/2022 καθορίζεται η στρατηγική αποεπένδυσης του ΤΧΣ, δηλαδή ο τρόπος και η διαδικασία διάθεσης του συνόλου ή μέρους των μετοχών ή άλλων χρηματοπιστωτικών μέσων πιστωτικού ιδρύματος που κατέχει το Ταμείο. Ως προϋπόθεση για την στρατηγική αποεπένδυσης είναι η ύπαρξη έκθεσης αποεπένδυσης από ανεξάρτητο χρηματοοικονομικό σύμβουλο. Στο πλαίσιο αυτό και όπως ήδη έχει γίνει γνωστό από τη δοίκηση του ΤΧΣ, έχει συνταχθεί και κατατεθεί η προβλεπόμενη έκθεση του χρηματοοικονομικού συμβούλου του ΤΧΣ της εταιρίας Rothschild”.
Ο κ. Φλαμπουράρης, στο κείμενο της αίτησης που κατέθεσε, επισημαίνει πως κατά την πρόσφατη διαδικασία ψήφισης του ν. 4941/2022 για την αναμόρφωση του θεσμικού πλαισίου λειτουργίας του Ταμείου Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας, “ως ΣΥΡΙΖΑ – ΠΣ είχαμε επισημάνει ότι η στρατηγική της κυβέρνησης στον τραπεζικό τομέα έχει ως στόχο την πλήρη απουσία του Δημοσίου από το χρηματοπιστωτικό σύστημα και συγχρόνως την δημιουργία και μόνο ευνοϊκών συνθηκών για την ωφέλεια των μεγαλοεπενδυτών, χωρίς όμως να υπάρχει η παραμικρή μέριμνα για την προάσπιση του δημόσιου συμφέροντος και την προστασία της δημόσιας περιουσίας”. Προσθέτει πως “χαρακτηριστικό αυτής της στρατηγικής υπήρξε η περίπτωση της Τράπεζας Πειραιώς, όπου από τη μη πληρωμή των οφειλόμενων τοκομεριδίων, το ελληνικό Δημόσιο ζημιώθηκε περισσότερο από 1,5 δισ. και στην Αύξηση Μετοχικού Κεφαλαίου υπέστη απίσχναση των μετοχών του της τάξης του 95%, ως αποτέλεσμα των επιλογών σας, που με προκλητική νομοθέτηση στον πλαίσιο του ν. 4783/2021 δόθηκε η δυνατότητα στο Ταμείο να μειώνει τη συμμετοχή του στα πιστωτικά ιδρύματα, δια της παραίτησης από την άσκηση ή δια της διάθεσης των δικαιωμάτων προτίμησης που του αναλογούν σε περιπτώσεις ΑΜΚ. Εξ αυτού του λόγου μάλιστα, η κυβέρνηση της ΝΔ προέβλεψε το ακαταδίωκτο για τη διοίκηση του ΤΧΣ, ακόμη και σε περιπτώσεις πώλησης μετοχών του Δημοσίου κάτω από τη χρηματιστηριακή τους αξία, δηλαδή όταν καταφανώς οι ενέργειές της ζημιώνουν το ελληνικό Δημόσιο”.
Ο κ. Φλαμπουράρης, ζητά την κατάθεση της έκθεσης αποεπένδυσης όπως αυτή έχει παραδοθεί από το ΤΧΣ “προκειμένου να λάβουμε γνώση των προθέσεων και των πρωτοβουλιών σας, αφού, με βάση πρόσφατα δημοσιεύματα, η επικύρωση της στρατηγικής αποεπένδυσης θεωρείται δεδομένη από την πλευρά σας, με συνέπεια να ανοίγει τον δρόμο για την πώληση των ποσοστών που κατέχει το Δημόσιο στις ελληνικές συστημικές τράπεζες”.
Ο βουλευτής, τονίζει πως “ο ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ θεωρεί ότι το Δημόσιο μπορεί και πρέπει να διαδραματίζει ρόλο στον χρηματοπιστωτικό τομέα, με την δημιουργία ενός ισχυρού δημόσιου πυλώνα, που με τις επιλογές του θα συμβάλλει στην στήριξη της πραγματικής οικονομίας, στην ενίσχυση των νοικοκυριών και της μικρομεσαίας επιχειρηματικότητας. Παράλληλα να μπορεί να ασκεί ενεργητική πολιτική και να παρεμβαίνει θεσμικά στην αντιμετώπιση των στρεβλώσεων που αναπτύσσονται και που προκαλούνται από προσυμφωνημένες πιστοδοτικές πολιτικές, που στην ουσία στερούν σημαντικούς οικονομικούς πόρους από το σύνολο της οικονομίας”.