Η Γνωμοδότηση 1/2023 του κ. Εισαγγελέα του Α.Π. δημιούργησε πολιτική και θεσμική αναταραχή.
Της Ιφιγένειας Καμτσίδου*
Καταρχάς, η παρέμβαση του ανώτατου Εισαγγελικού λειτουργού θέτει ερωτήματα για την έκταση των αρμοδιοτήτων του και για τις σχέσεις της Εισαγγελίας με τις ανεξάρτητες αρχές, αλλά και με την εκτελεστική εξουσία. Κυρίως, όμως, η Γνωμοδότηση προκαλεί ανησυχία, επειδή με αυτή επιχειρείται να μειωθούν οι συνταγματικές εγγυήσεις του απολύτως απαραβίαστου απορρήτου των επικοινωνιών, με τρόπο που υπονομεύει και την λειτουργία του δημοκρατικού πολιτεύματος. Συνοπτικά:
Μια πρώτη απορία γεννιέται, αν ο Εισαγγελέας του Α.Π. μπορεί να επιλύει τις νομικές απορίες ιδιωτών, όπως είναι οι πάροχοι της κινητής τηλεφωνίας, παραβλέποντας τον Οργανισμό Δικαστηρίων (ν. 4938/2022). Η διάταξη του τελευταίου, που επιτρέπει στον επικεφαλής της Εισαγγελίας να γνωμοδοτεί για θέματα γενικότερου ενδιαφέροντος, δεν του παρέχει την ευχέρεια να λειτουργεί ως νομικός σύμβουλος καθενός που αντιμετωπίζει νομικές εμπλοκές στην επικράτεια. Απλώς, ιδρύει την δυνατότητά του να διατυπώνει γνώμη για τις υποθέσεις που εμπίπτουν στον κύκλο εποπτείας της αρχής της οποίας προΐσταται, δηλαδή για τα νομικά ζητήματα που απασχολούν τις δημόσιες υπηρεσίες και τους λειτουργούς που υπάγονται στον έλεγχό της σύμφωνα με τον νόμο (ΕΛ.ΑΣ., σωφρονιστικά καταστήματα, συμβολαιογράφοι κ.α.).
Εξάλλου, πάγια είναι η πρακτική της Εισαγγελίας του Α.Π., να μην γνωμοδοτεί στο πλαίσιο υποθέσεων που εκκρεμούν ή αναμένεται να οδηγηθούν στα Δικαστήρια: όπως έχουν υπογραμμίσει οι Εισαγγελείς του Α.Π., ο Εισαγγελέας δεν γνωμοδοτεί «επί υποθέσεων, επί των οποίων επιλήφθηκαν ήδη ή πρόκειται να επιληφθούν οι αρμόδιες δικαστικές αρχές ή επί θεμάτων που απασχόλησαν ή πρόκειται να απασχολήσουν τα δικαστήρια ή τα δικαστικά συμβούλια, προς αποφυγή επηρεασμού της κρίσης τους, ενόψει και των προβλεπομένων ενδίκων μέσων και βοηθημάτων». Εκτός από τις ποινικές υποθέσεις που άπτονται του διενεργούμενου από την ΑΔΑΕ ελέγχου και βρίσκονται στο στάδιο της προκαταρκτικής εξέτασης, οι αποφάσεις της Ανεξάρτητης Αρχής για τις υποκλοπές αναμένεται να αμφισβητηθούν ενώπιον των διοικητικών δικαστηρίων.
Πέρα, όμως, από την απροκάλυπτη υπέρβαση του θεσμικού ρόλου του Εισαγγελέα, η Γνωμοδότηση υποστηρίζει μια εξόχως περιοριστική για τις αρμοδιότητες της ΑΔΑΕ προσέγγιση, αναγνωρίζοντας στην κοινοβουλευτική πλειοψηφία την εξουσία να τις αναμορφώνει ανάλογα με τις στοχεύσεις της. Μάλιστα, εκδόθηκε κατά τον χρόνο που η ΑΔΑΕ ασκεί τα προβλεπόμενα από το Σύνταγμα καθήκοντά της, προκειμένου να διαπιστωθεί από ποιον και πως διενεργούνταν οι εκτεταμένες παρακολουθήσεις και οι υποκλοπές των συνδιαλέξεων ακόμη και προσώπων που διαδραματίζουν σημαντικό ρόλο στην δημόσια ζωή.
Ο κ. Εισαγγελέας του Α.Π. επιχειρεί, λοιπόν, να αναστείλει την διαδικασία ελέγχου της εκτελεστικής εξουσίας, που επιδίωξε να χειραγωγήσει το πολιτικό προσωπικό και παράγοντες που επηρεάζουν την πολιτική ατζέντα και συζήτηση. Απέναντι στην Ανεξάρτητη Αρχή που έχει από το Σύνταγμα την ευθύνη να διαφυλάσσει την ελεύθερη επικοινωνία των μελών του κοινωνικού συνόλου, ορθώνει εμπόδια, επιχειρώντας να την θέσει υπό την κηδεμονία του. Τούτο το πράττει αφενός συμπλέοντας με την κυβέρνηση, που προσπαθεί με κάθε τρόπο να αποτρέψει την διαλεύκανση της υπόθεσης, αφετέρου διατυπώνοντας αυστηρές «προειδοποιήσεις» προς τα μέλη της ΑΔΑΕ για την αποτροπή δήθεν διάπραξης αδικημάτων με την εκπλήρωση των συνταγματικών τους υποχρεώσεων.
Δεδομένου ότι ο κ. Εισαγγελέας όταν γνωμοδοτεί δεν δικαιοδοτεί, αλλά ασκεί διοικητικά καθήκοντα, η Γνωμοδότησή του δεν παράγει κανένα νομικό αποτέλεσμα, ωστόσο το περιεχόμενό της δημιουργεί σοβαρή θεσμική κρίση: Η Εισαγγελία παρεμβαίνει ώστε να αποτραπεί ο έλεγχος των κυβερνώντων από την αρμόδια Ανεξάρτητη Αρχή, οι θεμελιώδεις εγγυήσεις της προσωπικής αυτονομίας απομειώνονται, η παράνομη και αντισυνταγματική πρακτική παρακολούθησης πολιτικών αντιπάλων νομιμοποιείται και η ανεξαρτησία της Εισαγγελικής αρχής τίθεται σε αμφισβήτηση.
*Αναπληρώτρια καθηγήτρια Συνταγματικού Δικαίου Α.Π.Θ.
Μέλος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για την Πρόληψη των Βασανιστηρίων του
Συμβουλίου της Ευρώπης (CPT)