«Τον τίτλο «Δούκας της Σπάρτης» των εφεύραν για τον Κωνσταντίνο τον Α’ – δυστυχώς τα τελευταία χρόνια χρησιμοποιήθηκε για τον Παύλο- αλλά αυτό ατόνησε. Είναι μια γελοιότητα.
Το ελληνικό Σύνταγμα απαγόρευε τους τίτλους ευγενείας. Δούκας της Σπάρτης δεν υπήρξε, δεν υπάρχει. Το ότι ορισμένοι διάδοχοι και ο Γεώργιος ο Β’ εμφανίστηκε κάποια στιγμή ως Δούκας της Σπάρτης είναι μια γελοιότητα. Και ακόμη πιο γελοίο είναι να το χρησιμοποιούν σήμερα», τόνισε ο Καθηγητής Πολιτικής Επιστήμης του Πανεπιστημίου Αθηνών Γιώργος Μαυρογορδάτος μιλώντας στην ΕΡΤ και στη δημοσιογράφο Σταυρούλα Χριστοφιλέα.
Ο κ. Μαυρογορδάτος κάνει λόγο για δύο ζητήματα «που θολώνουν τη συζήτηση». Το πρώτο είναι πως «άλλο μοναρχία και άλλο βασιλεία».
«Στην Ελλάδα μοναρχία είχαμε μόνο επί Όθωνα, στη συνέχεια είχαμε συνταγματική μοναρχία, και μετά από τον Γεώργιο τον Α’ είχαμε βασιλευόμενη δημοκρατία. Αυτή ήταν και η υπ’ αριθμόν 1 συνταγματική σύγκρουση του Βενιζέλου με τον Κωνσταντίνο τον Α’ όπου ο Βενιζέλος έλεγε ότι δεν έχουμε μοναρχία αλλά βασιλευόμενη δημοκρατία», λέει ο κ. Μαυρογορδάτος.
Το δεύτερο πρόβλημα «είναι αυτή η εμμονή ότι η βασιλεία είναι ξενόφερτος θεσμός», σημειώνει ο κ. Μαυρογορδάτος.
«Αν πάρουμε όμως 3.000 χρόνια ιστορίας του ελληνισμού, θα δούμε ότι σχεδόν όλα τα περάσαμε υπό βασιλεία: ομηρική βασιλεία, μακεδονική βασιλεία, ελληνιστική βασιλεία και ύστερα βασιλεία στο Βυζάντιο. Και βέβαια και τις περιόδους ξένης κυριαρχίας, ρωμαϊκής, φράγκικης, οθωμανικής», επισημαίνει ο κ. Μαυρογορδάτος επεξηγώντας πως η δυναστεία των Γλύξμπουργκ «ήταν αναγκαστικά ξενόφερτη» καθώς «δεν υπήρχε βασιλική οικογένεια ελληνική, ούτε οικογένεια που θα γινόταν αποδεκτή από τους Έλληνες ως βασιλική, άρα εκ των πραγμάτων ήταν υποχρεωτική η εισαγωγή βασιλέα».
«Το ίδιο όμως έκαναν και οι Άγγλοι πριν από 3 αιώνες, το ίδιο έκαναν και οι Βέλγοι πριν από 2 αιώνες, το ίδιο και οι Νορβηγοί πριν από 1 αιώνα, το 1905. Και στις 3 αυτές περιπτώσεις δεν υπήρχε ντόπια βασιλική οικογένεια και έγινε εισαγωγή. Άρα αυτό είναι μια τεχνική λεπτομέρεια που δεν αποτελεί σοβαρό επιχείρημα», τονίζει ο κ. Μαυρογορδάτος.
Ο Καθηγητής του ΕΚΠΑ μιλά και για άλλες δύο «ενοχλητικές» όπως τις αποκαλεί λεπτομέρειες, «οι οποίες αποσιωπήθηκαν, όχι από όλους, αλλά σε μεγάλη έκταση αυτές τις μέρες».
«Πρώτον: ειπώθηκε κατά κόρον ότι ο Κωνσταντίνος ο Β’ είχε αναγνωρίσει το αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος το 1974 και ότι το είχε αποδεχθεί. Αυτό δεν ισχύει. Το μόνο που είχε πει είναι ότι δεν θα κάνει ο ίδιος τίποτα για να επαναφέρει τη βασιλεία. Μέχρι το 1978 όμως, συνέχισε να συνωμοτεί με διάφορους κύκλους, και αξιωματικών, για την πραξικοπηματική επαναφορά της βασιλείας και μάλιστα τα σχέδια αυτά περιλάμβαναν ακόμη και το ενδεχόμενο δολοφονίας πολιτικών, όπως ο Κωνσταντίνος Καραμανλής. Το μόνο που είπε όπως φαίνεται ο Κωνσταντίνος ήταν «να μην πειράξετε τον Αβέρωφ, γιατί είναι φίλος μου».
Δεύτερο, το οποίο έρχεται μέχρι σήμερα, αυτό το ότι στερήθηκαν την ελληνική ιθαγένεια, το θεωρώ παράλογο. Γιατί από τον Κωνσταντίνο τον Α’, η δανικής προέλευσης βασιλική οικογένεια, είναι Έλληνες. Έζησαν ως Έλληνες, μιλάνε ελληνικά, νιώθουν Έλληνες. Αυτό είναι αδιαμφισβήτητο», υπογραμμίζει ο κ. Μαυρογορδάτος προσθέτοντας πως «θα έπρεπε όμως από την δική τους πλευρά, με πρώτο τον Κωνσταντίνο, τον αποθανόντα, να αποδεχθούν ότι έχουν οικογενειακό επώνυμο, όπως όλες οι βασιλικές οικογένειες».
«Γιατί έχουν επώνυμο τα ξαδέρφια του και αυτός δεν έχει; Γιατί έχουν επώνυμο οι Γλύξμπουργκ της Δανίας; Αυτή η άρνηση, η οποία όπως φαίνεται συνεχίζεται, εμποδίζει να αποδεχτούν οριστικά ότι είναι Έλληνες πολίτες, όπως όλοι μας, και άρα ότι το θέμα έχει λήξει», καταλήγει ο κ. Μαυρογορδάτος.